Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2017

Κυριακή προ των Φώτων

Κάθε μεγάλη εορτή της Εκκλησίας μας, μας βάζει μπροστά στα ζωτικά ερωτήματα: Τι είναι ο Θεός για μένα, Τι είναι ο άλλος για μένα, και τι είναι ζωή για μένα, θέλοντας να μας προβληματίσει και να μας κάνει να προσανατολίσουμε την πορεία μας προς τα ουσιώδη. Αυτό άλλωστε έκανε και ο Πρόδρομος στην έρημο, όπως μας είπε το σημερινό Ευαγγελικό ανάγνωσμα. Έβαζε τους ανθρώπους της εποχής του να απαντήσουν στα υπαρξιακά τους ερωτήματα.
Για τους περισσότερους ο Θεός είναι ένα κατασκεύασμα του αδύναμου, του ανίσχυρου ανθρώπου που θέλει να καταφεύγει σε μια Ανώτερη δύναμη είτε για να αποθέτει τα προβλήματά του, είτε για να ζητά ενίσχυση, είτε για να δικαιολογεί τα αποτελέσματα των επιλογών του, «έτσι θέλει ο Θεός». Για άλλους ίσως είναι ένας δυνάστης, ένας τύραννος που απαιτεί από τους ανθρώπους υποταγή και ικανοποίηση των απαιτήσεών του.
Σ΄ αυτό το πλαίσιο και ο κάθε άνθρωπος είναι το μέσον για να ικανοποιήσουμε εμείς τις ανάγκες μας, είναι αυτός που θα τον εκμεταλλευτούμε για να κερδίσουμε, είναι αυτός που θα μας υπηρετήσει, και θα μας υπακούσει. Και έτσι η ζωή μας θα αποκτήσει νόημα, θα είναι εύκολη και ξεκούραστη. Θα έχει ανέσεις. Βέβαια, θα έχει το φόβο του θανάτου.
Ο Απόστολος Παύλος, όμως σήμερα, αναφέρει στον μαθητή του Τιμόθεο, πως είναι έτοιμος για το θάνατο, γιατί γνωρίζει ότι τον περιμένει η Αιώνια Ζωή. Ξέρει ότι εκεί δεν θα υπάρχει γι΄αυτόν στενοχωρία, δεν θα υπάρχει θλίψη, ή πόνος ή ασθένεια. Γιατί αγάπησε το Θεό, πρόσφερε την καρδιά του σ΄ αυτόν, ανταποκρίθηκε στην αγάπη Του και διακόνησε – υπηρέτησε τον συνάνθρωπό του. Είδε τον κάθε άνθρωπο ως ευκαιρία να πλησιάσει το Θεό, να προσφέρει μια κουβέντα καλή, ελπίδα, παρηγοριά, προσευχή, χρόνο, χρήμα, διάθεση. Γιατί αναγνώριζε ένα Θεό Πατέρα, ένα Θεό – Αγάπη, ένα Θεό – Αλήθεια, ένα Θεό – Ζωή.
Ας ακούσουμε και μεις το κήρυγμα του Προδρόμου: «Μετανοείτε» και ας δώσουμε τις απαντήσεις στα ζωτικά ερωτήματα όπως το έκαμε ο Απόστολος Παύλος, ώστε το νέο έτος να μας φέρει πιο κοντά στην Αλήθεια, στην Ζωή και στην Αγάπη, τον Ιησού Χριστό.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ

ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΑΚΟΛΟΥΘΙΩΝ
Κυριακή 31 Δεκεμβρίου 2017 – Δευτέρα 8 Ιανουαρίου 2018

Κυριακή 31 Δεκεμβρίου 2017:
7.30 – 10.30 π.μ. Όρθρος και Θεία Λειτουργία.
5.00 μ.μ. Εσπερινός

Δευτέρα 1 Ιανουαρίου 2018 (Περιτομή Χριστού – Αγίου Βασιλείου):
7.30 – 10.30 π.μ. Όρθρος, Θεία Λειτουργία και Δοξολογία για το νέο έτος.

Παρασκευή 5 Ιανουαρίου 2018:
6.30 – 10.00 π.μ. Όρθρος, Ώρες, Εσπερινός Θεοφανείων με Θεία Λειτουργία και Μέγας Αγιασμός.


Σάββατο 6 Ιανουαρίου 2018 (Θεοφάνεια):
7.30 – 11.00 π.μ. Όρθρος Θεία Λειτουργία και Μέγας Αγιασμός.
11.00 μ.μ. Εκκίνηση για αγιασμό των υδάτων στην δεξαμενή.

Κυριακή 7 Ιανουαρίου 2017 (Σύναξη του Προδρόμου):
7.30 – 10.30 π.μ. Όρθρος και Θεία Λειτουργία.

Δευτέρα 8 Ιανουαρίου 2018:
5.00 – 6.00 μ.μ. Εσπερινός και Παράκληση στην Παναγία.
6.00 μ.μ. Κύκλος Συμμελέτης Αγίας Γραφής.

 Την Τετάρτη 3 Ιανουαρίου 2018, στις 7.00 το απόγευμα, θα πραγματοποιηθεί εκδήλωση για τους φοιτητές και νέους αποφοίτους της ενορίας μας, στο Πνευματικό Κέντρο του Ι. Ναού.

Σάββατο 23 Δεκεμβρίου 2017

«έστι Θεός»

