Σάββατο 29 Μαΐου 2021

«Τῇ προθέσει τῆς καρδίας».

 ΤΗ ΠΡΟΘΕΣΕΙ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ ΠΡΟΣΜΕΝΕΙΝ ΤΩ ΚΥΡΙΩ

«Ἑξαπέστειλαν Βαρνάβαν διελθεῖν ἕως Ἀντιοχείας. Ὅς παραγενόμενος καί ἰδών τήν χάριν τοῦ Θεοῦ ἐχάρη, καί παρεκάλει πάντας τῇ προθέσει τῆς καρδίας προσμένειν τῷ Κυρίῳ» (Πράξ. 11, 22-23)

«Η εκκλησία των Ιεροσολύμων έστειλε τον Βαρνάβα να πάει στην Αντιόχεια. Αυτός, όταν έφτασε εκεί και είδε το έργο της χάριτος του Θεού, χάρηκε και τους συμβούλευε όλους να μένουν αφοσιωμένοι στον Κύριο με όλη τους την καρδιά»

             Μία φράση με λεπτές αποχρώσεις καταγράφει το βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων. Ο απόστολος Βαρνάβας αποστέλλεται στην εκκλησία της Αντιόχειας, εκεί όπου οι χριστιανοί αρχίζουν να αυξάνουν και ως προς τον αριθμό και ως προς τον ζήλο, σε μια πόλη που θα μπορούσε κάποιος να την χαρακτηρίσει με σημερινούς όρους ως το Παρίσι της Ανατολής. Δεν ήταν μόνο ο πλούτος. Ήταν το πολιτιστικό επίπεδο, η αρχοντιά και η παιδεία, ένα αίσθημα ανωτερότητας έναντι των άλλων, που την ξεχωρίζει, μια πόλη αριστοκρατική η οποία αρχίζει να νιώθει στα σπλάχνα της τον σπόρο του χριστιανισμού να καρποφορεί. Ο Βαρνάβας συμβουλεύει όλους «τῇ προθέσει τῆς καρδίας» να παραμένουν αφοσιωμένοι στον Χριστό.

«Τῇ προθέσει τῆς καρδίας». Δεν είναι μόνο ο ζήλος, η αφοσίωση της καρδιάς που γίνεται ζητούμενο σε μία πίστη, σ’ ένα έργο, σε έναν αγώνα, σε μία σχέση. Είναι και η πρόθεση της  καρδιάς. Ο σκοπός της. Το μικρό ίχνος από το οποίο ξεκινά η γέννα του συναισθήματος, της ιδέας, της επιθυμίας, της απόφασης. Είναι το αφανές, που κάποτε δεν το συνειδητοποιούμε ούτε οι ίδιοι ότι μας ωθεί να σκεφτούμε, να επιθυμήσουμε, να πράξουμε. Είναι το κατά βάθος μας. Και είναι τόσο σημαντικό. Η πρόθεση της καρδιάς είναι η αλήθεια μας. Είναι ό,τι μας παροτρύνει. Συνήθως σκεπάζουμε αυτή την αφετηρία. Την ωραιοποιούμε, τη βαφτίζουμε, την ταυτίζουμε με άλλες προθέσεις. Θέλουμε το καλό του άλλου, θέλουμε το καλό το δικό μας. Συχνά κρύβεται η ιδιοτέλεια, η οποία είναι η πρώτη σκέψη μας. Ο εγκλωβισμός στο ατομικό καλό, το οποίο προηγείται. Κάποτε κρύβεται η επιβίωσή μας. Κάποτε η δόξα μας. Και μεταμορφώνεται η ιδιοτέλεια σε έγνοια για το σύνολο, σε μία «δήθεν» νοοτροπία. Και γίνεται στάση ζωής, με την οποία προσπαθούμε να ξεγελάσουμε τόσο τον εαυτό μας όσο, κυρίως, τους άλλους ότι έχουμε καλές προθέσεις. Τι και ποιον αγαπούμε; Εκεί είναι η απάντηση της καρδιάς.

 «Τῇ προθέσει τῆς καρδίας». Η πρώτη-πρώτη σκέψη μας αποτυπώνει τον χαρακτήρα μας. Το ποιοι είμαστε. Την παιδεία μας. Κάποτε τις φιλοδοξίες μας. Το αν η αγάπη είναι το κίνητρό μας. Είναι αποτύπωση της ελευθερίας μας έναντι του Θεού και έναντι του κόσμου και του πλησίον. Είναι η επιλογή του καλού ή του κακού. Είναι η ποιότητα της συνείδησής μας. Είναι το νόημα ζωής που έχουμε. Κι αυτό υφίσταται εξ άκρας συλλήψεως. Από τα γονίδια μας, αλλά και από τον τρόπο  που ο ομφάλιος λώρος μας μάς ταΐζει τροφή και νοήματα, συναισθήματα και ήχους, αξίες και όνειρα. Είναι η μάνα και ο πατέρας μας που μας αφήνουν το στίγμα τους. Αλλά είναι και το τι θα προσθέσουμε. Πώς θα διαμορφώσουμε σταδιακά αυτό το ίχνος της καρδιάς μας. Αν αρχίσουμε να ακούμε το τραγούδι του Θεού εντός μας και κάνουμε τη βούλησή μας, το θέλημά μας όχι «γνωμικό», αλλά «φυσικό». Γνωμικό είναι το θέλημα στο οποίο το εγώ προΐσταται. Φυσικό είναι το θέλημα στο οποίο η αγάπη που μας εμφύτευσε ο Θεός κάνει το εγώ να σέβεται, να παραμερίζει ως προτεραιότητα, να οικειοποιείται, να χαίρεται.

