Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2017

Κυριακή προ των Φώτων

Κάθε μεγάλη εορτή της Εκκλησίας μας, μας βάζει μπροστά στα ζωτικά ερωτήματα: Τι είναι ο Θεός για μένα, Τι είναι ο άλλος για μένα, και τι είναι ζωή για μένα, θέλοντας να μας προβληματίσει και να μας κάνει να προσανατολίσουμε την πορεία μας προς τα ουσιώδη. Αυτό άλλωστε έκανε και ο Πρόδρομος στην έρημο, όπως μας είπε το σημερινό Ευαγγελικό ανάγνωσμα. Έβαζε τους ανθρώπους της εποχής του να απαντήσουν στα υπαρξιακά τους ερωτήματα.
Για τους περισσότερους ο Θεός είναι ένα κατασκεύασμα του αδύναμου, του ανίσχυρου ανθρώπου που θέλει να καταφεύγει σε μια Ανώτερη δύναμη είτε για να αποθέτει τα προβλήματά του, είτε για να ζητά ενίσχυση, είτε για να δικαιολογεί τα αποτελέσματα των επιλογών του, «έτσι θέλει ο Θεός». Για άλλους ίσως είναι ένας δυνάστης, ένας τύραννος που απαιτεί από τους ανθρώπους υποταγή και ικανοποίηση των απαιτήσεών του.
Σ΄ αυτό το πλαίσιο και ο κάθε άνθρωπος είναι το μέσον για να ικανοποιήσουμε εμείς τις ανάγκες μας, είναι αυτός που θα τον εκμεταλλευτούμε για να κερδίσουμε, είναι αυτός που θα μας υπηρετήσει, και θα μας υπακούσει. Και έτσι η ζωή μας θα αποκτήσει νόημα, θα είναι εύκολη και ξεκούραστη. Θα έχει ανέσεις. Βέβαια, θα έχει το φόβο του θανάτου.
Ο Απόστολος Παύλος, όμως σήμερα, αναφέρει στον μαθητή του Τιμόθεο, πως είναι έτοιμος για το θάνατο, γιατί γνωρίζει ότι τον περιμένει η Αιώνια Ζωή. Ξέρει ότι εκεί δεν θα υπάρχει γι΄αυτόν στενοχωρία, δεν θα υπάρχει θλίψη, ή πόνος ή ασθένεια. Γιατί αγάπησε το Θεό, πρόσφερε την καρδιά του σ΄ αυτόν, ανταποκρίθηκε στην αγάπη Του και διακόνησε – υπηρέτησε τον συνάνθρωπό του. Είδε τον κάθε άνθρωπο ως ευκαιρία να πλησιάσει το Θεό, να προσφέρει μια κουβέντα καλή, ελπίδα, παρηγοριά, προσευχή, χρόνο, χρήμα, διάθεση. Γιατί αναγνώριζε ένα Θεό Πατέρα, ένα Θεό – Αγάπη, ένα Θεό – Αλήθεια, ένα Θεό – Ζωή.
Ας ακούσουμε και μεις το κήρυγμα του Προδρόμου: «Μετανοείτε» και ας δώσουμε τις απαντήσεις στα ζωτικά ερωτήματα όπως το έκαμε ο Απόστολος Παύλος, ώστε το νέο έτος να μας φέρει πιο κοντά στην Αλήθεια, στην Ζωή και στην Αγάπη, τον Ιησού Χριστό.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ

ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΑΚΟΛΟΥΘΙΩΝ
Κυριακή 31 Δεκεμβρίου 2017 – Δευτέρα 8 Ιανουαρίου 2018

Κυριακή 31 Δεκεμβρίου 2017:
7.30 – 10.30 π.μ. Όρθρος και Θεία Λειτουργία.
5.00 μ.μ. Εσπερινός

Δευτέρα 1 Ιανουαρίου 2018 (Περιτομή Χριστού – Αγίου Βασιλείου):
7.30 – 10.30 π.μ. Όρθρος, Θεία Λειτουργία και Δοξολογία για το νέο έτος.

Παρασκευή 5 Ιανουαρίου 2018:
6.30 – 10.00 π.μ. Όρθρος, Ώρες, Εσπερινός Θεοφανείων με Θεία Λειτουργία και Μέγας Αγιασμός.


Σάββατο 6 Ιανουαρίου 2018 (Θεοφάνεια):
7.30 – 11.00 π.μ. Όρθρος Θεία Λειτουργία και Μέγας Αγιασμός.
11.00 μ.μ. Εκκίνηση για αγιασμό των υδάτων στην δεξαμενή.

Κυριακή 7 Ιανουαρίου 2017 (Σύναξη του Προδρόμου):
7.30 – 10.30 π.μ. Όρθρος και Θεία Λειτουργία.

Δευτέρα 8 Ιανουαρίου 2018:
5.00 – 6.00 μ.μ. Εσπερινός και Παράκληση στην Παναγία.
6.00 μ.μ. Κύκλος Συμμελέτης Αγίας Γραφής.

 Την Τετάρτη 3 Ιανουαρίου 2018, στις 7.00 το απόγευμα, θα πραγματοποιηθεί εκδήλωση για τους φοιτητές και νέους αποφοίτους της ενορίας μας, στο Πνευματικό Κέντρο του Ι. Ναού.