Ένα από τα πιο συγκλονιστικά γεγονότα της Παλαιάς Διαθήκης ήταν η μετοικεσία των Ιουδαίων στη Βαβυλώνα, μετά την καταστροφή των Ιεροσολύμων από τους Βαβυλωνίους του βασιλιά Ναβουχοδονόσορα, το 587 π. Χ. Η καταστροφή ήταν ολοκληρωτική. Ο οίκος του Κυρίου, ο ναός δηλαδή του Σολομώντα γκρεμίστηκε, τα υλικά από τα οποία ήταν καμωμένος, τα ιερά σκεύη και κάθε τι που είχε αξία μεταφέρθηκε ως λάφυρο πολέμου στην Βαβυλώνα, ενώ το παλάτι του βασιλιά Σεδεκία, τα σπίτια των ανθρώπων και κάθε τι που θύμιζε την περίλαμπρη πρωτεύουσα του περιούσιου λαού του Θεού καταστράφηκαν. Όλος ο λαός αιχμαλωτίστηκε και μεταφέρθηκε και αυτός ως λάφυρο στη Βαβυλώνα. Επί 48 έτη οι Ισραηλίτες παρέμειναν αιχμάλωτοι. Σχεδόν δύο γενιές έζησαν την απόλυτη σκλαβιά. Μακριά από τον τόπο τους, χωρίς ελπίδα επιστροφής, αλλά και χωρίς τη δυνατότητα φανερά να λατρεύουν τον Θεό τους, γεύτηκαν την απουσία ελευθερίας. Παρέμειναν Ισραηλίτες, διότι μέσα τους η σπίθα της σχέσης με τον Θεό της Παλαιάς Διαθήκης παρέμεινε ισχυρή. Θρήνησαν τις αμαρτίες τους, τον θρησκευτικό συγκρητισμό τους, δηλαδή το ανακάτεμα των παραδόσεων το οποίο επέτρεψαν στους εαυτούς τους να συμβεί, το διχασμό που τους έκανε να χωριστούν σε δύο βασίλεια, την αλαζονεία ότι τίποτε δεν επρόκειτο να τους συμβεί, διότι παρά την αποστασία τους ο Θεός ήταν υποχρεωμένος να τους σώσει, όπως και παλαιότερα, την απουσία προετοιμασίας για την αντιμετώπιση των εχθρών τους, την γενικότερη απραγία στη ζωή τους, που τους έκανε να μένουν προσκολλημένοι στο ένδοξο παρελθόν, ενώ ο χρόνος κυλούσε και οι άλλοι λαοί προετοιμάζονταν για να τους καταλάβουν. Το χειρότερο ήταν ότι αδιαφόρησαν στις ρήσεις των προφητών, ιδίως του Ιερεμία, οι οποίοι τους καλούσαν σε μετάνοια για την παράδοση ενός μέρους του λαού, κάποτε και των βασιλιάδων και των αρχόντων τους στην ειδωλολατρία.
Ο Θεός όμως δεν τους λησμόνησε, για τον πρόσθετο λόγο ότι μέσα στην αιχμαλωσία εμφανίστηκαν προσωπικότητες όπως ο προφήτης Δανιήλ και οι Τρεις Παίδες, οι οποίοι έδειξαν ότι στην ξένη γη, στην πικρία της αιχμαλωσίας, έρχεται κάποτε η αφύπνιση. Δεν είναι κατ’ ανάγκην οι άρχοντες, οι θεωρητικώς ηγέτες αυτοί που ξυπνούν τον λαό από τον λήθαργο, την μοιρολατρία, την λύπη και την παραίτηση. Είναι όσοι αισθάνονται ότι πρέπει να ξαναβρεθούν οι συνεκτικοί εκείνοι κρίκοι, οι οποίοι θα συναρμόσουν τον λαό σε μία κοινή πορεία, οι αξίες που θα νοηματοδοτήσουν αυτό που ήταν και αυτό που έχασε ο λαός, για να μπορέσει να επανέλθει. Χωρίς μνήμη, χωρίς αξίες, χωρίς ρίζες, χωρίς γιορτές, χωρίς επίγνωση αποστολής, χωρίς συναίσθηση της ετερότητας σε σχέση με τους άλλους, η σκλαβιά δε θα πάψει να υφίσταται. Και ο Δανιήλ και οι Τρεις Παίδες, αντιστεκόμενοι τόσο στην θρησκευτική όσο και στην εθνική αλλοτρίωση, παίρνοντας απόφαση να είναι ο Θεός ο συνεκτικός κρίκος που ενώνει τον λαό και όντας έτοιμοι ακόμη και να πεθάνουν αναφωνώντας το «έστι Θεός» στην κάμινο του πυρός, αφυπνίζουν τον λαό. Για να έρθουν οι ιστορικές συγκυρίες, όπως ο Θεός προνοεί, κι ένας κάποιος Ζοροβάβελ, ασήμαντος φαινομενικά, να αναλάβει να επιστρέψει τον λαό του στον τόπο του. Να τον κάνει σταδιακά να ξανακερδίσει ό,τι έχασε. Μέχρις ότου να έρθει ο Χριστός και να ολοκληρώσει την επιστροφή. Όχι όμως τώρα στην αίσθηση της μοναδικότητας στη σχέση με τον Χριστό, αλλά στην βεβαιότητα ότι ο καθένας μας, ο κάθε λαός διαδραματίζει τον ρόλο του στην ιστορία του κόσμου, για να ζήσει ο κόσμος συνολικά. Όχι μόνο σ’ αυτή τη ζωή, αλλά στην αιωνιότητα.
Κι αυτός ο ρόλος είναι η αγιότητα. Είναι η προσδοκία της έλευσης του Χριστού στην Παλαιά Διαθήκη, η οποία γίνεται πίστη που περνά από γενιά σε γενιά. Είναι η βίωση του Γεννηθέντος Κυρίου ως του Προσώπου εκείνου που γίνεται αυτό που αποκαλύπτει το όνομα: Ιησούς σημαίνει ότι ο Θεός σώζει τον λαό Του. Είναι η αποστολή των μαθητών του Χριστού να κηρύξουν το Ευαγγέλιο, την είδηση της μεγάλης χαράς ότι ετέχθη ο Σωτήρ σε όλη την κτίση. Είναι η αποστολή του καθενός από μας να τηρήσουμε όσα ο Χριστός και οι Απόστολοι μάς δίδαξαν στη ζωή της Εκκλησίας, για να μπορέσουμε να μην θρηνήσουμε την αιχμαλωσία μας ούτε από την αισθητή Βαβυλώνα των ισχυρών του κόσμου, την Βαβυλώνα του πολιτισμού, που ζητά να είμαστε άθρησκοι, απάτριδες, ανέραστοι, άνθρωποι χωρίς ταυτότητα, παραδομένοι στα πάθη, τη φιληδονία, τον εγωκεντρισμό, άνθρωποι χωρίς αγίους και χωρίς ελπίδα για αιωνιότητα, ούτε από την νοητή Βαβυλώνα, αυτή του πειρασμού που μας πολεμά με τους λογισμούς, την κακία, την απιστία, την άρνηση να προτάξουμε τη αγάπη και τη συγχωρητικότητα για να επιλέξουμε την αυτοδικαίωσή μας, την πρόταξη του χρήματος και των αγαθών και όχι της Βασιλείας του Θεού και της δικής Του δικαιοσύνης.
Οι Ισραηλίτες θρήνησαν την μετοικεσία της Βαβυλώνος. Ο Θεός όμως δεν τους ξέχασε. Εμείς δεν μοιάζουμε να θρηνούμε την αποστασία των καιρών από το θέλημά Του, ούτε να παραδειγματιζόμαστε από την πρωτοφανή κρίση την οποία αντιμετωπίζουμε. Στο ψέμα της ειδωλολατρίας παραδόθηκαν οι Ισραηλίτες. Στο ψέμα της σύγχρονης ειδωλολατρίας παραδιδόμαστε κι εμείς. Στην ιδέα ότι η ευτυχία είναι δυνατή χωρίς την χαρά του Θεού. Χωρίς Χριστό, αγάπη, ελευθερία, ανθρωπιά, πλησίον. Εκείνοι αιχμαλωτίστηκαν και έφυγαν από τον τόπο τους. Εμείς ζούμε εν χώρα και σκιά θανάτου, αιχμάλωτοι στον τόπο μας. Εκείνοι χρειάστηκαν ως ηγέτες απλούς ανθρώπους οι οποίοι έδειξαν τι σημαίνει να τηρείς το θέλημα του Θεού εις πείσμα των καιρών και των ισχυρών. Εμείς μπορούμε άραγε να αφυπνιστούμε και να προτάξουμε το πρόσωπο του Χριστού ως οδηγό στη ζωή μας, εις πείσμα των καιρών και των κάθε λογής ισχυρών; Η εορτή των Χριστουγέννων είναι μία πρώτη πρόσκληση να αναφωνήσουμε, όπως ο οι τρεις Παίδες και ο προφήτης Δανιήλ: «Έστι Θεός» (Δανιήλ, 3,17). Το παιδίον νέον. Αυτός που δι’ ημάς εγεννήθη και μπορεί να μας λυτρώσει από κάθε κακό, κάθε οδύνη, κάθε ήττα. Διότι είναι η Αλήθεια που σώζει εντός της Εκκλησίας και μας ελευθερώνει! Ας Τον αναζητήσουμε και ας Τον κοινωνήσουμε, ακολουθώντας τους αγίους Του!


