Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2019

«ἦλθε γάρ ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου ζητῆσαι καί σῶσαι τό ἀπολωλός»

Πόσο αισθανόμαστε στη ζωή μας ότι χρειάζεται να έχουμε έναν προσανατολισμό; Να έχουμε έναν στόχο ο οποίος να μην περιορίζεται στο σήμερα, στις ανάγκες της επιβίωσης ή στην εκπλήρωση των θελημάτων μας, αλλά να βλέπει τη ζωή συνολικά και στην προοπτική του παρόντος κόσμο και στην προοπτική της αιωνιότητας; Ποια είναι για μας η σημασία της παρουσίας του Θεού στη ζωή μας και ποια η σχέση Του με την ύπαρξή μας; Είναι εύκολο να δηλώνουμε ότι πιστεύουμε. Το δύσκολο είναι να κατανοούμε ότι επειδή πιστεύουμε μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε ότι οι άνθρωποι είμαστε «απολωλότες». Αυτό σημαίνει ότι χάνουμε τον προσανατολισμό μας να πορεύεται η ζωή μας με κέντρο της τον Θεό και την αγάπη, την ελπίδα που η πίστη δίνει, να γνωρίζουμε ποιο είναι το θέλημα του Θεού σε κάθε περίσταση και μάλιστα στις λεπτομέρειες της ζωής μας, στον τρόπο που σκεφτόμαστε, που μιλάμε, που πράττουμε, τόσο στη σχέση μας με Εκείνον και επομένως με τη ζωή της Εκκλησίας, όσο και στη σχέση μας με τους συνανθρώπους μας. Αντιθέτως, οι άνθρωποι αισθανόμαστε δυνατοί. Ακόμη κι αν καταλαβαίνουμε ότι σφάλλουμε, δεν είμαστε έτοιμοι να το παραδεχτούμε, αλλά ξεκινάμε από αυτούς που κατά τη γνώμη μας φταίνε, προκειμένου να δικαιολογήσουμε τον εαυτό μας και τα λάθη του. Έτσι το να ζήσουμε την κατάσταση του «απολωλότος» προϋποθέτει την επιλογή και την αρετή της ταπείνωσης.
Είναι χαρακτηριστική η ιστορία του Ζακχαίου που μας διασώζει το Ευαγγέλιο. Ο Χριστός εισέρχεται στην Ιεριχώ. Στην αναγγελία της είδησης αυτής όλοι σπεύδουν να Τον συναντήσουν. Τον ακολουθούν σε μία πορεία στην οποία προστίθενται κι άλλοι. Ο μόνος που αισθάνεται ότι δεν μπορεί να Τον δει είναι ο αρχιτελώνης Ζακχαίος. Ο επικεφαλής των φοροεισπρακτόρων της πόλης, άνθρωπος άδικος, συκοφάντης, σκληρός. Ακούγοντας όμως την είδηση του ερχομού του Χριστού ο Ζακχαίος συνειδητοποιεί μέσα του ότι έχει χάσει τον προσανατολισμό του. Έχει συντρίψει συναισθήματα και προσωπικότητες για να κερδίσει χρήματα. Φάνηκε ανελέητος. Όμως κάτι μέσα του τού λέει ότι είναι «απολωλός». Και ανεβαίνει στη συκομουριά, για να δει τον Ιησού, καθότι μικρόσωμος. Προκαλεί