Σάββατο 23 Δεκεμβρίου 2017

«έστι Θεός»

Ένα από τα πιο συγκλονιστικά γεγονότα της Παλαιάς Διαθήκης ήταν η μετοικεσία των Ιουδαίων στη Βαβυλώνα, μετά την καταστροφή των Ιεροσολύμων από τους Βαβυλωνίους του βασιλιά Ναβουχοδονόσορα, το 587 π. Χ. Η καταστροφή ήταν ολοκληρωτική. Ο οίκος του Κυρίου, ο ναός δηλαδή του Σολομώντα γκρεμίστηκε, τα υλικά από τα οποία ήταν καμωμένος, τα ιερά σκεύη και κάθε τι που είχε αξία μεταφέρθηκε ως λάφυρο πολέμου στην Βαβυλώνα, ενώ το παλάτι του βασιλιά Σεδεκία, τα σπίτια των ανθρώπων και κάθε τι που θύμιζε την περίλαμπρη πρωτεύουσα του περιούσιου λαού του Θεού καταστράφηκαν. Όλος ο λαός αιχμαλωτίστηκε και μεταφέρθηκε και αυτός ως λάφυρο στη Βαβυλώνα. Επί 48 έτη οι Ισραηλίτες παρέμειναν αιχμάλωτοι. Σχεδόν δύο γενιές έζησαν την απόλυτη σκλαβιά. Μακριά από τον τόπο τους, χωρίς ελπίδα επιστροφής, αλλά και χωρίς τη δυνατότητα φανερά να λατρεύουν τον Θεό τους, γεύτηκαν την απουσία ελευθερίας. Παρέμειναν Ισραηλίτες, διότι μέσα τους η σπίθα της σχέσης με τον Θεό της Παλαιάς Διαθήκης παρέμεινε ισχυρή. Θρήνησαν τις αμαρτίες τους, τον θρησκευτικό συγκρητισμό τους, δηλαδή το ανακάτεμα των παραδόσεων το οποίο επέτρεψαν στους εαυτούς τους να συμβεί, το διχασμό που τους έκανε να χωριστούν σε δύο βασίλεια, την αλαζονεία ότι τίποτε δεν επρόκειτο να τους συμβεί, διότι παρά την αποστασία τους ο Θεός ήταν υποχρεωμένος να τους σώσει, όπως και παλαιότερα, την απουσία προετοιμασίας για την αντιμετώπιση των εχθρών τους, την γενικότερη απραγία στη ζωή τους, που τους έκανε να μένουν προσκολλημένοι στο ένδοξο παρελθόν, ενώ ο χρόνος κυλούσε και οι άλλοι λαοί προετοιμάζονταν για να τους καταλάβουν. Το χειρότερο ήταν ότι αδιαφόρησαν στις ρήσεις των προφητών, ιδίως του Ιερεμία, οι οποίοι τους καλούσαν σε μετάνοια για την παράδοση ενός μέρους του λαού, κάποτε και των βασιλιάδων και των αρχόντων τους στην ειδωλολατρία.
Ο Θεός όμως δεν τους λησμόνησε, για τον πρόσθετο λόγο ότι μέσα στην αιχμαλωσία εμφανίστηκαν προσωπικότητες όπως ο προφήτης Δανιήλ και οι Τρεις Παίδες, οι οποίοι έδειξαν ότι στην ξένη γη, στην πικρία της αιχμαλωσίας, έρχεται κάποτε η αφύπνιση. Δεν είναι κατ’ ανάγκην οι άρχοντες, οι θεωρητικώς ηγέτες αυτοί που ξυπνούν τον λαό από τον λήθαργο, την μοιρολατρία, την λύπη και την παραίτηση. Είναι όσοι αισθάνονται ότι πρέπει να ξαναβρεθούν οι συνεκτικοί εκείνοι κρίκοι, οι οποίοι θα συναρμόσουν τον λαό σε μία κοινή πορεία, οι αξίες που θα νοηματοδοτήσουν αυτό που ήταν και αυτό που έχασε ο λαός, για να μπορέσει να επανέλθει. Χωρίς μνήμη, χωρίς αξίες, χωρίς ρίζες, χωρίς γιορτές, χωρίς επίγνωση αποστολής, χωρίς συναίσθηση της ετερότητας σε σχέση με τους άλλους, η σκλαβιά δε θα πάψει να υφίσταται. Και ο Δανιήλ και οι Τρεις Παίδες, αντιστεκόμενοι τόσο στην θρησκευτική όσο και στην εθνική αλλοτρίωση, παίρνοντας απόφαση να είναι ο Θεός ο συνεκτικός κρίκος που ενώνει τον λαό και όντας έτοιμοι ακόμη και να πεθάνουν αναφωνώντας το «έστι Θεός» στην κάμινο του πυρός, αφυπνίζουν τον λαό. Για να έρθουν οι ιστορικές συγκυρίες, όπως ο Θεός προνοεί, κι ένας κάποιος Ζοροβάβελ, ασήμαντος φαινομενικά, να αναλάβει να επιστρέψει τον λαό του στον τόπο του. Να τον κάνει σταδιακά να ξανακερδίσει ό,τι έχασε. Μέχρις ότου να έρθει ο Χριστός και να ολοκληρώσει την επιστροφή. Όχι όμως τώρα στην αίσθηση της μοναδικότητας στη σχέση με τον Χριστό, αλλά στην βεβαιότητα ότι ο καθένας μας, ο κάθε λαός διαδραματίζει τον ρόλο του στην ιστορία του κόσμου, για να ζήσει ο κόσμος συνολικά. Όχι μόνο σ’ αυτή τη ζωή, αλλά στην αιωνιότητα.
Κι αυτός ο ρόλος είναι η αγιότητα. Είναι η προσδοκία της έλευσης του Χριστού στην Παλαιά Διαθήκη, η οποία γίνεται πίστη που περνά από γενιά σε γενιά. Είναι η βίωση του Γεννηθέντος Κυρίου ως του Προσώπου εκείνου που γίνεται αυτό που αποκαλύπτει το όνομα: Ιησούς σημαίνει ότι ο Θεός σώζει τον λαό Του. Είναι η αποστολή των μαθητών του Χριστού να κηρύξουν το Ευαγγέλιο, την είδηση της μεγάλης χαράς ότι ετέχθη ο Σωτήρ σε όλη την κτίση. Είναι η αποστολή του καθενός από μας να τηρήσουμε όσα ο Χριστός και οι Απόστολοι μάς δίδαξαν στη ζωή της Εκκλησίας, για να μπορέσουμε να μην θρηνήσουμε την αιχμαλωσία μας ούτε από την αισθητή Βαβυλώνα των ισχυρών του κόσμου, την Βαβυλώνα του πολιτισμού, που ζητά να είμαστε άθρησκοι, απάτριδες, ανέραστοι, άνθρωποι χωρίς ταυτότητα, παραδομένοι στα πάθη, τη φιληδονία, τον εγωκεντρισμό, άνθρωποι χωρίς αγίους και χωρίς ελπίδα για αιωνιότητα, ούτε από την νοητή Βαβυλώνα, αυτή του πειρασμού που μας πολεμά με τους λογισμούς, την κακία, την απιστία, την άρνηση να προτάξουμε τη αγάπη και τη συγχωρητικότητα για να επιλέξουμε την αυτοδικαίωσή μας, την πρόταξη του χρήματος και των αγαθών και όχι της Βασιλείας του Θεού και της δικής Του δικαιοσύνης.
Οι Ισραηλίτες θρήνησαν την μετοικεσία της Βαβυλώνος. Ο Θεός όμως δεν τους ξέχασε. Εμείς δεν μοιάζουμε να θρηνούμε την αποστασία των καιρών από το θέλημά Του, ούτε να παραδειγματιζόμαστε από την πρωτοφανή κρίση την οποία αντιμετωπίζουμε. Στο ψέμα της ειδωλολατρίας παραδόθηκαν οι Ισραηλίτες. Στο ψέμα της σύγχρονης ειδωλολατρίας παραδιδόμαστε κι εμείς. Στην ιδέα ότι η ευτυχία είναι δυνατή χωρίς την χαρά του Θεού. Χωρίς Χριστό, αγάπη, ελευθερία, ανθρωπιά, πλησίον. Εκείνοι αιχμαλωτίστηκαν και έφυγαν από τον τόπο τους. Εμείς ζούμε εν χώρα και σκιά θανάτου, αιχμάλωτοι στον τόπο μας. Εκείνοι χρειάστηκαν ως ηγέτες απλούς ανθρώπους οι οποίοι έδειξαν τι σημαίνει να τηρείς το θέλημα του Θεού εις πείσμα των καιρών και των ισχυρών. Εμείς μπορούμε άραγε να αφυπνιστούμε και να προτάξουμε το πρόσωπο του Χριστού ως οδηγό στη ζωή μας, εις πείσμα των καιρών και των κάθε λογής ισχυρών; Η εορτή των Χριστουγέννων είναι μία πρώτη πρόσκληση να αναφωνήσουμε, όπως ο οι τρεις Παίδες και ο προφήτης Δανιήλ: «Έστι Θεός» (Δανιήλ, 3,17). Το παιδίον νέον. Αυτός που δι’ ημάς εγεννήθη και μπορεί να μας λυτρώσει από κάθε κακό, κάθε οδύνη, κάθε ήττα. Διότι είναι η Αλήθεια που σώζει εντός της Εκκλησίας και μας ελευθερώνει! Ας Τον αναζητήσουμε και ας Τον κοινωνήσουμε, ακολουθώντας τους αγίους Του!