Σάββατο 16 Δεκεμβρίου 2017

Πρόγραμμα ακολουθιών

Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου 2017 (Αγίου Μοδέστου):
7.30 – 10.30 π.μ. Όρθρος, Θεία Λειτουργία και Αγιασμός για τα Ζώα.
5.00 - 6.00 μ.μ. Ιερό Ευχέλαιο
6.00 μ.μ. Κύκλος Συμμελέτης Αγίας Γραφής

Σάββατο 23 Δεκεμβρίου 2017:
11.00 π.μ. - 12.30 μ.μ. Κατηχητικό για τα μικρότερα παιδιά.
4.00 – 5.00 μ.μ. Κατηχητικό για μαθητές Δ, Ε, και Στ Δημοτικού.
5.00 μ.μ. ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ
6.00 μ.μ. Κατηχητικό για μαθητές Γυμνασίου.

Κυριακή 24 Δεκεμβρίου 2017:
7.30 – 10.30 π.μ. Όρθρος και Θεία Λειτουργία.
5.00 μ.μ. Πανηγυρικός Εσπερινός Χριστουγέννων

Δευτέρα 25 Δεκεμβρίου 2017 (Χριστούγεννα):
5.00 – 8.30 π.μ. Όρθρος και Θεία Λειτουργία.
5.00 μ.μ. Εσπερινός

Τρίτη 26 Δεκεμβρίου 2017 (Σύναξη της Θεοτόκου):
8.00 – 10.30 π.μ. Όρθρος και Θεία Λειτουργία και αμέσως μετά, Χριστουγεννιάτικη Εορταστική Εκδήλωση από τα παιδιά των Κατηχητικών της ενορίας στο Πνευματικό Κέντρο του Ναού.
5.00 μ.μ. Εσπερινός

Τετάρτη 27 Δεκεμβρίου 2017 (Αγίου Στεφάνου):
7.30 – 9.30 π.μ. Όρθρος και Θεία Λειτουργία

Κυριακή 31 Δεκεμβρίου 2017:
7.30 – 10.30 π.μ. Όρθρος και Θεία Λειτουργία.

Οι άνθρωποι του περιθωρίου και οι «τελειωμένοι», θα μας σπρώξουν στον Παράδεισο!


Περπατούσα στην παραλία της Θεσσαλονίκης απόγευμα προς βράδυ, όταν ένας τοξικομανής με πλησίασε. Δε μου ζήτησε λεφτά, αλλά με ρώτησε αν μπορούσα να του αγοράσω μια ρόκα (καλαμπόκι) που έψηνε κάποιος πιο κάτω σε ένα μικρό πάγκο που είχε στήσει.
Τον ρώτησα αν ήθελε και κάτι άλλο. Μου είπε ότι ήθελε να πάω να του την αγοράσω εγώ επειδή χρωστούσε στον καλαμποκά και ίσως να μη του έδινε! Πήγα και αφού του την έφερα, με ρώτησε αν μπορώ να κάτσω λίγο μαζί του εκτός κι αν ντρέπομαι! Του απάντησα ότι θα ντραπώ, αν δεν κάτσω.
Τότε μου είπε το εξής εκπληκτικό!
«Φίλε, μακριά από το Χριστό έτσι καταντάς!!! Όμως προσπαθώ εδώ και καιρό να κόψω τα ναρκωτικά για να μην Τον στεναχωρώ!!! Δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω, αλλά επειδή μάλλον δε θα ζήσω πολύ, θέλω όταν θα πάω μπροστά Του να έχω να του δείξω τον αγώνα μου μήπως και με λυπηθεί!»
Ήμασταν κάπου κοντά στο ύψος του Ι. Ναού Κυρίλλου και Μεθοδίου.
Μου λέει: «πάω κάθε πρωί απέναντι και με κοιτούν όλοι καλά- καλά επειδή νομίζουν ότι θέλω λεφτά. Όμως εγώ πηγαίνω μπροστά στην εικόνα για να ζητήσω βοήθεια να κόψω τα ναρκωτικά. Δεν ανάβω κερί επειδή δεν έχω λεφτά να πάρω. Και κάθε βράδυ πάλι πηγαίνω και λέω, “δεν τα κατάφερα συγγνώμη!” Ή λέω: “σήμερα κάπως το πάλεψα, ευχαριστώ!”»
Έζησα στα λόγια αυτού του ανθρώπου στιγμές από τα συναξάρια!!!
Του έδωσα κάτι λεφτά και του είπα από αύριο να πηγαίνει στην εκκλησία και να παίρνει κερί αλλά να προσεύχεται και για τη δικιά μου ψυχή. Με διαβεβαίωσε ότι τα λεφτά δε θα τα χαλάσει και ότι θα τα δώσει όλα μαζεμένα εκεί για να μην μπαίνει στον πειρασμό και τα ξοδέψει, και κάθε μέρα θα παίρνει 2 κεριά.
Του λέω με λένε Νίκο. Μου είπε ότι δεν θα είναι δύσκολο να με θυμάται αφού κανείς δεν κάθεται μαζί του και έτσι δεν έχει φίλους και γνωστούς.
Δε ρώτησα πολλά γι΄ αυτόν. Δεν ήθελα να νιώσει ότι παραβιάζω την παράξενη ζωή του με την αδιακρισία μου. Την ώρα που έφευγα, μου είπε ότι χάρηκε που έκατσα μαζί του και ότι του έκανε καλό η παρέα.
Ευχαριστώ για όλα παράξενε φίλε.
Νικος Β. Πηγή: Ησυχαστήριο Αγίας Τριάδος