 

«Τῇ προθέσει τῆς καρδίας». Την διαμορφώνουν τα πάθη μας. Ό,τι ριζώνει στην καρδιά μας και γίνεται ιδιοτέλεια. Γίνεται συμφέρον. Γίνεται φιλοδοξία. Φιλαυτία. Φιληδονία. Γίνεται επιβίωση και φόβος για τον πλησίον. Γίνεται αίσθημα μηδενισμού της ύπαρξης μετά θάνατον και απόφαση ότι επειδή «μια ζωή την έχουμε», πρέπει εδώ και τώρα» όλα να γίνουν δικά μας. Και τότε η γνώμη γίνεται η μόνη αλήθεια. Και η φυσική μας στροφή προς τον Θεό, το θέλημά Του που είναι εγγεγραμμένο στις καρδιές μας, παύει να έχει αξία, διότι το ταυτίζουμε με την απουσία της ευχαρίστησης. Ενώ η σχέση με τον Θεό, κάποτε σταυρωμένη, κάποτε αναστημένη, είναι πεπληρωμένη χαράς, εμείς απαιτούμε το άμεσο, το στιγμιαίο, το δεδομένο της σκέψης και της επιθυμίας μας. Δεν αφήνουμε τον χρόνο στην εμπιστοσύνη της πίστης, αλλά τα θέλουμε δικά μας όλα, να τα ελέγχουμε και να τα διαμορφώνουμε. Δεν είναι το πρόβλημα το να αγωνιζόμαστε για ό,τι ονειρευόμαστε. Είναι η απαίτηση ότι όλοι μας χρωστούνε, ακόμη κι ο Θεός ο ίδιος,  και ότι ο κόσμος πλάστηκε μόνο για μας. Το ίδιο και οι άλλοι.

«Τῇ προθέσει τῆς καρδίας». Είναι μυστήριο η καρδιά. Το μυστήριο υπερβαίνει την εκλογίκευσή του. Την αισθησιοκρατία. Τις αποδείξεις. Θα αρκούσε ο σεβασμός στην εμπειρία της συγχώρησης, στην άρνηση της δικαίωσης που πολλοί άνθρωποι έχουν επιδείξει στους αιώνες. Ο σεβασμός στην απόφαση για νηστεία. Για αφιέρωση στον Θεό και υπέρβαση της σάρκας. Ο σεβασμός στην ελευθερία. Στην αγάπη που δεν λογαριάζει συμφέρον. Όλα αυτά τα βιώματα της χριστιανικής πίστης, τα βιώματα των Αγίων αποκαλύπτουν προθέσεις καρδιάς που παλεύει να μη νικηθεί από τη εγωτική ιδιοτέλεια. Από τον πειρασμό είτε του πονηρού είτε των άλλων που σπρώχνουν στα πάθη ως ευχαρίστηση. Αποκαλύπτουν καρδιές που προτίμησαν να παραιτηθούν και από την ίδια την ζωή, αποδεχόμενες το μαρτύριο, τόσο του αίματος όσο και της συνειδήσεως, για να μας αφήσουν παρακαταθήκη το Ευαγγέλιο της αγάπης και της αλήθειας.

«Τῇ προθέσει τῆς καρδίας». Σε έναν κόσμο που βλέπει μόνο το προφανές, ας παλέψουμε να δούμε το ίχνος του αληθινού εαυτού μας στην καρδιά μας. Τον θησαυρό μας. Και αν θέλουμε να πιστεύουμε, ας διαλέξουμε την προσμονή του Χριστού με όλες μας τις δυνάμεις. Μπορεί να είναι κάποτε φτωχές και ανεπαρκείς. Εκείνος όμως στηρίζει τους ταπεινούς. Τους έχοντας την ελπίδα στο πρόσωπό Του. Αυτούς που μέσα στην Εκκλησία γνωρίζουν να αντέχουν και παρακαλούν γι’ αυτά που δεν μπορούν. Κάποτε για όλα, διότι νιώθουμε την ανεπάρκειά μας.

Κύριε, δος μας το ίχνος της καρδιάς μας να ξεκινά από αγάπη για Σένα, για τον άλλον. Να ξεκινά από την πίστη στην Ανάσταση.  Και κάθε σκέψη, έργο, συναίσθημα, επιθυμία να αγιάζονται με την προσμονή Σου!

Χριστός Ανέστη!

                                                                        π. Θεμιστοκλής  Μουρτζανός

Το μυστήριο της Όγδοης Ημέρας!

 

Το μυστήριο της Όγδοης Ημέρας!

Αν η πίστη είναι δυναμική γνώση και όχι ιδεολογική βεβαιότητα, αν είναι προσωπική εμπειρία και όχι θεωρητική πεποίθηση, τότε η αντικειμενική διάκριση ανάμεσα σε πιστούς και άπιστους είναι συχνά σχετική˙ υπάρχουν άνθρωποι που αντιστέκονται στην πίστη τους και άνθρωποι που αντιστέκονται στην απιστία τους. Γι' αυτούς τους δεύτερους, η νύχτα της Ανάστασης είναι το ισχυρότερο αντίδοτο στην ολιγοπιστία, τη θρεμμένη συνήθως με αμφιβολία, ραθυμία ή απογοήτευση.

Μιλάω συγκεκριμένα για τον όρθρο του Πάσχα στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Είναι ένα μέτρο ζωής πραγματικά μοναδικό, η πιο προσιτή ίσως φανέρωση της χαράς και της βεβαιότητας της σωτηρίας. Πέρα από το σκεπτικισμό, την αμφιβολία ή την αμφισβήτηση, οι στιγμές αυτής της νύχτας είναι μια άμεση πρόσκληση στο πανηγύρι της πίστης, μέσα από μια χαρά ανεξήγητη στους ολιγόπιστους, κι ωστόσο αισθητή ακόμα και με το σώμα. Στις λίγες αυτές στιγμές κάθε χρόνο, αξιωνόμαστε ο καθένας μια προσέγγιση -διαφοροποιημένη από την απλή συγκινησιακή ευφορία ως την πραγματική αποκάλυψη-του έσχατου «τέλους» της Εκκλησίας, που είναι ο ερωτικός χρόνος της Όγδοης Ημέρας.