Σάββατο 16 Δεκεμβρίου 2017

Πρόγραμμα ακολουθιών

Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου 2017 (Αγίου Μοδέστου):
7.30 – 10.30 π.μ. Όρθρος, Θεία Λειτουργία και Αγιασμός για τα Ζώα.
5.00 - 6.00 μ.μ. Ιερό Ευχέλαιο
6.00 μ.μ. Κύκλος Συμμελέτης Αγίας Γραφής

Σάββατο 23 Δεκεμβρίου 2017:
11.00 π.μ. - 12.30 μ.μ. Κατηχητικό για τα μικρότερα παιδιά.
4.00 – 5.00 μ.μ. Κατηχητικό για μαθητές Δ, Ε, και Στ Δημοτικού.
5.00 μ.μ. ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ
6.00 μ.μ. Κατηχητικό για μαθητές Γυμνασίου.

Κυριακή 24 Δεκεμβρίου 2017:
7.30 – 10.30 π.μ. Όρθρος και Θεία Λειτουργία.
5.00 μ.μ. Πανηγυρικός Εσπερινός Χριστουγέννων

Δευτέρα 25 Δεκεμβρίου 2017 (Χριστούγεννα):
5.00 – 8.30 π.μ. Όρθρος και Θεία Λειτουργία.
5.00 μ.μ. Εσπερινός

Τρίτη 26 Δεκεμβρίου 2017 (Σύναξη της Θεοτόκου):
8.00 – 10.30 π.μ. Όρθρος και Θεία Λειτουργία και αμέσως μετά, Χριστουγεννιάτικη Εορταστική Εκδήλωση από τα παιδιά των Κατηχητικών της ενορίας στο Πνευματικό Κέντρο του Ναού.
5.00 μ.μ. Εσπερινός

Τετάρτη 27 Δεκεμβρίου 2017 (Αγίου Στεφάνου):
7.30 – 9.30 π.μ. Όρθρος και Θεία Λειτουργία

Κυριακή 31 Δεκεμβρίου 2017:
7.30 – 10.30 π.μ. Όρθρος και Θεία Λειτουργία.

Οι άνθρωποι του περιθωρίου και οι «τελειωμένοι», θα μας σπρώξουν στον Παράδεισο!