Λίγα λόγια για το θέμα του μήνα.
Είναι πολλές οι στιγμές που βρίσκεται κανείς σε αμηχανία για το πώς πρέπει να συμπεριφερθεί σε περιπτώσεις που κάποιος άγνωστος του ζητά χρήματα επικαλούμενος είτε ανέχεια, είτε αρρώστια προσωπική ή μέλους της οικογένειάς του, είτε ακόμη και πείνα. Από τη μία υπάρχει η διάθεση να βοηθήσεις και από την άλλη εμφανίζεται είτε η οικονομική αδυναμία είτε ο φόβος της εξαπάτησης.
Σε πρόσφατη επίσκεψή μου στην Αθήνα σε κάθε συρμό του υπόγειου τρένου που επιβιβαζόμουν για τις μετακινήσεις μου, έμπαιναν και τουλάχιστον ένας επαίτης ή «μικροπωλητής» (με στυλό και αναπτήρες). Για να προσφέρει κανείς σε όλους, θα έπρεπε να διαθέσει ένα ικανοποιητικό ποσό, δεδομένου ότι όσοι «πουλούσαν» κάτι ζητούσαν συγκεκριμένο ποσό και δήλωναν ότι δεν ζητούν ελεημοσύνη! Αν μάλιστα οι μετακινήσεις σου είναι καθημερινές, τότε συναντάς διάφορους και διαφορετικούς κάθε ημέρα!
Αυτό που ξεχωρίζει και διαφέρει στο νεαρό τοξικομανή του περιστατικού που περιγράψαμε παραπάνω είναι ότι ζητά κάτι σε είδος, άρα θα το καταναλώσει άμεσα και επομένως δεν υπάρχει ο κίνδυνος να το διαθέσει για το πάθος του. Επίσης, αξιοπρόσεκτο και ιδιαίτερης σημασίας και βαρύτητας είναι το γεγονός ότι ο ευεργέτης του διαθέτει χρόνο μαζί του!
Όταν προσφέρουμε κάποιο χρηματικό ποσό, μικρότερο ή μεγαλύτερο, για να φύγει από μπροστά μας αυτός που ζητά και να έχουμε τη συνείδησή μας ήσυχη ότι εμείς κάναμε το καθήκον της ευεργεσίας, είναι σχετικό, αφού δεν γνωρίζουμε αν η προσφορά μας θα χρησιμοποιηθεί προς ωφέλεια ή προς ζημία του αιτούντα ή των μελών της οικογένείας του (περιπτώσεις ναρκωτικών, ποτού και μέθης κλπ..). Η διάθεση χρόνου για να γνωρίσεις τον άλλον και τις ανάγκες του ή για να τον καθοδηγήσεις προς τις λύσεις του προβλήματός του είναι, νομίζω, η μεγαλύτερη ελεημοσύνη και ευεργεσία. Και αυτήν την «ελεημοσύνη» δεν την έχουν ανάγκη μόνο οι ενδεείς υλικών αγαθών. Πολλές φορές τη χρειάζονται και άνθρωποι που διαθέτουν χρήματα και περιουσία και, δυστυχώς, ακόμη και άνθρωποι που έχουν και συγγενείς, αλλά δεν έχουν ανθρώπους που να ενδιαφέρονται πραγματικά γι’ αυτούς, να τους νοιάζονται και να τους βοηθούν.
Έτσι, για αυτούς τους ανθρώπους βοήθεια είναι ακόμη και το «καλημέρα» που τους ευχόμαστε και ο λίγος χρόνος που μπορεί να τους αφιερώσουμε για να μιλήσουμε μαζί τους και το χαμόγελό μας και η προσευχή μας. Και το σπουδαίο είναι ότι μπορεί στο τέλος να είμαστε εμείς αυτοί που κερδίσαμε και ωφεληθήκαμε περισσότερο και πιο ουσιαστικά! Γιατί η ζωή του κάθε ανθρώπου μπορεί να κρύβει ιστορίες θάρρους και αρετής, αγώνες ηρωισμού και η ψυχή του να διαθέτει θησαυρούς και αξίες πνευματικές, που θα μας προβληματίσουν, θα μας διδάξουν και θα μας ενδυναμώσουν!

