Η Εκκλησία μάς προτείνει την απάντηση που περνά από την οδό του Σταυρού. Διότι ο όλος τρόπος ζωής της πίστης στην ουσία είναι ένας Σταυρός τον οποίο καλούμαστε να σηκώσουμε στους ώμους μας. Προέχει στη ζωή μας το θέλημα του Θεού, το θέλημα της αγάπης, της συνάντησης με τον πλησίον, που δεν μπορεί να περιοριστεί μόνο σε μία εξωτερική ή συναισθηματική κοινωνία, αλλά είναι κάλεσμα να σηκώσουμε, όσο περνά από τις δυνάμεις μας, και λίγο από το δικό του φορτίο.
«ένεκεν εμού και του Ευαγγελίου» (Μάρκ. 8, 35). Για πολλά χάνουμε τη ζωή μας. Ίσως για όλα τα προηγούμενα. Μένει περιθώριο να «χάσουμε» χρόνο, δικαιώματα, προσαρμογές στα του κόσμου, ένεκεν του Χριστού και του Ευαγγελίου, ένεκεν της αγάπης, ένεκεν της έγνοιας για τους άλλους, ένεκεν του μοιράσματος των χαρισμάτων μας, ένεκεν της προσδοκίας της αιωνιότητας, ένεκεν της Εκκλησίας; Σηκώνω το σταυρό μου σημαίνει ότι δεν αρκεί να ξέρω ποιος είναι ο Χριστός. Χρειάζεται να χάσω τον εαυτό μου για χάρη Του. Να μην ζω δηλαδή για μένα, αλλά για Εκείνον και για την εικόνα Του που είναι ο άνθρωπος. Χρειάζεται ένα συνεχές πέρασμα από την εσωστρέφεια στην εξωστρέφεια της αγάπης, ακόμη κι αν αυτή είναι δύσκολη. Γιατί οι άλλοι δεν θα ανταποκρίνονται στην δική μου καλή διάθεση. Οι άλλοι θα απορρίπτουν, θα χλευάζουν, θα φορτώνουν σταυρούς. Οι άλλοι θα εκμεταλλεύονται, χωρίς να δίνουν ούτε το στοιχειώδες: την ευγνωμοσύνη. Η εξωστρέφεια είναι πορεία θανάτωσης του εγώ μας, αν θέλουμε να είναι πορεία κατά Χριστόν. Όμως έχει μέσα της την χαρά ότι πορευόμαστε στον δικό Του δρόμο.
Η προσκύνηση του Τιμίου Σταυρού στη μέση της Μεγάλης Τεσσαρακοστής σ’ αυτό αποσκοπεί: στο να μας δείξει ότι Εκείνος είναι δίπλα μας και ότι η Ανάστασή Του θα γίνει και δική μας.