Περπατούσα στην παραλία της Θεσσαλονίκης απόγευμα προς βράδυ, όταν ένας τοξικομανής με πλησίασε. Δε μου ζήτησε λεφτά, αλλά με ρώτησε αν μπορούσα να του αγοράσω μια ρόκα (καλαμπόκι) που έψηνε κάποιος πιο κάτω σε ένα μικρό πάγκο που είχε στήσει.
Τον ρώτησα αν ήθελε και κάτι άλλο. Μου είπε ότι ήθελε να πάω να του την αγοράσω εγώ επειδή χρωστούσε στον καλαμποκά και ίσως να μη του έδινε! Πήγα και αφού του την έφερα, με ρώτησε αν μπορώ να κάτσω λίγο μαζί του εκτός κι αν ντρέπομαι! Του απάντησα ότι θα ντραπώ, αν δεν κάτσω.
Τότε μου είπε το εξής εκπληκτικό!
«Φίλε, μακριά από το Χριστό έτσι καταντάς!!! Όμως προσπαθώ εδώ και καιρό να κόψω τα ναρκωτικά για να μην Τον στεναχωρώ!!! Δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω, αλλά επειδή μάλλον δε θα ζήσω πολύ, θέλω όταν θα πάω μπροστά Του να έχω να του δείξω τον αγώνα μου μήπως και με λυπηθεί!»
Ήμασταν κάπου κοντά στο ύψος του Ι. Ναού Κυρίλλου και Μεθοδίου.
Μου λέει: «πάω κάθε πρωί απέναντι και με κοιτούν όλοι καλά- καλά επειδή νομίζουν ότι θέλω λεφτά. Όμως εγώ πηγαίνω μπροστά στην εικόνα για να ζητήσω βοήθεια να κόψω τα ναρκωτικά. Δεν ανάβω κερί επειδή δεν έχω λεφτά να πάρω. Και κάθε βράδυ πάλι πηγαίνω και λέω, “δεν τα κατάφερα συγγνώμη!” Ή λέω: “σήμερα κάπως το πάλεψα, ευχαριστώ!”»
Έζησα στα λόγια αυτού του ανθρώπου στιγμές από τα συναξάρια!!!
Του έδωσα κάτι λεφτά και του είπα από αύριο να πηγαίνει στην εκκλησία και να παίρνει κερί αλλά να προσεύχεται και για τη δικιά μου ψυχή. Με διαβεβαίωσε ότι τα λεφτά δε θα τα χαλάσει και ότι θα τα δώσει όλα μαζεμένα εκεί για να μην μπαίνει στον πειρασμό και τα ξοδέψει, και κάθε μέρα θα παίρνει 2 κεριά.
Του λέω με λένε Νίκο. Μου είπε ότι δεν θα είναι δύσκολο να με θυμάται αφού κανείς δεν κάθεται μαζί του και έτσι δεν έχει φίλους και γνωστούς.
Δε ρώτησα πολλά γι΄ αυτόν. Δεν ήθελα να νιώσει ότι παραβιάζω την παράξενη ζωή του με την αδιακρισία μου. Την ώρα που έφευγα, μου είπε ότι χάρηκε που έκατσα μαζί του και ότι του έκανε καλό η παρέα.
Ευχαριστώ για όλα παράξενε φίλε.
Νικος Β. Πηγή: Ησυχαστήριο Αγίας Τριάδος

Λίγα λόγια για το θέμα του μήνα.
Είναι πολλές οι στιγμές που βρίσκεται κανείς σε αμηχανία για το πώς πρέπει να συμπεριφερθεί σε περιπτώσεις που κάποιος άγνωστος του ζητά χρήματα επικαλούμενος είτε ανέχεια, είτε αρρώστια προσωπική ή μέλους της οικογένειάς του, είτε ακόμη και πείνα. Από τη μία υπάρχει η διάθεση να βοηθήσεις και από την άλλη εμφανίζεται είτε η οικονομική αδυναμία είτε ο φόβος της εξαπάτησης.
Σε πρόσφατη επίσκεψή μου στην Αθήνα σε κάθε συρμό του υπόγειου τρένου που επιβιβαζόμουν για τις μετακινήσεις μου, έμπαιναν και τουλάχιστον ένας επαίτης ή «μικροπωλητής» (με στυλό και αναπτήρες). Για να προσφέρει κανείς σε όλους, θα έπρεπε να διαθέσει ένα ικανοποιητικό ποσό, δεδομένου ότι όσοι «πουλούσαν» κάτι ζητούσαν συγκεκριμένο ποσό και δήλωναν ότι δεν ζητούν ελεημοσύνη! Αν μάλιστα οι μετακινήσεις σου είναι καθημερινές, τότε συναντάς διάφορους και διαφορετικούς κάθε ημέρα!
Αυτό που ξεχωρίζει και διαφέρει στο νεαρό τοξικομανή του περιστατικού που περιγράψαμε παραπάνω είναι ότι ζητά κάτι σε είδος, άρα θα το καταναλώσει άμεσα και επομένως δεν υπάρχει ο κίνδυνος να το διαθέσει για το πάθος του. Επίσης, αξιοπρόσεκτο και ιδιαίτερης σημασίας και βαρύτητας είναι το γεγονός ότι ο ευεργέτης του διαθέτει χρόνο μαζί του!
Όταν προσφέρουμε κάποιο χρηματικό ποσό, μικρότερο ή μεγαλύτερο, για να φύγει από μπροστά μας αυτός που ζητά και να έχουμε τη συνείδησή μας ήσυχη ότι εμείς κάναμε το καθήκον της ευεργεσίας, είναι σχετικό, αφού δεν γνωρίζουμε αν η προσφορά μας θα χρησιμοποιηθεί προς ωφέλεια ή προς ζημία του αιτούντα ή των μελών της οικογένείας του (περιπτώσεις ναρκωτικών, ποτού και μέθης κλπ..). Η διάθεση χρόνου για να γνωρίσεις τον άλλον και τις ανάγκες του ή για να τον καθοδηγήσεις προς τις λύσεις του προβλήματός του είναι, νομίζω, η μεγαλύτερη ελεημοσύνη και ευεργεσία. Και αυτήν την «ελεημοσύνη» δεν την έχουν ανάγκη μόνο οι ενδεείς υλικών αγαθών. Πολλές φορές τη χρειάζονται και άνθρωποι που διαθέτουν χρήματα και περιουσία και, δυστυχώς, ακόμη και άνθρωποι που έχουν και συγγενείς, αλλά δεν έχουν ανθρώπους που να ενδιαφέρονται πραγματικά γι’ αυτούς, να τους νοιάζονται και να τους βοηθούν.
Έτσι, για αυτούς τους ανθρώπους βοήθεια είναι ακόμη και το «καλημέρα» που τους ευχόμαστε και ο λίγος χρόνος που μπορεί να τους αφιερώσουμε για να μιλήσουμε μαζί τους και το χαμόγελό μας και η προσευχή μας. Και το σπουδαίο είναι ότι μπορεί στο τέλος να είμαστε εμείς αυτοί που κερδίσαμε και ωφεληθήκαμε περισσότερο και πιο ουσιαστικά! Γιατί η ζωή του κάθε ανθρώπου μπορεί να κρύβει ιστορίες θάρρους και αρετής, αγώνες ηρωισμού και η ψυχή του να διαθέτει θησαυρούς και αξίες πνευματικές, που θα μας προβληματίσουν, θα μας διδάξουν και θα μας ενδυναμώσουν!