την χλεύη όσων τον έβλεπαν. Όμως η αίσθηση του «απολωλότος» συνοδεύεται από την ταπείνωση. Ο ίδιος χαρακτήρας είναι. Σκληρός. Όπως δεν είχε συναισθήματα όταν αδικούσε, έτσι και τώρα. Τον αδικούν, αλλά δεν πτοείται. Μόνο που άλλαξε προσανατολισμό. Ήθελε να δει τον Ιησού. Και ο Χριστός ανταποκρίνεται στην επιθυμία του αρχιτελώνη καλώντας τον να κατεβεί από το δέντρο και του δηλώνει ότι ήρθε για να μείνει στο σπίτι του, όχι απλώς για να φάει το φαγητό του Ζακχαίου, αλλά για να μείνει για πάντα στο σπίτι της ύπαρξής του, καθότι άλλαξε προσανατολισμό. Όλοι οργίζονται με την επιλογή του Κυρίου. Όμως ο Ζακχαίος δηλώνει στο γεύμα ότι μοιράζει το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του στους φτωχούς, αποζημιώνει όποιον συκοφάντησε και ξεκινά μία νέα ζωή. Και ο Χριστός, αφού δηλώνει ότι ήρθε η σωτηρία στο σπίτι εκείνο, τονίζει: «ήλθε γαρ ο υιός του ανθρώπου ζητήσαι και σώσαι το απολωλός» (Λουκ. 19, 10). Ο Υιός του ανθρώπου ήρθε να αναζητήσει και να σώσει αυτούς που έχουν χάσει τον δρόμο τους.
Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην είναι «απολωλός». Άλλοι το γνωρίζουν. Άλλοι αδιαφορούν. Άλλοι πιστεύουν τόσο πολύ στον εαυτό τους, στην αυτάρκειά τους, στα αγαθά τους, ώστε να έχουν διαγράψει τον Θεό από τη ζωή τους, με αποτέλεσμα να πιστεύουν στις δικές τους δυνάμεις, στην εξουσία τους, στα χαρίσματά τους και να μην μπορούν να δούνε την αλήθεια της ζωής και το νόημά της. Πολλοί οι «απολωλότες», λίγοι οι Ζακχαίοι. Όποιος συνειδητοποιεί ότι έχει ξαστοχήσει στη ζωή του, ακολουθεί την οδό του Ζακχαίου. Είναι έτοιμος να ακούσει για τον ερχομό του Χριστού. Διαβάζει τον λόγο Του. Ανεβαίνει στο δέντρο της Εκκλησίας, για να έχει καλύτερη θέα τόσο της ζωής και του εαυτού του, όσο κυρίως του Χριστού που είναι πάντοτε πρόθυμος να κατοικήσει στο σπίτι της ύπαρξής του. Διότι μόνο μέσα στην Εκκλησία και στη ζωή της μας υπενθυμίζεται ο στόχος που καλούμαστε να έχουμε, δηλαδή η πορεία με γνώμονα την πίστη στον Θεό και ο αγώνας για εφαρμογή των εντολών Του και μπορούμε να διορθώσουμε τις αστοχίες μας στα μυστήριά της, ιδίως της μετανοίας. Η οδός του Ζακχαίου είναι η οδός της ταπείνωσης. Είναι η οδός της αυτοκριτικής και της μετάνοιας. Η αίσθηση τελικά ότι η αγάπη δεν έχει διαμορφώσει την ύπαρξή μας, αλλά το «εγώ» κυριαρχεί. Όταν όμως έρχεται η ταπείνωση, χωρίς να αλλοιώνεται ο χαρακτήρας και η προσωπικότητά μας, βλέπουμε τον κόσμο από μία άλλη ματιά, αυτή της σχέσης με τον Θεό. Και τότε ζητούμε το έλεός Του, για να κάνουμε μία καινούργια αρχή.