Έτι τόπος εστί

Οι άνθρωποι ζητούμε αποκλειστικότητα στη ζωή μας. Τα θέλουμε όλα δικά μας και μόνο δικά μας. Αφήνουμε περιθώρια στους άλλους μόνο όταν αισθανόμαστε ότι δεν απειλείται η δική μας πληρότητα. Έτσι μένουμε κλειστοί στους άλλους. Το θέλημά μας θριαμβεύει. Ακόμη και στις σχέσεις μαζί τους πρυτανεύει το «αυτό θέλω εγώ» και όχι το «τι θα ήθελες εσύ;». Και γι’ αυτό δυσκολευόμαστε πολύ να ανοιχτούμε. Ακόμη και όταν μας αγαπούνε, προτιμούμε τις δικές μας προτεραιότητες.
Στο ευαγγέλιο που διαβάζουμε την Κυριακή των Προπατόρων του Κυρίου ο Χριστός μιλά για το μεγάλο Δείπνο. Για την πρόσκληση στους ανθρώπους να γευτούν τη χαρά της Βασιλείας του Θεού και να συμμετάσχουν στην τράπεζα της αγάπης, που έχει να κάνει με την κοινωνία του σώματος και του αίματος του Κυρίου μας και το φως της αιωνιότητας που ο Χριστός δίνει εν αφθονία σε όσους ανταποκρίνονται στο κάλεσμά Του. Όμως συχνά οι κεκλημένοι αρνούνται να προσέλθουν. Την ώρα της μετοχής ο καθένας σκέφτεται τα δικά του. Τα υλικά του αγαθά. Τις απολαύσεις της ζωής . Τις βιοτικές μέριμνες. Και ενώ το τραπέζι είναι μεγάλο και χωρά, οι καλεσμένοι φαίνονται μικροί τόσο ενώπιον της αγάπης του προσκαλέσαντος όσο και ενώπιον της ίδιας της Βασιλείας, ανίκανοι να χαρούν την αγάπη και την ευλογία του Θεού, να ανταποκριθούν στην τιμή που τους γίνεται. Και βλέπουμε τον οικοδεσπότη να καλεί όσους βρίσκονται περιφρονημένοι και περιθωριοποιημένοι από τους ανάξιους φίλους. Κι ενώ γίνεται και αυτό ο υπηρέτης αναφωνεί: «έτι τόπος εστί» (Λουκ. 14, 22). Υπάρχει ακόμη χώρος. Και τότε η πρόσκληση απευθύνεται και σ’ αυτούς που είναι ξένοι, που δεν έχουν ούτε τη σχέση του συν-ανήκειν με τον οικοδεσπότη. Κι αυτοί θα συμμετάσχουν τελικά στο μεγάλο δείπνο. Διότι η Βασιλεία θα δοθεί σε εκείνους που θα αισθανθούν ότι θέλουν να ενταχθούν στον χώρο και την αγάπη του Θεού, που είναι Αυτός ο οικοδεσπότης.
Έτι τόπος εστί. Η Εκκλησία δεν κλείνει ποτέ τις πόρτες της. Είναι ανοιχτή σε όλους, ακόμη και σ’ αυτούς που αισθάνονται αδύναμοι να προσεγγίσουν την χάρη του Θεού. Και ζητά από όσους είμαστε ενταγμένοι στη ζωή της να μην αισθανόμαστε αυτάρκεις. Ότι μας ανήκει αποκλειστικά η σωτηρία. Η αλήθεια. Η αυθεντικότητα. Επειδή τόπος εστί χωρούν και όλοι εκείνοι που είναι τραυματισμένοι από την αμαρτία και το κακό. Χωρούνε όμως και όλοι εκείνοι οι ακατήχητοι. Αυτοί που δεν γνωρίζουν την αλήθεια, αλλά θα συναντήσουν τους υπηρέτες του Θεού και ένα σκίρτημα καρδιάς θα τους καλέσει να ανταποκριθούν στην πρόσκληση. Χωρούνε όμως και εκείνοι που κινούνται από την ανάγκη, τη δίψα για ζωή και για υπέρβαση του θανάτου, τις μεταφυσικές ανησυχίες, τη δύναμη της λογικής που ζητά απαντήσεις και δεν τις βρίσκει στη σοφία του κόσμου. Ο Χριστός δεν ήρθε να καλέσει τους δικαίους, αλλά τους αμαρτωλούς σε μετάνοια. Γι’ αυτό και η Εκκλησία δέχεται τους ανθρώπους όπως είναι, για να τους αγιάσει δια της μετοχής στο δείπνο της Βασιλείας, από όπου θα φύγουν αλλαγμένοι, ανακαινισμένοι, έτοιμοι για μία νέα ζωή.
Έτι τόπος εστί. Στις καρδιές μας που ταλαιπωρούνται από τα πάθη, τις επιθυμίες, τη φιληδονία και την φιλαυτία, υπάρχει τόπος για τον Θεό. Δε θέλει πολύ Εκείνος. Λίγο να αφήσουμε χώρο και θα εισέλθει. Δεν επιτρέπει στην απελπισία να κυριαρχήσει επάνω μας, εάν εμείς αισθανόμαστε ότι έχουμε περιθώριο μετανοίας. Και το λίγο της καρδίας, φωτισμένο από την παρουσία Του, δίδει πληρότητα. Και το παράδοξο είναι ότι τότε η καρδιά ανοίγει. Όχι μόνο στον Θεό, αλλά και στον πλησίον. Δεν εγκλωβίζεται στην αποκλειστικότητα. Στην πλεονεξία. Αναγνωρίζει την ευεργεσία του Θεού και γίνεται ταπεινή. Και μέσα στην ταπείνωση χωρά τους πάντες. Μακροθυμεί και ευρυχωρεί. Και εκφράζεται δια της ελεημοσύνης και της ευσπλαχνίας, αλλά και δια της δοτικότητας, του μοιράσματος. Ανοίγεται στον άλλον. Και αφήνει το ίδιον θέλημα, προς χαράν του πλησίον. Ακόμη και αν εκείνος δεν είναι σε θέση να δει με αμοιβαιότητα τη σχέση μαζί μας, η ευρυχωρία της καρδιάς μας μάς κάνει να αντέχουμε.
