Σάββατο 22 Ιουλίου 2017

"Οφείλομεν ημείς οι δυνατοί τα ασθενήματα των αδυνάτων βαστάζειν και μη εαυτοίς αρέσκειν»

Σε τρεις κατηγορίες θα μπορούσαμε να πούμε ότι κατατάσσονται οι άνθρωποι, ανάλογα με το σε ποιον θέλουν να αρέσουν με τη συμπεριφορά τους. Χαρακτηριζόμαστε και είμαστε ανθρωπάρεσκοι, νάρκισσοι ή θρησκευτικοί άνθρωποι.
Ο ανθρωπάρεσκος μεριμνά για την εικόνα του στους ανθρώπους. Εύκολα γίνεται υποκριτής. Άλλα πιστεύει, άλλα πράττει, άλλα θα ήθελε να κάνει. Όμως επειδή πρυτανεύει ο τρόπος πρόσληψης της εικόνας του από τους άλλους, προτιμά να μη αποκαλύπτει τον αληθινό εαυτό του ή να κάνει πράγματα που θα ευχαριστήσουν τους άλλους, ώστε να μπορέσει να εξασφαλίσει τον έπαινό τους. Ο άνθρωπος γίνεται έτσι υποκριτής. Υποδύεται ρόλους και τελικά ταυτίζεται με αυτούς. Δεν θέλει προσωπικό κόστος στη ζωή του και γι’ αυτό δεν παίρνει δύσκολες αποφάσεις, που προϋποθέτουν την αλήθεια, αλλά επιλέγει να είναι ευχάριστος, με σκοπό να κερδίζει. Ακολουθεί την οδό των πολλών. Νομίζει έτσι ότι θα είναι ευτυχισμένος, έχοντας τη δόξα των ανθρώπων. Δεν μπορεί όμως να κατανοήσει ότι η ανθρωπαρέσκεια καταπνίγει την δίψα της ψυχής για αλήθεια. Αλλοτριώνει τα χαρίσματα. Καθιστά αυτοσκοπό την εικόνα, το φαίνεσθαι, και δεν αφήνει περιθώρια για εσωτερική πληρότητα, με αποτέλεσμα η χαρά να είναι πρόσκαιρη και το άγχος να κυβερνά την ύπαρξη.
Οι νάρκισσοι πάλι δεν ενδιαφέρονται καθόλου για τη γνώμη των άλλων. Κοιτούνε να αρέσουν στους εαυτούς τους. Ταυτίζουν την ευτυχία με την εικόνα τους, χωρίς να τους απασχολούν οι άλλοι, καθώς είναι τόσο πολύ απορροφημένοι από το εγώ τους, που δεν θέλουν να δούνε δίπλα. Οι νάρκισσοι είναι φίλαυτοι. Πιστεύουν ότι είναι αλάθητοι και ότι ακόμη κι αν οι άλλοι φαίνεται να έχουν σε κάτι δίκιο, υπάρχουν δικαιολογίες γιατί αυτό το δίκιο δεν μπορεί να ισχύει. Οι νάρκισσοι θεωρούν τους εαυτούς τους αναμάρτητους. Ακόμη κι αν παραδέχονται γενικά ότι κάποια αμαρτία θα έχουν, εντούτοις την θεωρούν ασήμαντη και ότι δεν μπορεί να τους βλάψει. Αν μάλιστα οι νάρκισσοι έχουν θέση εξουσίας, οιασδήποτε μορφής, τότε δεν μπορούν να δεχτούν άλλους εκτός από τους κόλακες. Είναι ακατάλληλοι για γνήσιες ανθρώπινες σχέσεις, διότι απουσιάζει η έξοδος από τον εαυτό τους, άρα δεν μπορούν να αγαπήσουν και να αγαπηθούν.
