«Εἶπεν οὗν αὐτῷ ὁ Πιλάτος∙ οὐκοῦν βασιλεύς εἶ σύ;»
Το ερώτημα αυτό του Πιλάτου, αν είναι βασιλιάς ο υπόδικος, ακούστηκε ανάμεσα σε δυο κατηγορηματικές διαβεβαιώσεις. Σε μιαν ευλαβική και μιαν άλλη τραγική. Η πρώτη προσφέρθηκε στο σπήλαιο της Βηθλεέμ, η άλλη γράφτηκε απάνω από το Σταυρό του Γολγοθά.
Ο χρυσός, που λαμπύριζε ανάμεσα στο λίβανο και στη σμύρνα, τι άλλο βεβαίωνε, παρά πως ήταν βασιλιάς ο τεχθείς; Και ο πάπυρος, που τεντώθηκε πάνω απ’ το ακανθοστόλιστο κεφάλι, τι ομολογούσε; «Ιησούς Ναζωραίος Βασιλεύς των Ιουδαίων» έγραφε.
Και ανάμεσα στην πρώτη πεποίθηση και στην τελευταία διακήρυξη ταλαντεύτηκε ο Πιλάτος.
Το απλό μεγαλείο του Υπόδικου του δημιουργεί τέτοια εσωτερική συγκίνηση, που όμοιά της δεν ένοιωθε μηδέ μπροστά στο βήμα του Καίσαρα στη Ρώμη. Μα πάλι η κατηγορία του όχλου πως λέει «ἑαυτόν Χριστόν βασιλέα εἶναι» δεν τον αναπαύει. Τι είδους βασιλιάς μπορεί να είναι ο «υἱός τοῦ τέκτονος»;
Και ο Πιλάτος αγωνίζεται να λύσει το αίνιγμα. Καρφώνει εξεταστικό το βλέμμα στην παράξενη μορφή του Υπόδικου, που εμπνέει βαθύ σεβασμό μαζί και γλυκιά συμπάθεια και ρωτάει ανήσυχα: «οὐκοῦν βασιλεύς εἶ σύ;» Είσαι λοιπόν βασιλιάς;
«Σύ λέγεις»! Ήρθε κοφτή σαν τσεκουριά η καταφατική απάντηση. Είμαι πράγματι βασιλιάς! Μα, όπως βλέπεις, στεφανωμένος με αγκάθια. Γιατί είμαι βασιλιάς του Πόνου.
Με καλάμι εμπαιχτικό στο χέρι. Γιατί θα είμαι ο βασιλιάς των ονειδιζομένων.
Με χλαμύδα κόκκινη. Γιατί είμαι βασιλιάς, που θέλω ν΄ απορροφήσω και να στεγνώσω σ΄ αυτή τη χλαμύδα όλα τα αίματα που έπνιξαν την Ιστορία.
Με τα χέρια απλωμένα στο Σταυρό. Γιατί είμαι βασιλιάς, που θέλω ν΄ αγκαλιάσω όλους τους ανθρώπους από κάθε γωνιά της γης μαζεμένους κάτω από τη σκιά του Σταυρού μου.
Με την πλευρά κεντημένη. Γιατί είμαι βασιλιάς, που πρόσφερα τη δική μου καρδιά στη λόγχη του στρατιώτη, για να μπορώ να ζητήσω σαν θρόνο μου τις καρδιές των ανθρώπων.
Είμαι, ναι, βασιλιάς. Μα, η «βασιλεία ἡ ἑμή οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου».