………………………………………………………………………………

Όντας ο χρόνος της αγαπητικής κοινωνίας η Όγδοη Ημέρα, είναι και η πραγματικότητα ενός σώματος κοινωνίας, είναι το αναστημένο σώμα του Χριστού, το «θνητόν» ντυμένο «αφθαρσίας ευπρέπειαν». Αυτή η σύναξη της χαράς στον πασχάλιο όρθρο, η Εκκλησία στις διαστάσεις της Βασιλείας, είναι σώμα Του, είμαστε δικοί Του. Μετέχουμε όλοι στο πανηγύρι αυτό της κατάργησης του θανάτου, στην πραγματικότητα του αναστημένου αυτού σώματος, της άφθαρτης αυτής κοινωνίας. Μόνο εκούσια μπορεί να αποκλείσει κανείς τον εαυτό του από το Νυμφώνα. Άλλοι λόγοι και αιτίες αποκλεισμού δεν υπάρχουν. Ο Χριστός «συνανέστησε παγγενῆ τόν Ἀδάμ, ἀναστάς ἐκ τοῦ τάφου» - όλο το γένος, τον κάθε άνθρωπο. Μέτοχοι όλοι στο Δείπνο της Βασιλείας, όλοι δεκτοί, πέρα από κάθε ηθική και αξιολογική διαβάθμιση. Εγκρατείς και ράθυμοι, εργάτες της πρώτης και εργάτες της ενδέκατης ώρας, αμαρτωλοί και ενάρετοι. Αρκεί να προσέλθουμε στο πανηγύρι της πίστης, να πούμε «ναι» στη συντελεσμένη πρόσληψή μας από τον Θεό, να μπολιαστούμε στο αναστημένο Σώμα. Μοναδικό κριτήριο και προϋπόθεση για την ενσωμάτωσή μας είναι η αγάπη αναστημένη από το θάνατο της ατομικής αυτάρκειας, η ενεργοποιημένη κατάφαση στον μανικό έρωτα του Θεού για τον άνθρωπο. Η δική Του χρηστότητα δεν αποβάλλει κανέναν. Ληστές και τελώνες, πόρνες και άσωτοι, μαζί με τους ασκητές και τους όσιους, όλοι μεταμορφώνονται σε μεγέθη φανερώσεως της αγάπης του Θεού.

Αυτή η λαμπροφόρα νύχτα της Αναστάσεως, είναι, πραγματικά, η εναργέστερη υποτύπωση του μυστηρίου της Όγδοης Ημέρας, της πραγματικότητας των «εσχάτων». Γι' αυτό και είναι νύχτα χαράς, αλλά και νύχτα κρίσεως. Δεν είναι ο Θεός ο κριτής, παρά μόνο ως μέτρο αγάπης και φιλανθρωπίας˙ ο άνθρωπος είναι που κρίνεται από μόνος του, ελεύθερα αποδεχόμενος ή απορρίπτοντας τη θεία αγάπη, προσχωρώντας στη χαρά της κοινωνίας των άγιων ή προτιμώντας την κόλαση της ατομικής μοναξιάς. Η κρίση συντελείται στα όρια της ελευθερίας του ανθρώπου και όχι με τα μέτρα μιας δικανικής «δικαιοσύνης» του Θεού. Το φώς της Αναστάσεως διαλύει τα ανθρώπινα δικανικά σχήματα, το φόβο της αντικειμενικής «κρίσεως», το σκοτάδι του θανάτου, την άβυσσο της εξωτερικά επιβαλλόμενης κόλασης. «Καί πῶς ὀνομάζεις τόν Θεόν δίκαιον, λέει ένας από τους εκπληκτικότερους μάρτυρες της Αναστάσεως, ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος, ποῦ ἐστιν ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ; ...Ἀντί τῆς ἀνταποδόσεως τῆς δικαίας, αὐτός ἀνάστασιν ἀνταποδίδωσι τοῖς ἁμαρτωλοῖς˙ καί ἀντί τῶν σωμάτων τῶν καταπατησάντων τόν νόμον αὐτοῦ, ἀφθαρσίας δόξαν τελείαν ἐνδύει αυτούς... Μή καλέσης τόν Θεόν δίκαιον, ὃτι ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ οὐ γνωρίζεται ἐν τοῖς πράγμασί σου... Ἀγαθός ἐστι, φησί, τοῖς πονηροῖς καί ἀσεβέσι».

Στις διαστάσεις της Όγδοης Ημέρας η δικαιοσύνη μεταμορφώνεται σε αγάπη, σε παραφορά ερωτικής αγαθότητας, σε αναίρεση της αμαρτίας και του θανάτου, αλλά και σε ταυτόχρονο σεβασμό της ελευθερίας του ανθρώπινου προσώπου. Στο χώρο των «εσχάτων», λέει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, φανερώνεται η πραγματικότητα της Αναστάσεως, η ένωση του Θεού με όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους. Αλλά αυτή η ένωση, ενώ θα καταργεί τη φυσική απόσταση του ανθρώπου από τον Θεό, δεν θα παραβιάζει την ελευθερία του κάθε προσώπου έτσι, για τους «αξίους», όπως λέει ο Μάξιμος, όσους δέχονται την αγάπη του Θεού, η ένωση μαζί Του θα είναι «θεία και ανεννόητος ηδονή», ενώ για τους «αναξίους», αυτούς που έχουν αρνηθεί τη δυνατότητα της αγάπης, θα είναι «ανεκλάλητος οδύνη». Όχι λοιπόν η νομική παράβαση, η αποτυχία και αδυναμία του ανθρώπου, αλλά μονάχα η ελευθερία, ως άρνηση της αγάπης, είναι ποιητική κολάσεως. Άλλη ποιότητα ζωής δεν υπάρχει στην Όγδοη Ημέρα: η αγάπη κρίνει, η αγάπη δικαιώνει. «Τά πάντα καί ἐν πᾶσι» είναι φανέρωση του αδιάστατου χρόνου της αγαπητικής κοινωνίας ανθρώπου και Θεού.

Η χαρά του πασχάλιου όρθρου είναι εμπειρική πρόγευση αυτών των άρρητων πραγματικοτήτων. Ο χώρος της Βασιλείας, η ζωή της   Όγδοης   Ημέρας,    φανερώνεται   ως   κοινή     δυνατότητα, βεβαιότητα ελπίδας για κάθε άνθρωπο. Η Εκκλησία λέει, «εἰσέλθετε πάντες» στη χαρά του κόσμου, στη χαρά του Κυρίου. Αυτός «δέχεται τόν ἒσχατον καθάπερ καί τόν πρῶτον... καί τόν ὓστερον ἐλεεῖ καί τόν πρῶτον θεραπεύει˙ κἀκείνῳ δίδωσι καί τούτῳ χαρίζεται˙ καί τά ἒργα δέχεται καί τήν γνώμην ἀσπάζεται˙ καί τήν πρᾶξιν τιμᾷ καί τήν πρόθεσιν ἐπαινεῖ. Οὐκοῦν, εἰσέλθετε πάντες...».