Έτι τόπος εστί. Επιστέγασμα της κλήσης το ποτήριο της ζωής. Σ’ αυτό δεν υπάρχει όριο. Μας δίδεται δι’ αυτού άφεση αμαρτιών και αιώνια ζωή και την ίδια στιγμή η ευλογία της ενότητας με τους πάντες. Και όχι μόνο. Η ζωή της πίστης δε χορταίνεται. Πάντοτε μπορούμε να μάθουμε κι άλλο. Να βιώσουμε κι άλλο. Να αγιαστούμε κι άλλο. Ενώ ο Χριστός μας δίδεται πλήρης στην θεία Ευχαριστία, ποτέ δεν εξαντλείται η χάρις του. Μπορούμε να Τον ζήσουμε αλλιώτικα. Σε μεγαλύτερη ένταση. Κάθε φορά τον Ίδιο αλλά και με άλλα αποτελέσματα. Άλλοτε ως χαρά, ελπίδα και αγάπη. Άλλοτε ως μετάνοια και συναίσθηση της ευλογίας. Άλλοτε ως καινούργια αρχή στη ζωή μας. Άλλοτε ως ευγνωμοσύνη για το ότι γίνεται άνθρωπος για μας. Άλλοτε ως ευκαιρία να ξαναδούμε τα χαρίσματά μας ως ευκαιρία να τα μοιραστούμε. Γενικά ως έναν συνεχή επαναπροσδιορισμό της ζωής μας. Πάντοτε όμως ως τον Άρτο που δίνει νόημα ζωής και σωτηρίας.
Ο κόσμος λέει κι αυτός το «έτι τόπος εστί». Τόπος στην καρδιά μας για κατανάλωση. Για πάθη. Για παράπονα και μεμψιμοιρία. Για ηδονή. Αυτός ο κόσμος γίνεται και τόπος και χρόνος για τους αγρούς μας, για τα ζεύγη των βοών, για το «γυναίκα έγημα». Μετατρέπει τον τόπο για να πει στον Θεό «έχε με παρητημένον» (Λουκ. 14, 18). Κλείνει την καρδιά του στη πρόσκληση και μένει εκτός της Βασιλείας. Και έτσι γιορτάζει και τις μεγάλες εορτές της πίστης. Όχι ως ευκαιρία να ανοίξει τον τόπο της καρδιάς του για τον Ενανθρωπήσαντα Κύριο, αλλά για την ψευδαίσθηση της πρόσκαιρης χαράς. Ο καθένας μας λοιπόν ας δει την καρδιά του και ας κρίνει αν ήρθε η ώρα να πει το μεγάλο ΝΑΙ στην πρόσκληση του οικοδεσπότη Χριστού για μία νέα ζωή. Υπάρχει τόπος στην Εκκλησία. Το θέμα είναι αν θα μείνουμε θεατές του δείπνου, αδιάφοροι γι’ αυτό, ή θα ακολουθήσουμε εκείνους που αποδέχτηκαν την πρόσκληση και την αλήθεια. Και συμμετέχουν για πάντα στη χαρά της Βασιλείας.


Σάββατο 9 Δεκεμβρίου 2017

Πρόγραμμα Εβδομάδος

ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΑΚΟΛΟΥΘΙΩΝ
Δευτέρα 11 - Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου 2017

Δευτέρα 11 Δεκεμβρίου 2017:
5.00 - 6.00 μ.μ. Εσπερινός και Παράκληση στην Παναγία
6.00 μ.μ. Κύκλος Συμμελέτης Αγίας Γραφής

Πέμπτη 14 προς Παρασκευή 15 Δεκεμβρίου 2017 (Αγίου Ελευθερίου):
9.00 μ.μ. - 00.30 π.μ. Εσπερινός, Όρθρος και Θεία Λειτουργία

Σάββατο 16 Δεκεμβρίου 2017:
7.30 – 9.30 π.μ. Όρθρος και Θεία Λειτουργία
11.00 π.μ. - 12.30 μ.μ. Κατηχητικό για τα μικρότερα παιδιά.
4.00 – 5.00 μ.μ. Κατηχητικό για μαθητές Δ, Ε, και Στ Δημοτικού.
5.00 μ.μ. ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ
6.00 μ.μ. Κατηχητικό για μαθητές Γυμνασίου.

Κυριακή 17 Δεκεμβρίου 2017:
7.30 – 10.30 π.μ. Όρθρος και Θεία Λειτουργία.
6.00 μ.μ. Πανηγυρικός Εσπερινός Αγίου Μοδέστου

Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου 2017 (Αγίου Μοδέστου):
7.30 – 10.30 π.μ. Πανηγυρικός Όρθρος, Θεία Λειτουργία και Αγιασμός για τα Ζώα.
5.00 - 6.00 μ.μ. Ιερό Ευχέλαιο
6.00 μ.μ. Κύκλος Συμμελέτης Αγίας Γραφής

 Ο π. Θεόδωρος Μπατάκας θα είναι στο Ναό μας το Σάββατο 16 Δεκεμβρίου, από τις 4.30 μ.μ. για το μυστήριο της εξομολογήσεως.