Το ενδιαφέρον της οδού του Ζακχαίου είναι ότι δεν είναι μόνο η αλλαγή του τρόπου με τον οποίο βλέπουμε τον εαυτό μας. Ταυτόχρονα αλλάζει ο τρόπος που βλέπουμε τον πλησίον. Όταν αισθανόμαστε «απολωλότες», βλέπουμε πού αδικήσαμε τον άλλον, είτε υλικά είτε στις κρίσεις και τις εκτιμήσεις μας είτε στον τρόπο συμπεριφοράς μας. Αισθανόμαστε ότι επειδή είμαστε «απολωλότες», χρειάζεται να αποκαταστήσουμε την οδό της αγάπης στις σχέσεις μας με τον άλλο. Και το εκφράζουμε με τον τρόπο που ο Θεός αποδέχεται την μετάνοιά μας. Με την ελεημοσύνη, υλική και πνευματική. Δεν διαγράφεται η αδικία έτσι. Όμως απαλύνονται οι συνέπειές της. Και ο άλλος που αδικήθηκε, αλλά και ο λιγότερο ικανός να επιβιώσει και υλικά και πνευματικά, ο φτωχός, αισθάνεται ότι η σχέση μας με τον Θεό δεν είναι κλειστή, εγωκεντρική, αυτοδικαιωτική, αλλά ανοιχτή. Η αγάπη αγκαλιάζει τον άλλον μέσα στις ανάγκες του. Κι εμείς μπορούμε να ξεκινήσουμε από την αρχή.
Η οδός του Ζακχαίου, του «απολωλότος» έχει ως τελική δωρεά την σωτηρία και την αναγνώριση από τον Θεό ότι είμαστε παιδιά Του. Ο Θεός είναι ο Πατέρας μας και έτσι μας βλέπει. Εμείς, όντας «απολωλότες», έχουμε εναποθέσει στο περιθώριο την ιδιότητα του υιού και χρειάζεται να αφήσουμε τον Χριστό να κατοικήσει στις καρδιές μας για να μπορέσουμε την δωρεά της υιότητας να την ενεργοποιήσουμε. Ο Χριστός δε λέει κάτι άλλο από το ότι ο Ζακχαίος είναι πάλι «υιός Αβραάμ» (Λουκ. 19, 9), δηλαδή παιδί πίστης στον Θεό. Ο «απολωλώς» ευρέθη. Ο Θεός εισήλθε να καταλύσει στο σπίτι της ύπαρξής του και εκείνος βρήκε την αληθινή του ταυτότητα, τον αληθινό του προορισμό. Εσώθη. Έγινε αυτό για το οποίο πλάσθηκε. Αυτό που ο Θεός μας έδωσε την ευκαιρία να ζήσουμε ερχόμενος στον κόσμο. Η ταπείνωση του Ζακχαίου, μπορεί πρόσκαιρα να επικρίθηκε από τους «καθαρούς» της εποχής, αλλά δικαιώθηκε από τον Θεό. Όχι με δόξα, αλλά με υιότητα. Ιδιότητα που κανείς δεν θα μπορούσε πλέον να του την αφαιρέσει. Και ο Ζακχαίος θα γίνει απόστολος του Χριστού, για να δώσει το μήνυμα της σωτηρίας σε όλα τα απολωλότα του κόσμου. Και σε μας!