Έτι τόπος εστί

Οι άνθρωποι ζητούμε αποκλειστικότητα στη ζωή μας. Τα θέλουμε όλα δικά μας και μόνο δικά μας. Αφήνουμε περιθώρια στους άλλους μόνο όταν αισθανόμαστε ότι δεν απειλείται η δική μας πληρότητα. Έτσι μένουμε κλειστοί στους άλλους. Το θέλημά μας θριαμβεύει. Ακόμη και στις σχέσεις μαζί τους πρυτανεύει το «αυτό θέλω εγώ» και όχι το «τι θα ήθελες εσύ;». Και γι’ αυτό δυσκολευόμαστε πολύ να ανοιχτούμε. Ακόμη και όταν μας αγαπούνε, προτιμούμε τις δικές μας προτεραιότητες.
Στο ευαγγέλιο που διαβάζουμε την Κυριακή των Προπατόρων του Κυρίου ο Χριστός μιλά για το μεγάλο Δείπνο. Για την πρόσκληση στους ανθρώπους να γευτούν τη χαρά της Βασιλείας του Θεού και να συμμετάσχουν στην τράπεζα της αγάπης, που έχει να κάνει με την κοινωνία του σώματος και του αίματος του Κυρίου μας και το φως της αιωνιότητας που ο Χριστός δίνει εν αφθονία σε όσους ανταποκρίνονται στο κάλεσμά Του. Όμως συχνά οι κεκλημένοι αρνούνται να προσέλθουν. Την ώρα της μετοχής ο καθένας σκέφτεται τα δικά του. Τα υλικά του αγαθά. Τις απολαύσεις της ζωής . Τις βιοτικές μέριμνες. Και ενώ το τραπέζι είναι μεγάλο και χωρά, οι καλεσμένοι φαίνονται μικροί τόσο ενώπιον της αγάπης του προσκαλέσαντος όσο και ενώπιον της ίδιας της Βασιλείας, ανίκανοι να χαρούν την αγάπη και την ευλογία του Θεού, να ανταποκριθούν στην τιμή που τους γίνεται. Και βλέπουμε τον οικοδεσπότη να καλεί όσους βρίσκονται περιφρονημένοι και περιθωριοποιημένοι από τους ανάξιους φίλους. Κι ενώ γίνεται και αυτό ο υπηρέτης αναφωνεί: «έτι τόπος εστί» (Λουκ. 14, 22). Υπάρχει ακόμη χώρος. Και τότε η πρόσκληση απευθύνεται και σ’ αυτούς που είναι ξένοι, που δεν έχουν ούτε τη σχέση του συν-ανήκειν με τον οικοδεσπότη. Κι αυτοί θα συμμετάσχουν τελικά στο μεγάλο δείπνο. Διότι η Βασιλεία θα δοθεί σε εκείνους που θα αισθανθούν ότι θέλουν να ενταχθούν στον χώρο και την αγάπη του Θεού, που είναι Αυτός ο οικοδεσπότης.
Έτι τόπος εστί. Η Εκκλησία δεν κλείνει ποτέ τις πόρτες της. Είναι ανοιχτή σε όλους, ακόμη και σ’ αυτούς που αισθάνονται αδύναμοι να προσεγγίσουν την χάρη του Θεού. Και ζητά από όσους είμαστε ενταγμένοι στη ζωή της να μην αισθανόμαστε αυτάρκεις. Ότι μας ανήκει αποκλειστικά η σωτηρία. Η αλήθεια. Η αυθεντικότητα. Επειδή τόπος εστί χωρούν και όλοι εκείνοι που είναι τραυματισμένοι από την αμαρτία και το κακό. Χωρούνε όμως και όλοι εκείνοι οι ακατήχητοι. Αυτοί που δεν γνωρίζουν την αλήθεια, αλλά θα συναντήσουν τους υπηρέτες του Θεού και ένα σκίρτημα καρδιάς θα τους καλέσει να ανταποκριθούν στην πρόσκληση. Χωρούνε όμως και εκείνοι που κινούνται από την ανάγκη, τη δίψα για ζωή και για υπέρβαση του θανάτου, τις μεταφυσικές ανησυχίες, τη δύναμη της λογικής που ζητά απαντήσεις και δεν τις βρίσκει στη σοφία του κόσμου. Ο Χριστός δεν ήρθε να καλέσει τους δικαίους, αλλά τους αμαρτωλούς σε μετάνοια. Γι’ αυτό και η Εκκλησία δέχεται τους ανθρώπους όπως είναι, για να τους αγιάσει δια της μετοχής στο δείπνο της Βασιλείας, από όπου θα φύγουν αλλαγμένοι, ανακαινισμένοι, έτοιμοι για μία νέα ζωή.
Έτι τόπος εστί. Στις καρδιές μας που ταλαιπωρούνται από τα πάθη, τις επιθυμίες, τη φιληδονία και την φιλαυτία, υπάρχει τόπος για τον Θεό. Δε θέλει πολύ Εκείνος. Λίγο να αφήσουμε χώρο και θα εισέλθει. Δεν επιτρέπει στην απελπισία να κυριαρχήσει επάνω μας, εάν εμείς αισθανόμαστε ότι έχουμε περιθώριο μετανοίας. Και το λίγο της καρδίας, φωτισμένο από την παρουσία Του, δίδει πληρότητα. Και το παράδοξο είναι ότι τότε η καρδιά ανοίγει. Όχι μόνο στον Θεό, αλλά και στον πλησίον. Δεν εγκλωβίζεται στην αποκλειστικότητα. Στην πλεονεξία. Αναγνωρίζει την ευεργεσία του Θεού και γίνεται ταπεινή. Και μέσα στην ταπείνωση χωρά τους πάντες. Μακροθυμεί και ευρυχωρεί. Και εκφράζεται δια της ελεημοσύνης και της ευσπλαχνίας, αλλά και δια της δοτικότητας, του μοιράσματος. Ανοίγεται στον άλλον. Και αφήνει το ίδιον θέλημα, προς χαράν του πλησίον. Ακόμη και αν εκείνος δεν είναι σε θέση να δει με αμοιβαιότητα τη σχέση μαζί μας, η ευρυχωρία της καρδιάς μας μάς κάνει να αντέχουμε.
Έτι τόπος εστί. Επιστέγασμα της κλήσης το ποτήριο της ζωής. Σ’ αυτό δεν υπάρχει όριο. Μας δίδεται δι’ αυτού άφεση αμαρτιών και αιώνια ζωή και την ίδια στιγμή η ευλογία της ενότητας με τους πάντες. Και όχι μόνο. Η ζωή της πίστης δε χορταίνεται. Πάντοτε μπορούμε να μάθουμε κι άλλο. Να βιώσουμε κι άλλο. Να αγιαστούμε κι άλλο. Ενώ ο Χριστός μας δίδεται πλήρης στην θεία Ευχαριστία, ποτέ δεν εξαντλείται η χάρις του. Μπορούμε να Τον ζήσουμε αλλιώτικα. Σε μεγαλύτερη ένταση. Κάθε φορά τον Ίδιο αλλά και με άλλα αποτελέσματα. Άλλοτε ως χαρά, ελπίδα και αγάπη. Άλλοτε ως μετάνοια και συναίσθηση της ευλογίας. Άλλοτε ως καινούργια αρχή στη ζωή μας. Άλλοτε ως ευγνωμοσύνη για το ότι γίνεται άνθρωπος για μας. Άλλοτε ως ευκαιρία να ξαναδούμε τα χαρίσματά μας ως ευκαιρία να τα μοιραστούμε. Γενικά ως έναν συνεχή επαναπροσδιορισμό της ζωής μας. Πάντοτε όμως ως τον Άρτο που δίνει νόημα ζωής και σωτηρίας.
Ο κόσμος λέει κι αυτός το «έτι τόπος εστί». Τόπος στην καρδιά μας για κατανάλωση. Για πάθη. Για παράπονα και μεμψιμοιρία. Για ηδονή. Αυτός ο κόσμος γίνεται και τόπος και χρόνος για τους αγρούς μας, για τα ζεύγη των βοών, για το «γυναίκα έγημα». Μετατρέπει τον τόπο για να πει στον Θεό «έχε με παρητημένον» (Λουκ. 14, 18). Κλείνει την καρδιά του στη πρόσκληση και μένει εκτός της Βασιλείας. Και έτσι γιορτάζει και τις μεγάλες εορτές της πίστης. Όχι ως ευκαιρία να ανοίξει τον τόπο της καρδιάς του για τον Ενανθρωπήσαντα Κύριο, αλλά για την ψευδαίσθηση της πρόσκαιρης χαράς. Ο καθένας μας λοιπόν ας δει την καρδιά του και ας κρίνει αν ήρθε η ώρα να πει το μεγάλο ΝΑΙ στην πρόσκληση του οικοδεσπότη Χριστού για μία νέα ζωή. Υπάρχει τόπος στην Εκκλησία. Το θέμα είναι αν θα μείνουμε θεατές του δείπνου, αδιάφοροι γι’ αυτό, ή θα ακολουθήσουμε εκείνους που αποδέχτηκαν την πρόσκληση και την αλήθεια. Και συμμετέχουν για πάντα στη χαρά της Βασιλείας.