9.4.1972

Από το βιβλίο: Χρήστος Γιανναράς, Εορτολογικά παλινωδούμενα, Εκδόσεις Ακρίτας

Λίγα λόγια για το θέμα του μήνα.

Η εορτή της Αναστάσεως του Χριστού είναι η κορυφαία εορτή της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αφού με την ανάσταση του Χριστού επιβεβαιώνεται η ανάσταση του κάθε ανθρώπου και του δίνεται η δυνατότητα να συμμετέχει στην αιώνια δόξα του Θεού.

Ζούμε στην περίοδο της έβδομης ημέρας της Δημιουργίας και αναμένουμε την ημέρα της Δευτέρας Παρουσίας του Θεού, οπότε και θα ξεκινήσει η Όγδοη Ημέρα, δηλαδή η αιώνια βασιλεία του Θεού.

Έτσι λοιπόν, κάθε χρόνο, την ημέρα της Αναστάσεως, στην Πασχαλινή ακολουθία του όρθρου και της Θείας Λειτουργίας, ζούμε την πρόγευση της αιωνίου αναστάσεως. Ζούμε τη χαρά της Αναστάσεως του Χριστού και βεβαιωνόμαστε για τη δική μας Ανάσταση, νοιώθουμε τον νικητή του θανάτου ανάμεσά μας και ξέρουμε ότι μπορούμε να υπερβούμε τη φθορά, κρατάμε στις λαμπάδες μας το Άγιο Φως που διαλύει το πνευματικό σκοτάδι της αμαρτίας,  ζούμε την αγαπητική παρουσία των συνανθρώπων μας και ανοιγόμαστε συγχωρητικά κι εμείς σε αυτούς, ασπαζόμαστε το Ιερό Ευαγγέλιο δεχόμενοι το σωτηριώδες άγγελμα του Θεού παραιτούμενοι της εγωιστικής διάθεσης αυτό-σωτηρίας, κοινωνούμε το αναστημένο Σώμα και Αίμα του Χριστού ποθώντας την αιώνια ένωση και κοινωνία μαζί Του.    

Κάθε Θεία Λειτουργία είναι προεικόνιση της Βασιλείας του Θεού, αλλά εξαιρετικά το βράδυ της Αναστάσεως όλη η ιερή ακολουθία είναι πρόγευση του Παραδείσου! Τι κι αν το Πάσχα πέρασε! Τι κι αν ξέρουμε πως κάποιοι δεν θα εορτάσουμε άλλο επίγειο Πάσχα. Έχουμε τη βεβαιότητα ότι οι πύλες του Παραδείσου είναι ανοιχτές και το αιώνιο Πάσχα μάς περιμένει όλους! Ο τρόπος εισόδου γνωστός!  ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!

Σάββατο 22 Μαΐου 2021

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΙΕΡΩΝ ΑΚΟΛΟΥΘΙΩΝ

 

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ! -  ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ!

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΙΕΡΩΝ ΑΚΟΛΟΥΘΙΩΝ

Δευτέρα 24 – Κυριακή 30 Μαΐου 2021

Τετάρτη 26 Μαΐου 2021 (Μεσοπεντηκοστής):

7.30 – 9.45 π.μ. Όρθρος και Θεία Λειτουργία

 

Σάββατο 29 Μαΐου 2021:

7.30 – 9.30 π.μ. Όρθρος και Θεία Λειτουργία

6.30 μ.μ. ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ

 

Κυριακή 30 Μαΐου 2021 (Σαμαρείτιδος):

7.00 – 10.00 π.μ. Όρθρος και Θεία Λειτουργία


E Στις ιερές ακολουθίες επιτρέπεται η συμμετοχή πιστών με βάση τα τετραγωνικά (1 πιστός ανά 25τ.μ. σε κλειστό χώρο και 1 πιστός ανά 10 τ.μ. σε ανοιχτό χώρο) και με όλα τα γνωστά υγειονομικά μέτρα πρόληψης, αποστάσεις, κάλυπτρα μύτης-στόματος, κλπ. ΦΕΚ. Β΄ 1944/13-5-2021

E Για ό,τι άλλο συνεννοείστε με τον Ιερέα.

Η Εκκλησία είναι σώμα που ελπίζει, πιστεύει και κοινωνεί.

 

«Καί εἶπεν αὐτῷ ὁ Πέτρος: Αἰνέα, ἰᾶται σε Ἰησοῦς ὁ Χριστός. Ἀνάστηθι καί στρῶσον σεαυτῷ. Καί εὐθέως ἀνέστη. Καί εἶδον αὐτόν πάντες οἱ κατοικοῦντες Λύδδαν καί Σάρωνα, οἵτινες ἐπέστρεψαν ἐπί τόν Κύριον» (Πράξ. 9, 34-35)

«Ο Πέτρος του είπε: Αινέα, σε γιατρεύει ο Ιησούς Χριστός. Σήκω και στρώσε το κρεβάτι σου. Κι αυτός αμέσως σηκώθηκε. Όλοι όσοι κατοικούσαν στη Λύδδα καί στο Σάρωνα τον είδαν και δέχτηκαν τον Ιησού για Κύριό τους».