Σάββατο 19 Ιανουαρίου 2019

«Ποιος και γιατί»

Ο Χριστός πορευόταν ανάμεσα στην περιοχή της Σαμάρειας και της Γαλιλαίας και συνάντησε δέκα λεπρούς. Αυτοί δεν τολμούσαν να Τον πλησιάσουν. «Έστησαν πόρρωθεν» (Λουκ. 17, 12). Στάθηκαν από μακριά. Μόνος τρόπος για να απευθυνθούν σ’ Αυτόν ήταν να φωνάξουν. «Ήραν φωνήν» (Λουκ. 17,13). Μόνος λόγος μπορούσε να είναι το «ελέησον ημάς». Ο Χριστός θα τους προτρέψει να πάνε στους ιερείς του Μωσαϊκού Νόμου, οι οποίοι, εκτός των άλλων, έλεγχαν την σωματική υγεία των λεπρών ανθρώπων και μπορούσαν να διαβεβαιώσουν για την δυνατότητα επανένταξης στην κοινότητα, εφόσον είχαν γιατρευτεί. Με την φωνή Του απαντά στη δική τους φωνή. Μακριά Του μένουν. Μακριά Του τους στέλνει. Έλεος ζητούνε και Εκείνος τους ελεεί, καθώς, κατά τη διάρκεια της πορείας τους προς τους ιερείς, γίνονται καλά. Ο Χριστός εκπλήρωσε το αίτημά τους. Οι ίδιοι έχουν να συμμετάσχουν στην χαρά του θαύματος με δύο τρόπους. Ο ένας είναι να αφήσουν να βεβαιωθεί η ίαση. Ο άλλος είναι να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους σ’ Αυτόν που τους γιάτρεψε. Οι εννέα θα μείνουν στον πρώτο. Βλέπουν ότι γιατρεύτηκαν. Ξεχνούν όμως Ποιος τους γιάτρεψε. Υφίστανται το θαύμα στο σώμα τους. Το αντιλαμβάνονται και το βιώνουν με τις αισθήσεις τους. Δεν προχωρούν όμως να το φιλτράρουν με τη δύναμη της λογικής τους, για να δούνε Ποιος το έκανε και γιατί το έκανε. Μόνο ένας, αλλοεθνής, μισητός στους Ιουδαίους λόγω της καταγωγής του, Σαμαρείτης, «ιδών ότι ιάθη, υπέστρεψε μετά φωνής μεγάλης δοξάζων τον Θεόν, και έπεσεν επί πρόσωπον παρά τους πόδας αυτού ευχαριστών αυτώ» (Λουκ. 17, 15-17). Όταν είδε ότι θεραπεύθηκε, γύρισε δοξάζοντας με δυνατή φωνή τον Θεό, έπεσε με το πρόσωπο στα πόδια του Ιησού και Τον ευχαριστούσε. Πάλι με δυνατή φωνή μιλά στον Θεό. Μόνο που αυτή τη φορά δεν στέκεται μακριά Του. Δε ζητά πλέον το έλεος, αλλά ευχαριστεί από την καρδιά του προσκυνώντας τον Λυτρωτή Του. Αποδίδοντας την ευχαριστία, λαμβάνει από τον Χριστό την ευλογία της σωτηρίας. «Η πίστις σου σέσωκέ σε» (Λουκ. 17, 19).
Στη σχέση μας με τον Θεό σήμερα επικρατεί ο ορθολογισμός. Πολλοί δεν δέχονται την ύπαρξή Του ή αδιαφορούν γι’ Αυτόν. Ο Χριστός εξακολουθεί να περιοδεύει στις πόλεις και τη ζωή των ανθρώπων διά της Εκκλησίας, του λόγου και της εμπειρίας της. Οι άνθρωποι όμως δεν Τον βλέπουμε επειδή δε θέλουμε να Τον δούμε. Δεν βλέπουμε ότι είναι παρών στο μυστήριο της Ευχαριστίας και στην εκκλησιαστική ζωή. Είναι παρών στο πρόσωπο του συνανθρώπου μας. Είναι παρών όταν έχουμε αποφασίσει να ζητήσουμε το έλεός Του για να αποτινάξουμε την πνευματική λέπρα που παραμορφώνει το πρόσωπό μας. Την κακία. Την εμπάθεια. Τους λογισμούς που μας ταλαιπωρούν, που μας κάνουν εχθρούς του πλησίον μας. Αλλά και όταν η ζωή μας πηγαίνει όπως θα θέλαμε, δεν βλέπουμε το χέρι και τον λόγο Του πίσω από την πορεία αυτή. Μπορεί να βλέπουμε ότι γιατρευόμαστε ή ότι αντέχουμε στις δυσκολίες μας, αλλά δεν επιστρέφουμε με την καρδιά μας σ’ Αυτόν. Παραμένουμε μακριά Του. Μπορεί να φωνάζουμε, αλλά δεν είμαστε έτοιμοι εν ταπεινώσει να Τον προσκυνήσουμε και να Τον αποδεχθούμε ως τον Θεό μας. Μένουμε στην πρόσκαιρη εμπειρία των αισθήσεων, χωρίς να προσθέτουμε σ’ αυτές την λογική επεξεργασία του «Ποιος και γιατί».
Έχοντας περάσει πλέον οι εορτές των Χριστουγέννων και των Θεοφανείων, καλούμαστε να δούμε και μεις σήμερα πως αντιμετωπίζουμε τις εορτές και τη ζωή της Εκκλησίας. Μήπως μένουμε στην εμπειρία των αισθήσεων, χαιρόμαστε τη γιορτή, την παράδοση, την ομορφιά να μη είμαστε μόνοι μας, το να ακούμε τη φωνή και τον λόγο του Θεού, όμως δεν αφήνουμε τον νου μας να προσθέσει το «Ποιος και γιατί»; Ευχαριστία και πίστη ζητά ο Χριστός, αντί του ελέους Του. Ας Τον ζήσουμε!