Σάββατο 9 Δεκεμβρίου 2017

Πρόγραμμα Εβδομάδος

ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΑΚΟΛΟΥΘΙΩΝ
Δευτέρα 11 - Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου 2017

Δευτέρα 11 Δεκεμβρίου 2017:
5.00 - 6.00 μ.μ. Εσπερινός και Παράκληση στην Παναγία
6.00 μ.μ. Κύκλος Συμμελέτης Αγίας Γραφής

Πέμπτη 14 προς Παρασκευή 15 Δεκεμβρίου 2017 (Αγίου Ελευθερίου):
9.00 μ.μ. - 00.30 π.μ. Εσπερινός, Όρθρος και Θεία Λειτουργία

Σάββατο 16 Δεκεμβρίου 2017:
7.30 – 9.30 π.μ. Όρθρος και Θεία Λειτουργία
11.00 π.μ. - 12.30 μ.μ. Κατηχητικό για τα μικρότερα παιδιά.
4.00 – 5.00 μ.μ. Κατηχητικό για μαθητές Δ, Ε, και Στ Δημοτικού.
5.00 μ.μ. ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ
6.00 μ.μ. Κατηχητικό για μαθητές Γυμνασίου.

Κυριακή 17 Δεκεμβρίου 2017:
7.30 – 10.30 π.μ. Όρθρος και Θεία Λειτουργία.
6.00 μ.μ. Πανηγυρικός Εσπερινός Αγίου Μοδέστου

Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου 2017 (Αγίου Μοδέστου):
7.30 – 10.30 π.μ. Πανηγυρικός Όρθρος, Θεία Λειτουργία και Αγιασμός για τα Ζώα.
5.00 - 6.00 μ.μ. Ιερό Ευχέλαιο
6.00 μ.μ. Κύκλος Συμμελέτης Αγίας Γραφής

 Ο π. Θεόδωρος Μπατάκας θα είναι στο Ναό μας το Σάββατο 16 Δεκεμβρίου, από τις 4.30 μ.μ. για το μυστήριο της εξομολογήσεως.

«ουκ έδει» - Δεν έπρεπε!