                       Γιατί οι άνθρωποι ζητάμε θαύματα στη ζωή μας για να πιστέψουμε; Είναι μόνο η επίδραση της λογικής που μας κάνει να αμφισβητούμε αυτό που κατά βάθος γνωρίζουμε ότι είναι αληθινό, δηλαδή η παρουσία του Θεού, η πίεση που το περιβάλλον μάς προκαλεί, ιδίως αυτοί που εμπιστευόμαστε και μας επηρεάζουν ή ένα αίσθημα ότι πρέπει να ζήσουμε κι εμείς την εμπειρία της απόδειξης και δεν μας αρκεί η εμπειρία όσων ανά τους αιώνες έζησαν το θαύμα της πίστης είτε εξ αρχής όντας κοντά στον Χριστό είτε ως συνεχιστές τους;

            Στην αναστάσιμη περίοδο διαβάζουμε αποσπάσματα από το βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων. Σε ένα από αυτά, ο απόστολος Πέτρος ανασταίνει δύο ανθρώπους: τον ένα από την υποχρεωτική επί οκτώ χρόνια παράλυση που έκανε το κρεβάτι του ένα είδος τάφου,  και τον άλλον, μια γυναίκα που έκανε πολλές αγαθοεργίες στους χριστιανούς της Ιόππης, και που πέθανε από κάποια ξαφνική ασθένεια. Η μία ανάσταση ήταν από την ασθένεια. Η άλλη από τον θάνατο. Και στις δύο περιπτώσεις οι άνθρωποι που έζησαν το θαύμα ανταποκρίθηκαν σ’ αυτό και δέχτηκαν τον Χριστό ως Κύριό τους. Πίστεψαν δηλαδή. Δεν ήταν μόνο το μέγεθος του θαύματος. Ήταν το γεγονός ότι αυτός που έκανε το θαύμα δεν το έκανε με την δική του δύναμη, αλλά διά της δικής του πίστης στον Χριστό. Δεν πίστεψαν στον Πέτρο, αλλά στον Χριστό διά του Πέτρου. Ἐζησαν την εμπειρία  το θαύμα που έγινε στους συνανθρώπους τους να τους αγγίξει και τους ίδιους. Κατενόησαν όμως πως η αλήθεια δεν βρίσκεται μόνο στην εμπειρία, αλλά στο πρόσωπο που αποκαλύπτεται δι’ αυτής: τον Ιησού Χριστό ως Θεό. Και τα δύο θαύματα αυξάνουν τον αριθμό των ανθρώπων που μετέχουν πλέον στην εκκλησιαστική κοινότητα. Δεν είναι ενέργειες ενός θαυματοποιού που καλεί σε δόξα του εαυτού του. Είναι ενέργειες εκείνου που έχει ζήσει τον Θεό και μεταδίδει και διά του λόγου και διά του θαύματος την εμπειρία της κοινωνίας μαζί του.

            Τρία λοιπόν είναι ουσιαστικά τα θαύματα που αποτυπώνονται. Το ένα της υγείας. Το άλλο της ζωής. Το τρίτο της κοινωνίας. Η υγεία είναι πολύτιμη για τον άνθρωπο. Ο κλονισμός ή η απουσία της είναι μεγάλη δοκιμασία. Ωστόσο η ύπαρξη υγείας αλλά και η ασθένεια κρύβουν μέσα τους μία ελπίδα. Αυτή της διατήρησης ή της αλλαγής. Ότι η υγεία θα διατηρηθεί ή ότι θα επανέλθει, είτε διά της ιατρικής, είτε διά της κράσης του ανθρώπου είτε δια του θαύματος. Ο άρρωστος διατηρεί μέσα του την ελπίδα ότι θα ξαναγίνει υγιής. Ο θάνατος όμως συνεπάγεται την απώλεια κάθε ελπίδας. Όχι μόνο ο κεκοιμημένος αλλά και οι δικοί του άνθρωποι μπροστά στον θάνατο αισθάνονται εντελώς ανίσχυροι και παύουν πλέον να ελπίζουν, εφόσον ο θάνατος είναι ένα γεγονός που δεν έχει επιστροφή.

Ο Πέτρος, με τα δύο θαύματα που κάνει στο όνομα του Χριστού, αποκαθιστά την ελπίδα ως δώρο του Θεού. Δίνει στον Αινέα την αποκατάσταση της υγείας του, εκπληρώνοντας αυτό που ήλπιζε, ακόμη κι αν δεν φαινόταν εφικτό. Τον κάνει να σηκώνεται και να στρώνει το κρεβάτι του. Να βάζει ουσιαστικά σε σειρά τον ίδιο του τον εαυτό, αφού ξαναβρίσκει την ελπίδα ότι ο Θεός υπάρχει και δεν τον ξέχασε. Και όχι μόνο την στιγμή εκείνη. Σε όποια δοκιμασία της ζωής του εφεξής θα νιώθει τον Θεό παρόντα. Δίνει στην Ταβιθά την ζωή και σε όσους την αγαπούσαν την χαρά η ελπίδα  να ξαναβρίσκει θέση στη ζωή τους. Διότι η ανάσταση της Ταβιθάς είναι σημείο ότι ο θάνατος τελικά δε κυριεύει την ζωή μας, αλλά η πίστη τον νικά, είτε με την ανάσταση του θαύματος είτε με την ανάσταση των νεκρών.

            Το τρίτο θαύμα είναι αυτό της κοινωνίας των προσώπων, που βιώνεται στην Εκκλησία. Κι ο Αινέας και η Ταβιθά είναι μέλη της τοπικής Εκκλησίας και τα θαύματα βιώνονται από όλους τους υπόλοιπους πιστούς. Η Εκκλησία είναι το σώμα του Χριστού, είναι η κοινωνία αυτών που ελπίζουν, αλλά και αυτών που πιστεύουν. Ελπίζουν στον Χριστό ως Νικητή του θανάτου ότι θα μας δώσει αυτό που μας λείπει στην παρουσία ζωή, στην καθημερινότητά μας, άλλοτε την υγεία, άλλοτε την πρόοδο, άλλοτε την δύναμη να αντέξουμε τις δοκιμασίες. Πιστεύουν στον Χριστό ότι τον τελικό λόγο τον έχει Εκείνος και όσοι Τον ακολουθούν, ακόμη και για τον έσχατο εχθρό της ύπαρξής μας, τον θάνατο.