Σάββατο 12 Ιανουαρίου 2019

καταντήσωμεν εις άνδρα τέλειον

Είναι γεγονός πως όλοι μας είμαστε ανεκτικότεροι με τους νέους σε ηλικία ανθρώπους. Έχουν πάντοτε μια δικαιολογία για οτιδήποτε κάνουν. Είναι το ανώριμο της ηλικίας. Έτσι, μπορούν να δικαιολογήσουν το ότι βλέπουν το χρόνο με χαλαρότητα, ότι κάνουν λάθη λόγω απειρίας, έχουν και δεύτερη ή τρίτη ευκαιρία. Δυστυχώς, όμως, περνώντας ο καιρός φαίνεται ότι ολοένα και περισσότεροι νέοι σήμερα αργούν να βάλουν τους εαυτούς τους σε σειρά. Να αποφασίσουν ότι ήρθε ο καιρός να πάρουν ώριμες αποφάσεις για την ζωή τους. Να έχουν σταθερή σχέση και να κάνουν οικογένεια. Να μην πορεύονται με κριτήριο μόνο τον εαυτό τους, την αυτάρκεια, την καλοπέραση. Ότι η ζωή έχει νόημα όταν μπορεί κάποιος να δει όλες της τις πτυχές. Να έχει μέτρο στον τρόπο που ζει. Να αισθάνεται την ανάγκη για συνέπεια λόγων και έργων. Να αισθάνεται και ακροατής και όχι μόνο ομιλητής. Νομίζουν ότι όλα είναι ένα παιχνίδι, ένα «και τι έγινε;» .
Έτσι λοιπόν, στο τέλος παραμένουμε ανώριμοι. Παίζουμε με τα πάντα, από τις επιλογές μας στο πολιτικό και επαγγελματικό επίπεδο, μέχρι με την ίδια την ψυχή μας, το συναίσθημά μας, την επαφή μας με τον χρόνο και την πραγματικότητα. Και είναι όλο το σύστημα των καιρών, τέτοιο, ώστε να μας δίνει την αίσθηση ότι μπορούμε να μην ωριμάζουμε, ότι δεν χρειάζεται να γίνουμε υπεύθυνοι, αρκεί να περνούμε καλά. Άλλωστε «μια ζωή την έχουμε», ενώ όσοι θέλουν να μας οδηγήσουν στο να σκεφτούμε διαφορετικά, τι έχουν πετύχει άραγε; Δεν μπορούν να αλλάξουν την δική τους ζωή. Γιατί να ζορίσουμε την δική μας;
«Μέχρι καταντήσωμεν οι πάντες εις την ενότητα της πίστεως και της επιγνώσεως του υιού του Θεού, εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (Εφεσ. 4, 13). «Έτσι θα καταλήξουμε όλοι στην ενότητα που δίνει η πίστη και η βαθιά γνώση του Υιού του Θεού, θα γίνουμε ώριμοι και θα φτάσουμε στην τελειότητα που μέτρο της είναι ο Χριστός», «ίνα μηκέτι ώμεν νήπιοι, κλυδωνιζόμενοι και περιφερόμενοι παντί ανέμω διδασκαλίας, εν τη κυβεία των ανθρώπων, εν πανουργία προς την μεθοδείαν της πλάνης, αληθεύοντες εν αγάπη» (Εφεσ. 4, 14-15), «για να μην είμαστε πια νήπια, να μην κλυδωνιζόμαστε και να μας πηγαίνει πέρα δώθε ο άνεμος κάθε διδασκαλίας, η ανθρώπινη δολιότητα και τα τεχνάσματα που μηχανεύεται η απάτη, όντες αληθινοί με τον τρόπο της αγάπης». Σκοπός της ζωής μας είναι η ωριμότητα και τελειότητα που μέτρο της είναι ο Χριστός. Η τελειότητα της αγάπης. Του μοιράσματος μιας διδασκαλίας και μιας γνώσης που αποσκοπεί στην αφύπνιση του κόσμου και των συνανθρώπων μας. Η εργασία που δεν γίνεται αυτοσκοπός. Η παρηγοριά σε όσους δυσκολεύονται, αλλά και η χαρά μ’ αυτούς που παίρνουν ευλογίες από τον κόπο τους. Η αλήθεια των συναισθημάτων. Η επίγνωση του εαυτού μας. Και η πνευματική θέαση της ζωής. Η υπακοή στο θέλημα του Θεού. Η έξοδος από την θεοποίηση των παθών μας. Η αξιοποίηση του χρόνου με γνώμονα την δημιουργικότητα και τον πλησίον. Η ευθύνη για τους άλλους.
Αυτός είναι λοιπόν ο προορισμός μας: η τελειότητα του Χριστού, η θέωση, η αγιότητα, το άνοιγμα στη αιωνιότητα που μας δόθηκε με την ενανθρώπιση, την βάπτιση, την διδασκαλία, την σταύρωση, την ανάσταση, την ανάληψη, την προσδοκία της δευτέρας παρουσίας. Ο σκοπός είναι υψηλός, δύσκολος, αλλά όχι ακατόρθωτος. Ας αξιοποιήσουμε το χρόνο που μας δίνεται από το Θεό για να επιτύχουμε, να ωριμάσουμε.