Υπάρχουν στιγμές στη ζωή μας στις οποίες καλούμαστε να σκεφτούμε ποια σημασία έχουν άνθρωποι του περιβάλλοντός μας για μας. Δεν έχει να κάνει μόνο με το πόσο τους αγαπούμε. Κυρίως έχει να κάνει με το πόσο το χρειαζόμαστε, πώς τους χρησιμοποιούμε. Μιά τέτοια θέαση, η οποία συνήθως γίνεται όταν οι άλλοι φεύγουν για κάποιον λόγο από τη ζωή μας, είτε οριστικά είτε προσωρινά, αποκαλύπτει τον χαρακτήρα μας, τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε τον πλησίον μας, αλλά και τι είναι εκείνος για μας. Ταυτόχρονα, διαπιστώνουμε ποιος είναι ο χαρακτήρας μας, αλλά και ποια είναι η κοσμοθεωρία μας. Ουσιαστικά μας βοηθά να καταλάβουμε πόση ταπεινοφροσύνη έχουμε και την ίδια στιγμή πόσο κοντά ή μακριά από τις εντολές του Θεού βρισκόμαστε.
Ο Χριστός κάποιο Σάββατο, όπως συνήθιζε, βρέθηκε σε μία συναγωγή για να διδάξει. Εκεί συνάντησε μία συγκύπτουσα γυναίκα, κυρτωμένη από δαιμονική επίδραση. Η γυναίκα αυτή βρίσκονταν ανάμεσα στους πιστούς Ιουδαίους και παρά την ασθένειά της, η οποία την καθιστούσε, σύμφωνα με τη νοοτροπία της εποχής, καταραμένη από τον Θεό, δε δίσταζε να θέλει να είναι μέλος της κοινότητα, επί δεκαοκτώ χρόνια. Ο Χριστός της λέει ότι παίρνει την απόλυση από την ασθένειά της, σα να ήταν στη φυλακή, να εξέτισε την ποινή της και να μπορεί πλέον να επιστρέψει στο σπίτι της ελεύθερη. Και τότε ο αρχισυνάγωγος διαμαρτύρεται με θυμό στους άλλους ανθρώπους, διότι δεν τολμά ευθέως να μιλήσει στον Χριστό που έκανε το θαύμα της θεραπείας, και τους ζητά να έρχονται να θεραπεύονται τις έξι ημέρες της εβδομάδας και όχι τη έβδομη, στην οποία από τον μωσαϊκό νόμο απαγορεύονταν κάθε εργασία. Και ο Χριστός, αφού τον χαρακτηρίζει «υποκριτή» και του περιγράφει πώς για την άλογη κτίση οι άνθρωποι παραβιάζουν την αργία του Σαββάτου, του αναφέρει σχετικά με την θεραπευμένη γυναίκα: «ταύτην δε θυγατέρα Αβραάμ ούσαν, ην έδησεν ο σατανάς ιδού δέκα και οκτώ έτη, ουκ έδει λυθήναι από του δεσμού τούτου τη ημέρα του σαββάτου;»(Λουκ. 13, 16).«Αυτή, που είναι απόγονος του Αβραάμ, και ο σατανάς την είχε δεμένη δεκαοκτώ χρόνια, δεν έπρεπε να λυθεί απ’ αυτά τα δεσμά το Σάββατο;».
Για τον αρχισυνάγωγο «ουκ έδει». Έβλεπε την γυναίκα ως μέτρο σύγκρισης για την δική του πνευματική κατάσταση. «Δεν είμαι σαν κι αυτή», μπορεί να σκεφτόταν. Τόσα χρόνια μέσα στη συναγωγή η γυναίκα αυτή πιθανόν να έκανε τον αρχισυνάγωγο να αισθάνεται ότι η δική του πορεία ήταν ευλογημένη, διότι ο ίδιος δεν είχε καμιά ασθένεια, αλλά είχε την επιφανή θέση, δηλαδή την χάρη και την ευλογία του Θεού, όπως πίστευε. Το ίδιο πιθανόν να πίστευαν και οι άλλοι συμμετέχοντες στη ζωή της συναγωγής. Η συγκύπτουσα γυναίκα ήταν ένα παράδειγμα δικαίωσης για τους ίδιους. «Αφού δεν είμαστε άρρωστοι, επομένως δεν είμαστε σαν κι αυτή και άρα ο Θεός είναι ευχαριστημένος από εμάς». Μπορεί να την συμπονούσαν για τη δοκιμασία της. Στην ουσία όμως μέσα από αυτήν δικαίωναν τον εαυτό τους, υποκριτικά. Γι’ αυτό και όταν ο Χριστός την θεραπεύει, ο αρχισυνάγωγος οργίζεται. Με ποιον θα συγκρίνει πλέον τον εαυτό του; Ποιο θα είναι το κριτήριο της δικαίωσής του; Και αυτή η «τιμωρημένη» από το Θεό τώρα γίνετε άξια να ζήσει το θαύμα; Πιθανόν και κάποιοι άλλοι αυτό να σκέφτηκαν.
Οι άνθρωποι συχνά συμπεριφερόμαστε στους άλλους ως υπηρέτες μας. Απαιτούμε από αυτούς να κάνουν το δικό μας θέλημα, αν μάλιστα τους δίνουμε την αίσθηση ότι τους αγαπούμε. Παγιδευμένοι σ’ αυτό που είναι ή νομίζουν ότι είναι η αγάπη, αισθάνονται ότι θα πρέπει να κάνουν αυτό που τους λέμε και ζητάμε, διότι εμείς το δικαιούμαστε ακριβώς επειδή τους αγαπούμε. Και αν εκείνοι ωφελούνται από αυτή την κατάσταση, εμείς άραγε δικαιούμαστε να φερόμαστε έτσι; Εκείνοι ταπεινώνονται και αγαπούν. Εμείς τους αγαπούμε όμως αληθινά ή αγαπάμε τον εαυτό μας έτσι, ώστε να θέλουμε να μας υπηρετούν; Είναι ένα ερώτημα το οποίο θέτει ο Χριστός για τις ανθρώπινες σχέσεις. Θέλουμε να εξουσιάζουμε τους άλλους ή εμείς πρώτοι τους διακονούμε; Τι γίνεται όταν αυτοί αποφασίζουν ότι δε θέλουν άλλο να μας διακονούν ή όταν αλλάξει η κατάσταση τους; Είμαστε έτοιμοι να συνεχίζουμε να τους αγαπούμε ή οργιζόμαστε μαζί τους, όπως ο αρχισυνάγωγος, διότι παύουμε να χάνουμε τα προνόμια της χρήσης τους και την εξουσία μας επάνω τους;
Άλλοτε πάλι οι άνθρωποι χρησιμοποιούμε τους άλλους ως μέτρο αυτοδικαίωσης. Είναι η κάποια λύση για την αυτοεκτίμησή μας. Για την αίσθηση ότι αξίζουμε. Ότι ο Θεός μας έχει ευλογήσει. Και όταν συνειδητοποιούμε ότι δεν είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα, πώς αντιδρούμε; Η απουσία ταπεινοφροσύνης, διότι περί αυτού πρόκειται, είναι σημείο υπερηφάνειας. Όταν ο άλλος γίνεται από εμάς αντικείμενο λοιδορίας, όταν τον εξουθενώνουμε για να δείξουμε ότι εμείς είμαστε ανώτεροι, τότε δεν είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε την αληθινή πνευματική μας κατάσταση. Ότι κληθήκαμε από τον Θεό να έχουμε ως μέτρο των σχέσεών μας με τους άλλους την ταπεινοφροσύνη. Δηλαδή να πιστεύουμε ότι μέσα από εκείνους μπορούμε να ωφεληθούμε. Από τα χαρίσματά τους. Από τις αρετές τους. Ακόμη και από την αρνητική τους όψη, εμείς μπορούμε να διδαχθούμε. Υπομονή και μετάνοια, όπως ήταν η στάση της συγκύπτουσας. Είναι δύο δρόμοι στους οποίους οι άλλοι, αν εργαζόμαστε για την ταπεινοφροσύνη, μπορούν να μας διδάξουν.
Τέλος, υπάρχει και ο δρόμος της αγάπης. Η απόφαση δηλαδή οι άλλοι να μην είναι χρήσιμα αντικείμενα, αλλά εικόνες Θεού. Στο πρόσωπό τους, ακόμη κι αν κάτι δεν πάει καλά, να βλέπουμε το τραυματισμένο άνθρωπο, ο οποίος έχει ανάγκη τη συμπάθειά μας και την καλοσύνη μας. Και την ίδια στιγμή να ισχύει και για μας και για εκείνους το αποστολικό «αλλήλων τα βάρη βαστάζετε και ούτως αναπληρώσατε τον νόμον του Χριστού»(Γαλ. 6, 2), να σηκώνουμε δηλαδή ο ένας το φορτίο του άλλου, για να εφαρμόζουμε πλήρως τον νόμο του Χριστού. Αν έχουμε λάβει αυτή την απόφαση και παλεύουμε και στην οδό της ταπεινοφροσύνης, τότε ο άλλος γίνεται ευλογία για μας κι εμείς για εκείνον. Η σχέση μας μαζί του είναι σχέση που οδηγεί στον Χριστό.
Ο πολιτισμός μας έχει χρησιμοθηρικό χαρακτήρα. Μας χρησιμοποιεί ως καταναλωτικά όντα. Είναι πολιτισμός εξουσίας επάνω μας. Μας κάνει γνήσια τέκνα του, όταν μας μεταδίδει αυτό το πνεύμα της χρήσης των άλλων. Η πίστη μάς βοηθά να βρούμε την οδό της ταπεινοφροσύνης, της αγάπης και της κατανόησης προς τους άλλους και τις αδυναμίες τους, όχι για να τους χρησιμοποιούμε αλλά για να συμπορευόμαστε, ακόμη κι αν ο δρόμος είναι δύσβατος. Διότι οι χαρακτήρες μας δεν ταιριάζουν εύκολα, αλλά και πάντοτε έχουμε μέσα μας το ερώτημα αν είμαστε καλύτεροι από τους άλλους. Κι αυτή η σύγκριση κάνει την αγάπη να μην μπορεί να νικήσει. Η ζωή με τον Χριστό στην Εκκλησία μας δίνει την ευκαιρία να δοκιμάσουμε τον εαυτό μας πώς βλέπει τους άλλους και να αλλάξουμε με τη βοήθειά Του προσανατολισμό. Διά της ταπεινοφροσύνης να περάσουμε από τη χρήση, στην αγάπη.