Ο θρησκευτικός άνθρωπος, αν καταφέρει να μην εγκλωβιστεί στη λογική της ανθρωπαρέσκειας ή του ναρκισσισμού, μπορεί να γίνει ένθεος άνθρωπος. Αρκεί να πρυτανεύσει η ουσία των εντολών του Θεού που είναι η αγάπη. «Οφείλομεν ημείς οι δυνατοί τα ασθενήματα των αδυνάτων βαστάζειν και μη εαυτοίς αρέσκειν» (Ρωμ. 15, 1), γράφει ο Απόστολος Παύλος. «Όσοι έχουμε δυνατή πίστη οφείλουμε να ανεχόμαστε τις αδυναμίες αυτών που έχουν αδύναμη πίστη και να μην κάνουμε ό,τι αρέσει σε μας». Ένθεος γίνεται εκείνος που αγαπά τον πλησίον με τέτοιον τρόπο που λαμβάνει υπόψιν τις αδυναμίες και τις δυσκολίες του, όχι όμως για να τον επαινέσει ο πλησίον και να δοξαστεί ο ίδιος, αλλά από αγάπη προς αυτόν. Ο ένθεος δε θέλει να σκανδαλίσει. Εξηγεί την αλήθεια την οποία ζει και ακόμη κι αν δεν μπορεί να πείσει αυτόν που δεν έχει φτάσει στην απαιτούμενη πνευματική προκοπή, δείχνει συγκατάβαση και ανέχεται την αδυναμία του. Ένθεος γίνεται εκείνος που δεν αρκείται στη δική του πρόοδο, αλλά επιδιώκει την πρόοδο των άλλων. Βλέπει με αγάπη τους άλλους πώς προχωρούν και μοιράζεται μαζί τους τη χαρά του. Συζητά τους προβληματισμούς τους, ακόμη κι αν τον θίγουν. Και εμπιστεύεται τον Θεό σε όλα, κάτι που τον καθιστά παιδί του Θεού και όχι εξουσιαστή των ανθρώπων. Δεν θέλει την κολακεία, γιατί δεν τη χρειάζεται, αφού τον ενδιαφέρει το θέλημα του Θεού και όχι η ανθρώπινη δόξα. Και έχει την ταπείνωση να σηκώσει και τον σταυρό τον δικό του και τον σταυρό των άλλων, προς δόξαν Θεού και όχι για την προσωπική του καταξίωση. Ο ένθεος τελικά παλεύει να είναι ταπεινός.
Το να γίνουμε ένθεοι είναι ο δύσκολος δρόμος και τρόπος. Είναι όμως η αυθεντική πορεία της Εκκλησίας. Σε έναν κόσμο ανθρωπαρέσκειας στην πολιτική, στην τηλεόραση, στην τέχνη, στις διαπροσωπικές σχέσεις, σε έναν κόσμο όπου οι πολλοί είναι τόσο φίλαυτοι και εγωκεντρικοί που δεν βλέπουν το συλλογικό καλό, ο χριστιανός παλεύει να μη μείνει απλώς ένας τυπικά θρησκευτικός άνθρωπος, αλλά να γίνει ο ένθεος της αγάπης. Γι’ αυτό χρειάζεται άσκηση, ταπείνωση και απόφαση η αγάπη να είναι το κριτήριο της ζωής. Μόνο έτσι όμως προσεγγίζεται η ευτυχία αληθινά και η μακαριότητα.