«ουκ έδει» - Δεν έπρεπε!

Υπάρχουν στιγμές στη ζωή μας στις οποίες καλούμαστε να σκεφτούμε ποια σημασία έχουν άνθρωποι του περιβάλλοντός μας για μας. Δεν έχει να κάνει μόνο με το πόσο τους αγαπούμε. Κυρίως έχει να κάνει με το πόσο το χρειαζόμαστε, πώς τους χρησιμοποιούμε. Μιά τέτοια θέαση, η οποία συνήθως γίνεται όταν οι άλλοι φεύγουν για κάποιον λόγο από τη ζωή μας, είτε οριστικά είτε προσωρινά, αποκαλύπτει τον χαρακτήρα μας, τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε τον πλησίον μας, αλλά και τι είναι εκείνος για μας. Ταυτόχρονα, διαπιστώνουμε ποιος είναι ο χαρακτήρας μας, αλλά και ποια είναι η κοσμοθεωρία μας. Ουσιαστικά μας βοηθά να καταλάβουμε πόση ταπεινοφροσύνη έχουμε και την ίδια στιγμή πόσο κοντά ή μακριά από τις εντολές του Θεού βρισκόμαστε.
Ο Χριστός κάποιο Σάββατο, όπως συνήθιζε, βρέθηκε σε μία συναγωγή για να διδάξει. Εκεί συνάντησε μία συγκύπτουσα γυναίκα, κυρτωμένη από δαιμονική επίδραση. Η γυναίκα αυτή βρίσκονταν ανάμεσα στους πιστούς Ιουδαίους και παρά την ασθένειά της, η οποία την καθιστούσε, σύμφωνα με τη νοοτροπία της εποχής, καταραμένη από τον Θεό, δε δίσταζε να θέλει να είναι μέλος της κοινότητα, επί δεκαοκτώ χρόνια. Ο Χριστός της λέει ότι παίρνει την απόλυση από την ασθένειά της, σα να ήταν στη φυλακή, να εξέτισε την ποινή της και να μπορεί πλέον να επιστρέψει στο σπίτι της ελεύθερη. Και τότε ο αρχισυνάγωγος διαμαρτύρεται με θυμό στους άλλους ανθρώπους, διότι δεν τολμά ευθέως να μιλήσει στον Χριστό που έκανε το θαύμα της θεραπείας, και τους ζητά να έρχονται να θεραπεύονται τις έξι ημέρες της εβδομάδας και όχι τη έβδομη, στην οποία από τον μωσαϊκό νόμο απαγορεύονταν κάθε εργασία. Και ο Χριστός, αφού τον χαρακτηρίζει «υποκριτή» και του περιγράφει πώς για την άλογη κτίση οι άνθρωποι παραβιάζουν την αργία του Σαββάτου, του αναφέρει σχετικά με την θεραπευμένη γυναίκα: «ταύτην δε θυγατέρα Αβραάμ ούσαν, ην έδησεν ο σατανάς ιδού δέκα και οκτώ έτη, ουκ έδει λυθήναι από του δεσμού τούτου τη ημέρα του σαββάτου;»(Λουκ. 13, 16).«Αυτή, που είναι απόγονος του Αβραάμ, και ο σατανάς την είχε δεμένη δεκαοκτώ χρόνια, δεν έπρεπε να λυθεί απ’ αυτά τα δεσμά το Σάββατο;».
Για τον αρχισυνάγωγο «ουκ έδει». Έβλεπε την γυναίκα ως μέτρο σύγκρισης για την δική του πνευματική κατάσταση. «Δεν είμαι σαν κι αυτή», μπορεί να σκεφτόταν. Τόσα χρόνια μέσα στη συναγωγή η γυναίκα αυτή πιθανόν να έκανε τον αρχισυνάγωγο να αισθάνεται ότι η δική του πορεία ήταν ευλογημένη, διότι ο ίδιος δεν είχε καμιά ασθένεια, αλλά είχε την επιφανή θέση, δηλαδή την χάρη και την ευλογία του Θεού, όπως πίστευε. Το ίδιο πιθανόν να πίστευαν και οι άλλοι συμμετέχοντες στη ζωή της συναγωγής. Η συγκύπτουσα γυναίκα ήταν ένα παράδειγμα δικαίωσης για τους ίδιους. «Αφού δεν είμαστε άρρωστοι, επομένως δεν είμαστε σαν κι αυτή και άρα ο Θεός είναι ευχαριστημένος από εμάς». Μπορεί να την συμπονούσαν για τη δοκιμασία της. Στην ουσία όμως μέσα από αυτήν δικαίωναν τον εαυτό τους, υποκριτικά. Γι’ αυτό και όταν ο Χριστός την θεραπεύει, ο αρχισυνάγωγος οργίζεται. Με ποιον θα συγκρίνει πλέον τον εαυτό του; Ποιο θα είναι το κριτήριο της δικαίωσής του; Και αυτή η «τιμωρημένη» από το Θεό τώρα γίνετε άξια να ζήσει το θαύμα; Πιθανόν και κάποιοι άλλοι αυτό να σκέφτηκαν.
Οι άνθρωποι συχνά συμπεριφερόμαστε στους άλλους ως υπηρέτες μας. Απαιτούμε από αυτούς να κάνουν το δικό μας θέλημα, αν μάλιστα τους δίνουμε την αίσθηση ότι τους αγαπούμε. Παγιδευμένοι σ’ αυτό που είναι ή νομίζουν ότι είναι η αγάπη, αισθάνονται ότι θα πρέπει να κάνουν αυτό που τους λέμε και ζητάμε, διότι εμείς το δικαιούμαστε ακριβώς επειδή τους αγαπούμε. Και αν εκείνοι ωφελούνται από αυτή την κατάσταση, εμείς άραγε δικαιούμαστε να φερόμαστε έτσι; Εκείνοι ταπεινώνονται και αγαπούν. Εμείς τους αγαπούμε όμως αληθινά ή αγαπάμε τον εαυτό μας έτσι, ώστε να θέλουμε να μας υπηρετούν; Είναι ένα ερώτημα το οποίο θέτει ο Χριστός για τις ανθρώπινες σχέσεις. Θέλουμε να εξουσιάζουμε τους άλλους ή εμείς πρώτοι τους διακονούμε; Τι γίνεται όταν αυτοί αποφασίζουν ότι δε θέλουν άλλο να μας διακονούν ή όταν αλλάξει η κατάσταση τους; Είμαστε έτοιμοι να συνεχίζουμε να τους αγαπούμε ή οργιζόμαστε μαζί τους, όπως ο αρχισυνάγωγος, διότι παύουμε να χάνουμε τα προνόμια της χρήσης τους και την εξουσία μας επάνω τους;
Άλλοτε πάλι οι άνθρωποι χρησιμοποιούμε τους άλλους ως μέτρο αυτοδικαίωσης. Είναι η κάποια λύση για την αυτοεκτίμησή μας. Για την αίσθηση ότι αξίζουμε. Ότι ο Θεός μας έχει ευλογήσει. Και όταν συνειδητοποιούμε ότι δεν είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα, πώς αντιδρούμε; Η απουσία ταπεινοφροσύνης, διότι περί αυτού πρόκειται, είναι σημείο υπερηφάνειας. Όταν ο άλλος γίνεται από εμάς αντικείμενο λοιδορίας, όταν τον εξουθενώνουμε για να δείξουμε ότι εμείς είμαστε ανώτεροι, τότε δεν είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε την αληθινή πνευματική μας κατάσταση. Ότι κληθήκαμε από τον Θεό να έχουμε ως μέτρο των σχέσεών μας με τους άλλους την ταπεινοφροσύνη. Δηλαδή να πιστεύουμε ότι μέσα από εκείνους μπορούμε να ωφεληθούμε. Από τα χαρίσματά τους. Από τις αρετές τους. Ακόμη και από την αρνητική τους όψη, εμείς μπορούμε να διδαχθούμε. Υπομονή και μετάνοια, όπως ήταν η στάση της συγκύπτουσας. Είναι δύο δρόμοι στους οποίους οι άλλοι, αν εργαζόμαστε για την ταπεινοφροσύνη, μπορούν να μας διδάξουν.
Τέλος, υπάρχει και ο δρόμος της αγάπης. Η απόφαση δηλαδή οι άλλοι να μην είναι χρήσιμα αντικείμενα, αλλά εικόνες Θεού. Στο πρόσωπό τους, ακόμη κι αν κάτι δεν πάει καλά, να βλέπουμε το τραυματισμένο άνθρωπο, ο οποίος έχει ανάγκη τη συμπάθειά μας και την καλοσύνη μας. Και την ίδια στιγμή να ισχύει και για μας και για εκείνους το αποστολικό «αλλήλων τα βάρη βαστάζετε και ούτως αναπληρώσατε τον νόμον του Χριστού»(Γαλ. 6, 2), να σηκώνουμε δηλαδή ο ένας το φορτίο του άλλου, για να εφαρμόζουμε πλήρως τον νόμο του Χριστού. Αν έχουμε λάβει αυτή την απόφαση και παλεύουμε και στην οδό της ταπεινοφροσύνης, τότε ο άλλος γίνεται ευλογία για μας κι εμείς για εκείνον. Η σχέση μας μαζί του είναι σχέση που οδηγεί στον Χριστό.
Ο πολιτισμός μας έχει χρησιμοθηρικό χαρακτήρα. Μας χρησιμοποιεί ως καταναλωτικά όντα. Είναι πολιτισμός εξουσίας επάνω μας. Μας κάνει γνήσια τέκνα του, όταν μας μεταδίδει αυτό το πνεύμα της χρήσης των άλλων. Η πίστη μάς βοηθά να βρούμε την οδό της ταπεινοφροσύνης, της αγάπης και της κατανόησης προς τους άλλους και τις αδυναμίες τους, όχι για να τους χρησιμοποιούμε αλλά για να συμπορευόμαστε, ακόμη κι αν ο δρόμος είναι δύσβατος. Διότι οι χαρακτήρες μας δεν ταιριάζουν εύκολα, αλλά και πάντοτε έχουμε μέσα μας το ερώτημα αν είμαστε καλύτεροι από τους άλλους. Κι αυτή η σύγκριση κάνει την αγάπη να μην μπορεί να νικήσει. Η ζωή με τον Χριστό στην Εκκλησία μας δίνει την ευκαιρία να δοκιμάσουμε τον εαυτό μας πώς βλέπει τους άλλους και να αλλάξουμε με τη βοήθειά Του προσανατολισμό. Διά της ταπεινοφροσύνης να περάσουμε από τη χρήση, στην αγάπη.