Σάββατο 5 Ιανουαρίου 2019

«Ἐγώ χρείαν ἔχω ὑπό σοῦ βαπτισθῆναι, καί σύ ἔρχῃ πρός με;»

«Ἐγώ χρείαν ἔχω ὑπό σοῦ βαπτισθῆναι, καί σύ ἔρχῃ πρός με;» Μτθ γ΄.14
Γιατί ο αναμάρτητος που ήρθε να ελευθερώσει τους ανθρώπους από την αμαρτία, ζήτησε να βαπτισθεί από τον Ιωάννη; Ο Χριστός δεχόμενος το βάπτισμα ταυτίζεται με όλους τους ανθρώπους, με όλους τους αμαρτωλούς ανεξαιρέτως. Με τον καθένα μας. Με κάθε άνθρωπο που επιθυμεί συγχώρεση, σωτηρία και αναγέννηση.
Με το βάπτισμα δείχνει πως δεν ήρθε για να κρίνει ή για να καταδικάσει ή για να θέσει νόμους και κανόνες ως τέλειος άνθρωπος και Θεός, αλλά για να ενωθεί μαζί μας, και να μας κάνει μετόχους της θεότητός Του. Με το βάπτισμα στον Ιορδάνη, ενώνεται με τους αμαρτωλούς γιατί δεν υπάρχει αμαρτία που υπερβαίνει την αγάπη του Θεού για τον καθένα μας. Αργότερα θα ενωθεί με τους ανθρώπους μέχρι και στο θάνατο. Ο Θεός λοιπόν, μας αγαπά και μας προσφέρει την αγάπη Του, ενούμενος μαζί μας.
Δεν νομίζω ότι μπορούμε να φανταστούμε ή να περιγράψουμε το τι έζησε ο Πρόδρομος όταν ακούμπησε το χέρι του στο κεφάλι του Χριστού. Πως είδε τους ουρανούς να ανοίγουν ή πως άκουσε τη φωνή του Θεού – Πατέρα. Σίγουρα ήταν κάτι το μοναδικό, κάτι το φωτεινό, κάτι το χαρούμενο. Ας αναζητήσουμε και μεις το Χριστό μέσα στον αγιασμό των μυστηρίων της Εκκλησίας, ας του επιτρέψουμε να ενωθεί μαζί μας στην εξομολόγηση των αμαρτιών μας και ας τον αγγίξουμε και μεις στην Θεία Ευχαριστία για να ζήσουμε τη Θεοφάνεια που έζησε και ο Πρόδρομος.