            Η Εκκλησία δεν είναι σώμα θεωρητικολογούντων. Είναι σώμα που ελπίζει, πιστεύει και κοινωνεί. Και τα τρία θαύματα έχουν να κάνουν με τον Χριστό. Όσοι δεν ζούνε αυτά τα σημεία δεν μπορούν να κατανοήσουν την χάρη που λαμβάνουμε όσοι είμαστε εντός του σώματος του Χριστού με την καρδιά μας.  Και αυτό το σώμα χτίζει άλλον τρόπο θέασης των ανθρώπινων σχέσεων. δεν είναι η ζωή, η καθημερινότητα, οι στόχοι και τα όνειρα του κόσμου τούτου που μας φέρνουν τον έναν δίπλα στον άλλον. Είναι η παρουσία του Χριστού στις καρδιές μας. Όσοι συζητούν για τα μυστήρια της Εκκλησίας, για τον τρόπο που η Εκκλησία δρα, αν δεν έχουν την πίστη που γίνεται σχέση με τον Χριστό, δεν μπορούν να κατανοήσουν γιατί θέλουμε να είμαστε υγιείς πνευματικά πρώτα, γιατί ελπίζουμε στον Χριστό, γιατί κοινωνούμε ο ένας με τον άλλον και με τον Χριστό. «Έρχου και ίδε» μας καλεί η πίστη μας, ιδίως αυτό το διάστημα. Και η εμπειρία μάς αναπαύει όταν το εγώ μας δεν απαιτεί, αλλά συγκαταβαίνει και αφήνεται στο θαύμα του Χριστού. Όταν ο Χριστός είναι η ελπίδα μας. Όταν είμαστε αποφασισμένοι να συμμαζέψουμε τον εαυτό μας! Όταν νιώσουμε ότι ο Χριστός μας λείπει και Τον αναζητήσουμε με όλες μας τις δυνάμεις!              Χριστός Ανέστη!

                                                                                                                                                                                π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός -  Κέρκυρα

Σάββατο 15 Μαΐου 2021

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΙΕΡΩΝ ΑΚΟΛΟΥΘΙΩΝ

 

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ! -  ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ!

Δευτέρα 17 – Κυριακή 23 Μαΐου 2021

 Παρασκευή 21 Μαΐου 2021 (Αγίων Κων/νου & Ελένης):

7.30 – 9.45 π.μ. Όρθρος και Θεία Λειτουργία

Σάββατο 22 Μαΐου 2021:

7.30 – 9.30 π.μ. Όρθρος και Θεία Λειτουργία

6.30 μ.μ. ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ

Κυριακή 23 Μαΐου 2021 (Παραλύτου):

7.30 – 10.30 π.μ. Όρθρος και Θεία Λειτουργία

E Στις ιερές ακολουθίες επιτρέπεται η συμμετοχή πιστών με βάση τα τετραγωνικά (1 πιστός ανά 25τ.μ. σε κλειστό χώρο και 1 πιστός ανά 10 τ.μ. σε ανοιχτό χώρο) και με όλα τα γνωστά υγειονομικά μέτρα πρόληψης, αποστάσεις, κάλυπτρα μύτης-στόματος, κλπ. ΦΕΚ. Β΄ 1944/13-5-2021

E Για ό,τι άλλο συνεννοείστε με τον Ιερέα.

 


ΚΑΙ ΗΡΕΣΕΝ Ο ΛΟΓΟΣ ΕΝΩΠΙΟΝ ΠΑΝΤΟΣ ΤΟΥ ΠΛΗΘΟΥΣ

 

«’Επισκέψασθε οὖν,ἀδελφοί, ἄνδρας ἐξ ὑμῶν μαρτυρουμένους ἑπτά, πλήρεις Πνεύματος Ἁγίου καί σοφίας, οὕς καταστήσομεν ἐπί τῆς χρείας ταύτης (τῆς καθημερινῆς διακονίας). Ἡμεῖς δέ τῇ προσευχῇ καί τῇ διακονίᾳ τοῦ λόγου προσκαρτερήσομεν. Καί ἤρεσεν ὁ λόγος ἐνώπιον παντός τοῦ  πλήθους» (Πράξ. 6, 4-5)

«Φροντίστε, λοιπόν, αδελφοί, να εκλέξετε απ’ ανάμεσά σας εφτά άντρες με καλή φήμη, γεμάτους από τη σοφία του Αγίου Πνεύματος. Θα ορίσουμε αυτούς να κάνουν αυτό το έργο, κι εμείς θα αφιερωθούμε αποκλειστικά στην προσευχή και στο έργο του κηρύγματος. Μ’ αυτά τα λόγια συμφώνησε όλη η κοινότητα»

 

            Ο ρόλος του λαϊκού στοιχείου στην ζωή της Εκκλησίας είναι ένα ζήτημα που δεν μας έχει απασχολήσει όσο θα έπρεπε. Στην εκκλησιαστική πράξη υπάρχει ένας σαφής, κάποτε και μονοδιάστατος κληρικαλισμός. Αυτό φάνηκε ιδιαίτερα το τελευταίο διάστημα της μεγάλης κρίσης, με την απόφαση της πολιτείας, στην οποία συμφώνησε η Σύνοδος της Εκκλησίας, οι θείες λειτουργίες και οι ιερές ακολουθίες να τελούνται χωρίς την συμμετοχή των ενοριτών, αλλά μόνο με την εκπροσώπησή τους από τον ιεροψάλτη, τον επίτροπο, τον νεωκόρο του ναού, δηλαδή από εκείνους που οι επίσκοποι και ιερείς έχουν επιλέξει ως συνεργάτες τους στο ενοριακό έργο. Βεβαίως, οι συνθήκες δεν επέτρεπαν κάτι διαφορετικό. Το να μη λειτουργήσουν καθόλου οι ναοί θα δήλωνε την απόλυτη τιμωρία και των ιερέων και των πιστών η Εκκλησία να στερεί έστω και την μετοχή των ολίγων στην ζωή της, ένα βαρύτατο επιτίμιο το οποίο θα είχε όμως νόημα μόνο σε περίπτωση που κάποιος προφήτης, όπως ο Ιωνάς, είχε επισκεφθεί τον κόσμο και έχοντας την φωνή του Θεού εντός του, θα διακήρυττε την ανάγκη της παγκόσμια Νινευΐ να μετανοήσει διότι αλλιώς την περίμενε η οργή του Θεού. Και πάλι όμως, η μετάνοια δια της προσευχής και της θείας λειτουργίας θα έπρεπε να καταδειχθεί, εκτός της νηστείας και της συντριβής.