Αυτά τα αινιγματικά και απερινόητα περιείχε η λιτή απάντηση «Σύ λέγεις» στο ερώτημα «οὐκοῦν βασιλεύς εἶ σύ;»
Δίκαια αμφιταλαντεύτηκε ο ηγεμόνας. Πώς μπορούσε να χωρέσει το φτωχό του κοχύλι τον ωκεανό της τρισύλλαβης αυτής διαβεβαίωσης;
Η ανάκριση στο Πραιτώριο δεν μπόρεσε να καθορίσει τι είδους βασιλιάς ήταν ο Υπόδικος. Έμεινε ένα μυστήριο απόκρυφο, που ανέλαβαν να τον εξιχνιάσουν οι αιώνες. Και οι αιώνες μιλούν έκτοτε αποκαλυπτικά για τον Βασιλέα «οὗ τῆς βασιλείας οὐκ ἔσται τέλος»…
Λίγα λόγια για το θέμα του μήνα
Τα τροπάρια της λατρείας της Εκκλησίας μας εμπεριέχουν το νόημα της εορτής της κάθε ημέρας, τη θεολογία, αλλά και προτάσεις για την δική μας ζωή. Έτσι λοιπόν θα αφήσουμε, για μία ακόμη φορά, την υμνολογία της Μεγάλης Εβδομάδος να μας διδάξει τα νοήματα των ημερών αυτών.
Κυριακή Βαΐων
Τάξεως ἔμπαλιν ὑμῖν ἐθνικῆς ἔστω τό κράτος ὁμογενῶν∙ οὐ κλῆρος ἐμός, τυραννίς δε, γνώμη αὐθαίρετος. Ὁ οὖν πρόκριτος ἐν ὑμῖν εἶναι θέλων, τῶν ἄλλων ἔστω πάντων ἐσχατώτερος∙ καί Κύριον γινώσκοντές με, ὑμνήτε καί ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τους αἰῶνας.
(Έλεγε ο Κύριος:) Η δική σας εξουσία επί των συνανθρώπων σας να είναι αντίθετη προς την τάξη και τη συνήθεια που επικρατεί στους ειδωλολάτρες. Διότι δεν είναι θεσμός και νόμος δικός μου η αυθαιρεσία, αλλά των τυράννων. Γι΄ αυτό, λοιπόν, όποιος θέλει να γίνει πρώτος και εκλεκτός μεταξύ σας, ας γίνει ο τελευταίος και μηδαμινός από τους άλλους. Και αναγνωρίζοντάς με ως Κύριο και Θεό, να με υμνείτε υψώνοντάς με πάνω από κάθε ανθρώπινο σε όλους τους αιώνες.
Μ. Δευτέρα
Ἱκανούσθω τό κοινωνικόν ψυχῆς ἡμῶν ἔλαιον ἐν ἀγγείοις, ὅπως ἐπάθλων μη θέντες καιρόν ἐμπορίας, ψάλλωμεν∙ εὐλογεῖτε, τά ἔργα Κυρίου, τόν Κύριον.
Ας έχουμε άφθονο το μεταδοτικό έλαιο (ελεημοσύνη) στα αγγεία της ψυχής μας, ώστε τον καιρό των επάθλων (όταν φεύγουμε από τη ζωή αυτή), να μην τον μετατρέψουμε σε καιρό αναζήτησης αρετών (και πάθουμε ό,τι έπαθαν οι μωρές παρθένες). Αφού απαλλαγούμε από τον κίνδυνο αυτό, ας ψάλλουμε: Όλα τα δημιουργήματα του Κυρίου, δοξολογείτε τον Κύριο.
Μ. Τρίτη
Ἡ ἀπεγνωσμένη διά τόν βίον καί ἐπεγνωσμένη διά τόν τρόπον, τό μύρον βαστάζουσα, προσῆλθέ σοι, βοῶσα∙ μη με τήν πόρνην ἀπορρίψῃς, ὁ τεχθείς ἐκ Παρθένου∙ μη μου τά δάκρυα παρίδῃς, ἡ χαρά τῶν ἀγγέλων∙ ἀλλά δέξαι με μετανοοῦσαν, ἥν οὐκ ἀπώσω ἁμαρτάνουσαν, Κύριε, διά τό μέγα σου ἔλεος.
