Κάτι αντίστοιχο συνέβη με τους ανθρώπους, μεγαλύτερους και μικρότερους, οι οποίοι «έλαβον τα βαΐα των φοινίκων και εξήλθον εις υπάντησιν τω Ιησού» (Ιωάν. 12, 13), πήραν κλαδιά φοινικιάς και βγήκαν από την πόλη να Τον προϋπαντήσουν. Άλλοι από αυτούς γνώριζαν τον Ιησού και το έργο Του, τη διδασκαλία Του και τα θαύματά Του και ήθελαν να Τον συναντήσουν ως έναν προφήτη, απεσταλμένον από τον Θεό, για να μάθουν από Αυτόν το θέλημα του Θεού ή ως ένα σημείο παρηγορίας από τον Θεό για τον λαό Του, ότι δεν τον ξέχασε σ΄ αυτή τη δύσκολη περίοδο της υποταγής στους Ρωμαίους. Άλλοι είχαν πληροφορηθεί το θαύμα της ανάστασης του Λαζάρου που είχε προηγηθεί και έσπευσαν να Τον υποδεχτούν ως τον νικητή του θανάτου, ως ένα πρόσωπο του οποίου οι δυνάμεις ξεπερνούσαν τα ανθρώπινα μέτρα και που η περιέργεια να δούνε και να μάθουν πώς τα κατάφερε ήταν πολύ μεγάλη. Θα μπορούσε ίσως να θαυματουργήσει και για αντίστοιχα δικούς τους ανθρώπους. Άλλοι προσδοκούσαν έναν επίγειο βασιλιά, έναν απελευθερωτή, έναν ηγέτη που θα έδινε στον λαό την ελευθερία και την αξιοπρέπεια και την υπερηφάνεια που δεν μπορούσαν πια να εκφραστούν στο καθεστώς της τυραννίας των Ρωμαίων. Θα Τον υποδεχτούν λοιπόν όπως ταιριάζει σε έναν στρατηγό αυτοκράτορα, νικητή σε μία μεγάλη μάχη, έτοιμοι να συσστρατευθούν μαζί Του για να κερδίσουν την χαμένη εξουσία να διαφεντεύουν τους εαυτούς τους και τον τόπο τους. Άλλοι πάλι, όπως τα παιδιά, ένιωθαν μέσα τους μία αδιόρατη, μυστική χαρά, χωρίς να γνωρίζουν γιατί. Η αθωότητα και ο ενθουσιασμός, προκαλούν την φώτιση του Θεού, και την αποκάλυψη της παρουσίας Του. Άλλοι, τέλος, όπως οι Φαρισαίοι, Τον υποδέχονται έχοντας γεμάτη κακία την καρδιά τους. Τον βλέπουν και οργίζονται. Φθονούν. Θυμώνουν και απεργάζονται την θανάτωσή Του.
Κατά την είσοδο του Χριστού στα Ιεροσόλυμα δεν υπάρχει αμφιβολία σε αυτούς που Τον προϋπαντούν ότι ο Χριστός είναι ένα ξεχωριστό Πρόσωπο. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρέπει να πάρουν θέση έναντί Του. Πρέπει να απαντήσουν μέσα τους Ποιος είναι γι’ αυτούς. Και ο καθένας Τον υποδέχεται ανάλογα με τη προαίρεση της καρδιάς του. Και γι’ αυτό λίγοι θα είναι εκείνοι οι οποίοι θα μείνουν κοντά Του μέχρι το τέλος. Θα αντιληφθούν την αποστολή του και το λυτρωτικό Του έργο και δεν θα νικηθούν από την φαινομενική ήττα της αδυναμίας του Σταυρού. Οι περισσότεροι θα αλλάξουν γνώμη για το πρόσωπό Του, όταν διαπιστώσουν ότι η εξουσία της εποχής Τον απορρίπτει και τον καταδικάζει. Θα αποφασίσουν να ακολουθήσουν το λογικό, το κατεστημένο, το συμφέρον, το εύκολο. Έτσι η έξοδός τους από τον εαυτό τους, τα σπίτια τους, την πόλη τους για να δούνε τον Ιησού, οι ζητωκραυγές τους και οι εκδηλώσεις πανηγύρεως με τις δάφνες της νίκης και τα στρωμένα ρούχα στον δρόμο, αποβαίνουν μία πρόσκαιρη κίνηση, η οποία φάνηκε χωρίς θεμέλια σε ψυχές έτοιμες να ακολουθήσουν τον Χριστό γι’ αυτό που είναι.
Μόνο τα παιδιά και εκείνοι οι λίγοι οι οποίοι μετείχαν στην μυστική χαρά της κοινωνίας με το πρόσωπό Του, που δεν είχαν υλικά αιτήματα, αλλά μόνο την δίψα της συνάντησης μαζί Του, θα κρατήσουν στέρεη την εικόνα του Προσώπου Του εντός τους και θα Τον αποδεχτούν στην Σταύρωση και την Ανάστασή Του. Οι λιγοστοί πιστοί με την συζήτηση γι’ Αυτόν και την ακολούθησή του μέχρι το τέλος, του Σταυρού, του τάφου και της Ανάστασης. Και τα παιδιά, διότι αυτά θα παραμείνουν το παράδειγμα όλων μας, όπως Εκείνος το ζήτησε, ως προς την νηπιότητα της κακίας, την συγχωρητικότητα και εκείνο το αδιόρατο ένστικτο που τα κάνει να ξέρουν Ποιον θα εμπιστευθούνε.
Καθώς ξεκινά η Μεγάλη Εβδομάδα το ερώτημα ως Ποιον θα προϋπαντήσουμε τον Χριστό τίθεται από τον Ίδιο και την Εκκλησία προς όλους μας. Και η απάντηση θα δείξει τι είναι για εμάς η πίστη σε Εκείνον. Τι είναι τελικά και η ίδια η Μεγάλη Εβδομάδα, το νόημα του Πάσχα και της Ανάστασης για τον εαυτό μας και τη ζωή μας.