            Η αποστολική παράδοση, στοιχεία της οποίας η Εκκλησία έχει επιλέξει να διαβάζονται κατά την πασχάλια περίοδο καθημερινά μέσα από το βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων,  επισημαίνει μία μεγάλη αλήθεια. Όταν διεφάνη ότι το ήθος και η εμπειρία της κοινοκτημοσύνης στην πρώτη Εκκλησία δεν μπορούσε ούτε να ισχύσει, αλλά ούτε και να λύσει τα προβλήματα της φτώχειας, της  απουσίας ενότητας, της έξαρσης του εθνικιστικού-τοπικού στοιχείου (ο άνθρωπος είναι ατομική οντότητα και στην καλύτερη των περιπτώσεων κοιτάζει αυτούς που αισθάνονται δικοί του, θρησκευτικά και εθνικά, το αίσθημα συλλογικότητας δεν γίνεται παγκόσμιο, οικουμενικό), οι απόστολοι έκαναν κάτι που υπερέβαινε την μέχρι τότε εκκλησιαστική εμπειρία. Ενώ αρχικά ο λαός με αυθορμητισμό ζούσε την παρουσία του Χριστού και εξέφραζε την αγάπη διά της ενότητας στην θεία ευχαριστία και την κοινοκτημοσύνη, χωρίς να χρειάζεται να υπάρξει μία άλλου είδους οργάνωση της εκκλησιαστικής ζωής, οι απόστολοι, διαβλέποντας την κρίση, κάνουν συνέλευση των πιστών, οι οποίοι ονομάζονται με την λέξη «πλήθος». Οι απόστολοι συγκεντρώνουν τους πιστούς, τους ενημερώνουν για το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν, που είναι διοικητικό μεν, αλλά στη ουσία έχει να κάνει με τη ανθρώπινη κατάσταση, άμεσα ή έμμεσα να προτάσσονται συμφέροντα, τα οποία γεννούν αδικίες και μεμψιμοιρίες και γογγυσμούς, και ζητούν από τον λαό να εκλέξει επτά διακόνους που θα αναλάβουν τη ν αντιμετώπιση των προβλημάτων της καθημερινότητας, για να επαναφέρουν την ισορροπία και να σταματήσει η αδικία. Οι απόστολοι θα αφιερωθούν αποκλειστικά στην προσευχή, δηλαδή στην τέλεση της θείας λειτουργίας, και στο κήρυγμα, δηλαδή στην διακονία του λόγου. Τα υπόλοιπα είναι υπόθεση των διακόνων, οι οποίοι αρχικά είχαν ως έργο τους την δικαιοσύνη στην οργάνωση της κοινότητας. Οι διάκονοι εκλέχτηκαν από το «πλήθος». Δεν διορίστηκαν από τους αποστόλους. Οι απόστολοι υπάκουσαν στην απόφαση του λαού και χειροτόνησαν, έβαλαν δηλαδή τα χέρια τους επάνω στους επτά διακόνους, και ζήτησαν την χάρη του Αγίου Πνεύματος, εγκαινιάζοντας την χειροτονία των ιερέων, οι οποίοι εκλέγονταν από τον λαό και ήταν άνθρωποι που είχαν την συμμαρτυρία, δηλαδή την έγκριση του λαού ότι αγαπούσαν τον Θεό και ήταν γεμάτοι από τη σοφία του Αγίου Πνεύματος.

            «΄Ηρεσεν ο λόγος ενώπιον παντός του πλήθους». Οι απόστολοι τιμούν τον λαό που απαρτίζει την εκκλησιαστική κοινότητα. Τον καλούν σε συνέλευση και του εξηγούν το πρόβλημα. Δεν λειτουργούν στην προοπτική του «αποφασίσαμε», διότι εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με ζήτημα πίστης, αλλά με ζήτημα διαχείρισης της καθημερινότητας της ζωής. Βεβαίως η πίστη διδάσκει την αγάπη και την υπέρβαση κάθε αδικίας. Οι απόστολοι όμως είναι ρεαλιστές. Δεν περιμένουν να αλλάξει «το πλήθος», αφήνοντας το κακό να χρονίσει.  Το καλούν να συναποφασίσει στην πρόταση που του απευθύνουν. Οι ηγέτες βρίσκουν λύσεις. Όμως δεν τις επιβάλλουν στανικά. Υπολογίζουν τον λαό τους. Τον ρωτούν. Τον πείθουν. Χωρίς να τον μαλώνουν διότι δεν μπορεί να ανταποκριθεί στην προοπτική της τελειότητας, συγκαταβαίνουν. Δεν τον βλέπουν αφ’ υψηλού. Αφουγκράζονται τους γογγυσμούς του. Και επιλέγουν το μείζον για τους ίδιους που είναι η λειτουργική ζωή και η διακονία του λόγου. Δεν απογοητεύονται επειδή ο λαός δεν τα καταφέρνει. Βρίσκουν λύσεις, που να έρχονται κοντά στα δεδομένα του. Δεν είναι πολιτικοί άρχοντες, αλλά ακολουθούν την πολιτική τέχνη, δηλαδή την οδό του εφικτού. Δεν είναι όμως βασιλείς ή αριστοκράτες ή τύραννοι, ούτε όμως και λαϊκιστές, ευχάριστοι στους ανθρώπους. Είναι συνοδοιπόροι. Κι εδώ βρίσκεται η αγάπη για τον λαό.