Σάββατο 2 Δεκεμβρίου 2017

Κύριε, ίνα αναβλέψω

Οι άνθρωποι λειτουργούμε με γνώμονα τον ορθολογισμό και τις εμπειρίες που μας δίνουν οι αισθήσεις μας. Δεν είναι μόνο η επιστημονική μέθοδος, η οποία στηρίζεται στην παρατήρηση και το πείραμα και την διατύπωση απόψεων και θεωριών με βάση τα δεδομένα των αισθήσεων. Είναι και ο τρόπος που ερμηνεύουμε την πραγματικότητα στην οποία ζούμε.
Υπαρκτό είναι ό,τι βλέπουμε. Υπαρκτό είναι ό,τι μπορούμε να απολαύσουμε. Υπαρκτό είναι μόνο ό,τι μπορούμε να ζήσουμε. Και το υπαρκτό ταυτίζεται με το αληθινό. Μικρότεροι και μεγαλύτεροι ζούμε σε έναν πολιτισμό που έχει περιθωριοποιήσει κάθε έννοια υπέρβασης του αισθητού. Γι’ αυτό και ο άνθρωπος μπροστά στο θάνατο δεν μπορεί, ιδίως σήμερα, να αντιτάξει κάποια άλλη θεώρηση. Εφόσον δεν μπορούμε να δούμε τι συμβαίνει μετά το θάνατο, αυτό συνεπάγεται την απουσία ζωής μετά το χρόνο. Και η ίδια στάση έγκειται και έναντι του ερωτήματος περί της ύπαρξης του Θεού. Εφόσον δεν μπορούμε να δούμε το Θεό με τα φυσικά μας μάτια, με τις φυσικές μας αισθήσεις, να τον συμπεριλάβουμε στα μετρήσιμα μεγέθη του κόσμου, ζούμε σα να μην υπάρχει ή δεν πιστεύουμε ότι υπάρχει. Το παράδειγμα με το «σωματίδιο του Θεού», το «μποζόνιο του Higgs» είναι χαρακτηριστικό της αντιμετώπισης του κόσμου από πολλούς, επιστήμονες και μη.
Η πίστη όμως μάς καλεί σε μια διαφορετική θέαση του κόσμου. Ζητά από εμάς, όπως ο τυφλός που συνάντησε ο Χριστός κατά την είσοδό Του στην Ιεριχώ, να αναφωνήσουμε στο Θεό «Κύριε, ίνα αναβλέψω», «κάνε Κύριε, να μπορέσω να δω» (Λουκ. 18,41). Να αναβλέψουμε ως προς το μεγάλο ερώτημα της ύπαρξης αν υπάρχει ο Θεός και πώς μπορούμε να Τον δούμε. Να αναβλέψουμε ως προς τον σκοτασμό τον οποίο εμποιούν στη σκέψη και την καρδιά μας η αμαρτία και ο διάβολος και μας κάνουν να καθηλωνόμαστε στην ματαιότητα του κόσμου τούτου, να παραδιδόμαστε στις βιοτικές μέριμνες και την απουσία πνευματικού προσανατολισμού. Να αναβλέψουμε ως προς το άνοιγμα των οφθαλμών της ψυχής μας, την οποία έχουμε καταστήσει σωματική λειτουργία και όχι αθάνατο πνεύμα. Και η ανάβλεψη δε γίνεται χωρίς την δύναμη της προσευχής, η οποία είναι η φωνή την οποία βγάζουμε προς το Θεό, και την δύναμη της εμπιστοσύνης που η αγάπη μας προς Εκείνον γεννά, όταν νιώθουμε ότι έρχεται στην Ιεριχώ της ζωής μας, η οποία μας έχει καταστήσει ανήμπορους να επιβιώσουμε σε έναν κόσμο που μας έταξε πολλά, αλλά που αποδείχτηκε ότι πρόσκαιρα ήταν τα όσα έδωσε και, τελικά, μάταια.
Γιατί δεν μπορούμε να δούμε με τις σωματικές μας αισθήσεις το Θεό; Διότι η ύπαρξή μας δεν μπορεί να ανοιχτεί στον κόσμο που Εκείνος δημιούργησε. Να καταλάβει, έστω και μερικώς, ότι η τελειότητα αυτού του κόσμου, της φύσης, το κάλλος το οποίο αποτυπώνεται στα όσα εν σοφία Εκείνος εποίησε αποτελούν εικόνες μέσα από τις οποίες ο καθένας μας μπορεί να Τον προσεγγίσει. Ότι αυτά δεν μπορεί να έχουν γίνει τυχαία. Ότι μιλούν για το Θεό. Αλλά και η ίδια η ανθρώπινη ύπαρξη, με την τελειότητα του βιολογικού μηχανισμού, μαρτυρεί την ύπαρξη Δημιουργού. Συνήθως ψάχνουμε την απόρριψη του Θεού στις ατέλειες, οι οποίες όμως είναι αποτέλεσμα της δικής μας κακής χρήσης του κόσμου και της ύπαρξής μας. Της φθοράς που επιφέρουμε με μια ζωή γεμάτη πάθη και εκμετάλλευση. Και λησμονούμε ότι τα πάντα «καλώς λίαν» εποιήθησαν. Αλλά και η δυνατότητα να αγαπούμε, να μοιραζόμαστε τη ζωή μας, να έχουμε δίψα για να συναντήσουμε τον πλησίον με πνεύμα θυσίας και ανιδιοτέλειας μέσα από τη ζωή της Εκκλησίας, αποτελούν στοιχεία που μας δείχνουν ότι υπάρχει ο Θεός. Το ίδιο και μέσα από την αποκάλυψή Του στο πρόσωπο του Χριστού, στην οδό του Ευαγγελίου. Προϋπόθεση η πίστη, η παράδοσή μας σ’ Εκείνον που μας αγαπά. Και τότε θα ανοιχτούν τα πνευματικά μας μάτια, η δυνατότητα που έχει δώσει ο Θεός στην ψυχή μας να Τον αναζητεί.
«Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται» (Ματθ. 5,8). Ο λόγος του Χριστού μας δείχνει μιαν άλλη οδό για να αναβλέψουμε και να δούμε το Θεό. Να καταλάβουμε το σκοτάδι στο οποίο η αμαρτία μας έχει ρίξει. Και είναι πολλά τα πάθη που δεν μας αφήνουν να δούμε. Ο εγωκεντρισμός που δεν μας επιτρέπει να αγαπούμε και να νικούμε το θέλημά μας. Η ενασχόληση με την ύλη, την επιβίωση, την αυτάρκεια και τον πλούτο, που δεν μας αφήνει να δούμε ότι αλλού είναι το νόημα της ζωής. Η ανάγκη της ηδονής, που μας στερεί την ελευθερία και μας υποδουλώνει σ’ αυτούς που μας ευχαριστούν και ελέγχουν την ύπαρξή μας, αμαυρώνοντας την δυνατότητα του προσώπου μας να δει το Φως. Όλα αυτά που συνοδεύουν την ανθρώπινη φύση, είναι γεννήματα της επιλογής μας να είναι ο κόσμος προτεραιότητα της ζωής μας και όχι η σχέση μας με το Θεό. Από μέσα για τη ζωή έχουν καταστεί σκοπός της και έχουν οδηγήσει τον άνθρωπο να έχει διαγράψει την πνευματική θέαση από την πορεία του.
Έχουμε ψυχή οι άνθρωποι. Έχουμε αθάνατο πνεύμα, το οποίο μέσα από τη δύναμη της χάριτος του Θεού καλείται να Τον συναντήσει από αυτήν εδώ τη ζωή και να συνεχίσει την κοινωνία μαζί Του στην αιώνια, στη Βασιλεία του Θεού. Και δεν είναι η ψυχή μας μία λειτουργία του εγκεφάλου ή της συνείδησή μας μόνο. Είναι η ζώσα πνοή που ο Θεός εγκατέστησε μέσα μας και που αναζητεί τον Δημιουργό της όχι μόνο μέσω των σωματικών οφθαλμών αλλά και μέσω των πνευματικών αισθήσεων. Είναι η εικόνα Του που αγκαλιάζει την σύνολη ύπαρξή μας, δηλαδή και το σώμα μας, και το κάνει να διψά να απαλλαγεί από την παχύτητα των αισθήσεων, δηλαδή από την προσκόλληση στο ορώμενο, και να αναζητεί το νοούμενο. Το νοούμενο όμως δεν είναι ιδέες ή θεωρίες ή φιλοσοφία. Αυτά είναι στοιχεία που μας προπαιδεύουν για να αναζητήσουμε το πέρασμα στην κοινωνία με το Πρόσωπο του Χριστού. Γιατί αυτό το Πρόσωπο είναι η Αλήθεια και το τελικό Νοούμενο, νόημα και ζητούμενο για την ύπαρξη. Και σ’ αυτό το δρόμο η ψυχή συναρπάζει και το σώμα. Και όταν έρθει ο θάνατος, η ψυχή θα περιμένει την ανάσταση των νεκρών για να ζήσει και το σώμα αυτή την αιώνια κοινωνία με το Χριστό, απαλλαγμένο από την ανάγκη και τον περιορισμό των αισθήσεων.
Ο τυφλός της Ιεριχούς απευθύνθηκε στο Χριστό με την προσευχητική κραυγή «Ιησού, υιέ Δαυίδ, ελέησόν με». Στο ερώτημα του Χριστού «τι σοι θέλεις ποιήσω;» , απάντησε με την κραυγή της πίστης «Κύριε, ίνα αναβλέψω». Και έλαβε και την σωματική ίαση, αφού ήδη είχε δει πνευματικά. Και το ωραίο στο θαύμα είναι πως το πρώτο πρόσωπο που βλέπει μετά την ίασή του είναι ο Χριστός. Είναι ο Δημιουργός του. Γι’ αυτό και ο πρώην τυφλός δεν θα κάνει τίποτε άλλο παρά θα ακολουθήσει τον Ιησού δοξάζοντας το Θεό για την ευλογία που έλαβε. Αυτόν τον δρόμο που ακολούθησε ο τυφλός ας μιμηθούμε κι εμείς στην εποχή μας. Με προσευχή, πίστη και ετοιμότητα να ακολουθήσουμε το Πρόσωπο του Χριστού, παλεύοντας με το πνεύμα του ορθολογισμού και του εμπειρισμού, την αμαρτία που μας εμποδίζει να αγαπούμε Θεό και συνάνθρωπο και την προσκόλληση στις αισθήσεις που μας κάνουν να μην μπορούμε να καταλάβουμε ότι έχουμε ψυχή. Και στη ζωή της Εκκλησίας θα νικήσουμε την Ιεριχώ του κοσμικού πνεύματος