Σάββατο 15 Ιουλίου 2017

Κυριακή των Πατέρων

«βούλομαί σε διαβεβαιούσθαι, ίνα φροντίζωσι καλών έργων προΐστασθαι οι πεπιστευκότες τω Θεώ» (Τίτ. 3, 8). «Θέλω να βεβαιώνεις τους λόγους της πίστης με την προσωπική σου μαρτυρία, ώστε όσοι έχουν πιστέψει στον Θεό να φροντίζουν να πρωτοστατούν σε καλά έργα». Ο Παύλος είναι βέβαιος για την αλήθεια των λόγων της πίστης και μεταδίδει την αλήθεια τους στον μαθητή του. Την ίδια στιγμή ζητά από εκείνον να γίνει συνεχιστής αυτής της μαρτυρίας και να διαβεβαιώνει την αλήθεια των λόγων όχι μόνο με τη διδαχή τους στους ανθρώπους, αλλά και με το παράδειγμά του.
Ο λόγος του Παύλου όμως δεν είναι αναμάσημα απόψεων άλλων ή καρπός αυτοδικαίωσης. Είναι αυθεντικό βίωμα εμπειρίας Θεού. Κοινωνίας με τον ίδιο τον Χριστό και την ίδια στιγμή απόσταγμα πορείας αγάπης, ιεραποστολής, μαρτυρίου, θυσίας, κυοφορίας ανθρώπων εις Χριστόν. Δεν μιλά για μία εμπειρία άλλων, αλλά για μία κατάσταση που ζει ο ίδιος. Γι’ αυτό και είναι λόγος αυθεντικός. Την ίδια στιγμή είναι λόγος δικαιωμένος από την Εκκλησία. Δεν εξέφρασε μία προσωπική μαρτυρία, προσωπική διαβεβαίωση, αλλά έθεσε όχι μόνο την άποψή του αλλά τον ίδιο τον εαυτό του στην κρίση της Εκκλησίας. Και ήδη η Εκκλησία από την εποχή του τον είχε καταστήσει αυθεντία. Τον είχε αποδεχτεί και ως πρόσωπο, ως Παύλο τον Ταρσέα, και ως θεσμό, ως τον ιδρυτή κατά τόπους Εκκλησιών, αποδίδοντάς του ένα κύρος μοναδικό. Και ο λόγος του παραμένει εν ισχύι, όντας αποτυπωμένος στην Αγία Γραφή, διότι στους αιώνες παραμένει αυθεντικός. Και ο χρόνος μάς διαβεβαιώνει για την αλήθεια του. Άντεξε. Και θα αντέχει.
Είναι αυθεντικός λοιπόν ο λόγος του Παύλου διότι είναι μία πρόκληση αλλαγής. Μία πρόκληση εξόδου από το εγώ μας. Πρόκληση υπέρβασης του εαυτού μας, των φόβων μας, των αγωνιών μας, των όσων μας ταλαιπωρούν.
Η σημερινή Κυριακή είναι αφιερωμένη στους πατέρες της 4ης Οικουμενικής Συνόδου, που κατεδίκασε τους αιρετικούς μονοφυσίτες.
Οι ανά τους αιώνες αιρετικοί δεν είχαν ούτε θα έχουν αυτά τα τρία κριτήρια. Την εμπειρία σε προσωπικό επίπεδο του Χριστού. Την ταπείνωση να θέτουν την αλήθεια τους στην κρίση της Εκκλησίας με σεμνότητα συνήθως, αλλά και τη δέουσα μαχητικότητα, η οποία όμως δεν αποσκοπεί στην εξουθένωση και τη διάλυση των άλλων, αλλά στον φωτισμό τους. Οι αιρετικοί συστήνουν δικές τους εκκλησίες, για να δημιουργήσουν μία νέα παράδοση, προσελκύοντας όλους εκείνους που γοητεύονται από την αίσθηση της μαχητικότητας, της προσωπικής ερμηνείας, της παρηγοριάς που ξεγελά, του αταπείνωτου φρονήματος, μίας εγωιστικής βεβαιότητας ότι έχουμε δίκιο.
Γι’ αυτό και επιλέγουμε να είμαστε εντός της Εκκλησίας. Για να κρατιόμαστε στην αυθεντικότητα. Αρκεί να έχουμε σεμνότητα ψυχής, ώστε ακόμη και οι απόψεις μας ή η χρήση απόψεων άλλων που γεύτηκαν την εμπειρία του Χριστού, να μην μας αναγορεύουν σε αυτο-αυθεντίες, αλλά με σεβασμό προς το σώμα του Χριστού να εκφραζόμαστε χωρίς φόβο μεν, χωρίς όμως να γινόμαστε και τιμητές των πάντων που διαφωνούν με μας.


Σάββατο 8 Ιουλίου 2017

Η ... καρδιά!