             «΄Ηρεσεν ο λόγος ενώπιον παντός του πλήθους». Οι απόστολοι πήραν το ρίσκο την εξουσία που τους είχε δώσει ο Χριστός να την μοιραστούν με τον λαό. Να μην λειτουργήσουν ως οι αυθεντίες, οι αλάθητοι, οι παντογνώστες, οι ικανοί για όλα. Ζήτησαν και μοιράστηκαν. Κράτησαν ό,τι ήταν η αποστολή τους. και έβαλαν στην ομορφιά της εκκλησιαστικής διακονίας τον λαό και όσους εξέλεξε. Γνωρίζουμε ότι ο διάκονος Νικόλαος αργότερα υπήρξε ιδρυτής του νικολαϊτισμού, αιρέσεως που πρέσβευε την καταστροφή του σώματος δια του ηδονισμού, δηλαδή δεν τίμησε την πίστη και το αξίωμά του. Οι απόστολοι όμως δεν σκέφτηκαν ότι ο λαός μπορεί να κάνει λάθος επιλογές. Σεβάστηκαν την απόφασή του, δείχνοντας ότι ο Χριστός δίνει ευκαιρίες σε όλους. Δεν λειτούργησαν πατερναλιστικά, ότι δηλαδή «δεν ξέρει ο λαός» και πρέπει να τον προστατεύσουμε. Λειτούργησαν με εμπιστοσύνη και αγάπη, εν γνώσει τους ότι μπαίνουν σε κινδύνους πνευματικούς, εν γνώσει τους ότι θα έπρεπε να διαχειριστούν και άλλες προσωπικότητες, εν γνώσει τους ότι όταν κάποιος αναλαμβάνει ένα αξίωμα, μπορεί να «ψηλώσει ο νους του» και  να χάσει τον στόχο του, που είναι η διακονία των ανθρώπων στην σωτηρία και την διαχείριση της εκκλησιαστικής καθημερινότητας και όχι η ατομική του δόξα και προβολή.

«΄Ηρεσεν ο λόγος ενώπιον παντός του πλήθους». Ποιους όμως άκουσαν οι απόστολοι; Αυτούς που συμμετείχαν στην εκκλησιαστική ζωή. Αυτούς που ήταν ενεργά μέλη του σώματος του Χριστού. Αυτούς που λειτουργούνταν, κοινωνούσαν, διακονούσαν τον πλησίον, συμμετείχαν. Αυτών η γνώμη είχε αξία για τους αποστόλους. Οι άλλοι ήταν κατηχούμενοι ή άπιστοι. Δεν τους κάλεσαν ως μέλη του πλήθους. Αν δεν ζεις τη ζωή της Εκκλησίας δεν έχεις λόγο για τα εκκλησιαστικά πράγματα. Μπορεί από έπαρση να νομίζεις ότι δικαιούσαι να εκφέρεις γνώμη για τα πάντα. Όμως για την Εκκλησία η γνώμη σου δεν έχει σημασία στα της ζωῆς της. Έχει σημασία αν διψάς για σωτηρία και αλήθεια.  

«΄Ηρεσεν ο λόγος ενώπιον παντός του πλήθους». Η κρίση άρχισε να ξεκαθαρίζει ποιοι ανήκουμε στο «πλήθος» της εκκλησιαστικής κοινότητας. Ο πόλεμος που δέχτηκε και δέχεται η Εκκλησία μας καλεί να ξεκαθαρίσουμε αν είμαστε όντως ενεργά μέλη της. Αν κοινωνούμε επειδή το πιστεύουμε. Ακόμη κι αν μέσα μας έχουμε αδυναμία ως προς την πίστη, αν μπορούμε να σεβαστούμε την αλήθεια της Εκκλησίας, η Εκκλησία μας δέχεται. Άλλωστε ο Χριστός δεν έδιωξε τον Πέτρο ο οποίος ολιγοπίστησε, ούτε τον Θωμά, ούτε απέφυγε να επισκεφθεί αναστημένος τους μαθητές Του επειδή αυτοί Τον εγκατέλειψαν στον σταυρό. Οι μαθητές όμως παρέμειναν συνηγμένοι, έστω και διά τον φόβον των Ιουδαίων. Παρέμειναν στη εκκλησιαστική κοινότητα. Δεν σκόρπισαν. Δεν έμεινε ο καθένας με την άποψή του, αλλά μαζί, περίμεναν την Ανάσταση το τι μέλλει γενέσθαι. Αλλά το να θέλουμε να έχουμε άποψη για τα εκκλησιαστικά με βάση την ολιγοπιστία μας, ή ακόμα χειρότερα χωρίς να πιστεύουμε, είναι κάτι που η Εκκλησία δεν μπορεί ούτε να το αποδεχτεί ούτε να το λάβει υπόψιν της. Εμπίπτει στην απολογητική της η άποψή της, κι αν χρειάζεται. Ας θυμηθούμε τον υμνωδό: «ου μη γαρ τοις εχθροίς σου το μυστήριον είπω». Τι να συζητήσεις με όσους  ο Χριστός δεν είναι το νόημα της ζωής τους;

«΄Ηρεσεν ο λόγος ενώπιον παντός του πλήθους». Η ευθύνη των ποιμένων της Εκκλησίας σήμερα είναι όχι μόνο να κοινωνούν και να κατηχούν τον λαό του Θεού, αλλά και να τον εμπιστεύονται. Να συζητούν, είτε κατά πρόσωπον είτε με όποιον τρόπο η εποχή μας επιτρέπει. Να τον ενεργοποιούν. Η κρίση καταδεικνύει ότι οι επίσκοποι και οι ιερείς δεν μπορούν να λειτουργήσουν τους ναούς χωρίς συνεργάτες που να έχουν κύρος στον λαό. Είναι καιρός οι ενορίες να προτείνουν, να εκλέγουν ή, έστω, να επιδοκιμάζουν  αυτούς που αναλαμβάνουν διακονίες στην εκκλησιαστική καθημερινότητα. Δεν μπορεί η ποιμαίνουσα Εκκλησία να αρνείται να ακούσει τον λαό. Να τον θεωρεί ως μη γνωρίζοντα. Ο επίσκοπος χρειάζεται να οργανώσει κληρικολαϊκές συνελεύσεις στην επισκοπή του. Να πηγαίνει στην Ιεραρχία έχοντας στην καρδιά του την γνώμη του λαού του για όσα θέματα απασχολούν την εκκλησιαστική καθημερινότητα, ακόμη κι αν ο ίδιος έχει άλλη γνώμη. Ας καλλιεργήσει τον λαό του. Ας τον πείσει. Ο επίσκοπος δεν είναι αριστοκράτης, αλλά επικεφαλής του λαού του. Του πλήθους που ζει την εκκλησιαστική ζωή. Το ίδιο και ο κληρικός στην ενορία του. Ας βγούμε σοφότεροι από την κρίση. Είναι ένα μεγάλο μήνυμα από τον Θεό!

Χριστός Ανέστη!

                                                                                                                                            π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός -  Κέρκυρα