Η γυναίκα, που είχε τελείως απελπιστεί από την αμαρτωλή ζωή της που ήταν στιγματισμένη απ΄ όλους, ήλθε κοντά σου κρατώντας το μύρο και φώναζε: Μη με αποδιώξεις την πόρνη, εσύ που γεννήθηκες από Παρθένο. Μην παραβλέψεις τα δάκρυά μου, Συ, που είσαι η χαρά των αγγέλων. Αλλά δέξαι μετανοούσα εκείνη που δεν την απεδίωξες και δεν περιφρόνησες όταν αμάρτανε. Δέξαι με, Κύριε, χάρη στη μεγάλη ευσπλαχνία σου.
Μ. Τετάρτη
Ἄφρων ἀνήρ, ὅς ἐν ὑμῖν προδότης, τοῖς οἰκείοις μαθηταῖς προέφης, ὁ ἀνεξίκακος∙ οὐ μη γνώσεται ταῦτα, καί οὗτος, ἀσύνετος ὤν, οὐ μή συνήσει∙ ὅμως ἐν ἐμοί μείνατε, καί πίστει στερεωθήσεσθε.
Σύ, Κύριε, που ανέχεσαι τις κακίες πάντων, προείπες στους μαθητές σου∙ κάποιος μωρός, που βρίσκεται μεταξύ σας, είναι προδότης. Αυτός δεν θα γνωρίσει τα μυστήρια, (ότι το ψωμί και το κρασί είναι το Σώμα και το Αίμα μου) και επειδή είναι ασύνετος δεν θα κατανοήσει. Εσείς όμως μείνατε πάντοτε ενωμένοι μαζί μου και δια της πίστεως θα στερεωθείτε.
Μ. Πέμπτη
Ποῖός σε τρόπος, Ἰούδα, προδότην τοῦ Σωτῆρος εἰργάσατο; μή τοῦ χοροῦ σε τῶν ἀποστόλων ἐχώρισε; μή τοῦ χαρίσματος τῶν ἰαμάτων ἐστέρησε; μή, συνδειπνήσας ἐκείνοις, σε τῆς τραπέζης ἀπώσατο; μή, τῶν ἄλλων νίψας τούς πόδας, τους σούς ὑπερεῖδεν; Ὤ, πόσων ἀγαθῶν ἀμνήμων ἐγένου! Καί σοῦ μέν ἡ ἀχάριστος στηλιτεύεται γνώμη, αὐτοῦ δε ἡ ἀνείκαστος μακροθυμία κηρύττεται καί τό μέγα ἔλεος.
Ποιά ενέργεια, Ιούδα, σε έκανε προδότη του Σωτήρα; Μήπως σε απεξένωσε από την ομάδα των Αποστόλων; Μήπως σου στέρησε το χάρισμα του να θεραπεύεις ασθενείς; Μήπως, όταν δείπνησε με τους άλλους, εσένα σε απομάκρυνε από την Τράπεζα; Μήπως, όταν έπλυνε τα πόδια των άλλων, περιφρόνησε τα δικά σου; Ω! πόσες ευεργεσίες του Κυρίου λησμόνησες! Γι΄ αυτό η μεν δική σου αγνωμοσύνη στιγματίζεται και κατακρίνεται, Αυτού δε διαλαλείται η απερίγραπτη μακροθυμία και η μεγάλη ευσπλαχνία.
Μ. Παρασκευή
Σινδόνι καθαρᾷ καί ἀρώμασι θείοις τό Σῶμα τό σεπτόν, ἐξαιτήσας Πιλάτῳ, μυρίζει καί τίθησιν Ἰωσήφ καινῷ μνήματι. Ὅθεν ὄρθριαι αἱ μυροφόροι γυναῖκες ἀνεβόησαν∙ δεῖξον ἡμῖν, ὡς προεῖπας, Χριστέ, τήν ἀνάστασιν. Ο Ιωσήφ, αφού ζήτησε και έλαβε από τον Πιλάτο το σεπτό Σώμα του Κυρίου, το καλύπτει με καθαρό σεντόνι και το αλείφει με ιερά αρώματα και το εναποθέτει σε καινούριο τάφο. Γι΄ αυτό οι γυναίκες, που πρωί – πρωί ήρθαν με αρώματα στον τάφο, εκραύγασαν: Δείξε μας Χριστέ, την Ανάστασή σου, όπως μας υποσχέθηκες.