Οι άνθρωποι συχνά αναρωτιόμαστε για εκείνους που η συμπεριφορά τους είναι ανάλγητη έναντι των πολλών: «Μα, δεν έχουν καρδιά;». Ιδίως με τα συχνά γεγονότα βίας, θανάτων, εγκληματικότητας, τρομοκρατίας, όταν η ανθρώπινη ζωή θεωρείται παράπλευρη απώλεια στο όνομα ενός «ιερού σκοπού» ή στο όνομα της ικανοποίησης προσωπικών παθών, κυρίως της εκδίκησης και του μίσους, όπως επίσης και όταν οι άνθρωποι εκμεταλλεύονται τους άλλους ανθρώπους μέσα από μηχανισμούς όπως η οικονομία και η πολιτική, το ερώτημα γίνεται ακόμη πιο έντονο: «Γιατί δεν έχουν καρδιά;». Ασφαλώς και υπάρχει μεταφορικότητα στην διατύπωση. Όλοι οι άνθρωποι έχουμε την σωματική, τη βιολογική μας καρδιά. Αυτό που κάποτε στερούμαστε είναι η δοτική μας καρδιά.
Ο απόστολος Παύλος, γράφοντας στους Ρωμαίους, εκφράζει μέσα από μία φράση, το πώς η πίστη βλέπει την καρδιά του ανθρώπου και πώς αυτό μεταφέρεται στον λόγο: «καρδία γαρ πιστεύεται εις δικαιοσύνην, στόματι δε ομολογείται εις σωτηρίαν» (Ρωμ. 10, 10). «Όποιος πιστεύει με την καρδιά του οδηγείται στη δικαίωση, κι όποιος ομολογεί με το στόμα οδηγείται στη σωτηρία».
Όποιος πιστεύει με την καρδιά, σημαίνει αγάπη που γίνεται πληρωτική της ύπαρξης. Σημαίνει ροπή του ανθρώπου να μοιράζεται τη ζωή και την ελπίδα με τον συνάνθρωπο. Να μη προτάσσει το προσωπικό συμφέρον. Το πνεύμα της εξουσίας. Την ιδιοτέλεια. Της ικανοποίησης των ατομικών επιθυμιών εις βάρος των άλλων. Καρδιά σημαίνει χαρά που προέρχεται από την αρετή. Από τον αγώνα για υπερνίκηση των παθών. Από το σβήσιμο της λύπης μέσα από την ελπίδα προς τον Θεό και την πρόνοιά Του. Καρδιά σημαίνει μεταμόρφωση του σύνολου ανθρώπου σε πρόσωπο, αγαπώσα ύπαρξη.
Η καρδιά συνδυάζεται με την δικαίωση του ανθρώπου. Συνήθως ο κόσμος βλέπει τη δικαίωση ως την επικράτηση των επιλογών, των θέσεων, των ιδεών, ως την προσωπική δόξα και τον θρίαμβο της προσωπικότητάς μας, ως την αποδοχή από τους άλλους, ως την εκπλήρωση των στόχων. Ως την απόδειξη ότι έχουμε δίκιο. Όμως η αληθινή δικαίωση έχει να κάνει με το άνοιγμα και την οικείωση της αιωνιότητας. Το να εκπληρώνει ο άνθρωπος το θέλημα του Θεού. Κι αυτό δεν είναι θέμα μόνο διανοητικό. Ιδεολογικό. Είναι κυρίως θέμα καρδιακό. Δεν αρκεί να πιστεύουμε με το μυαλό και το στόμα, αλλά η καρδιά μας να εμπιστεύεται τον Θεό και την αγάπη Του.
«Γιατί δεν έχουν καρδιά;». Το ερώτημα μάλλον πρέπει να διατυπωθεί αλλιώς. «Σε Ποιον και σε τι πιστεύει η καρδιά τους;». Η απουσία του αληθινού Θεού, της Εσταυρωμένης Αγάπης οδηγεί στην επίδειξη δύναμης, εξουσίας, οίησης. Η απάντηση δεν είναι να διώξουμε περαιτέρω τον Θεό από τις ζωές μας, αλλά να Τον καλέσουμε να τις μεταμορφώσει.