Σάββατο 2 Δεκεμβρίου 2017

Κύριε, ίνα αναβλέψω

Οι άνθρωποι λειτουργούμε με γνώμονα τον ορθολογισμό και τις εμπειρίες που μας δίνουν οι αισθήσεις μας. Δεν είναι μόνο η επιστημονική μέθοδος, η οποία στηρίζεται στην παρατήρηση και το πείραμα και την διατύπωση απόψεων και θεωριών με βάση τα δεδομένα των αισθήσεων. Είναι και ο τρόπος που ερμηνεύουμε την πραγματικότητα στην οποία ζούμε.
Υπαρκτό είναι ό,τι βλέπουμε. Υπαρκτό είναι ό,τι μπορούμε να απολαύσουμε. Υπαρκτό είναι μόνο ό,τι μπορούμε να ζήσουμε. Και το υπαρκτό ταυτίζεται με το αληθινό. Μικρότεροι και μεγαλύτεροι ζούμε σε έναν πολιτισμό που έχει περιθωριοποιήσει κάθε έννοια υπέρβασης του αισθητού. Γι’ αυτό και ο άνθρωπος μπροστά στο θάνατο δεν μπορεί, ιδίως σήμερα, να αντιτάξει κάποια άλλη θεώρηση. Εφόσον δεν μπορούμε να δούμε τι συμβαίνει μετά το θάνατο, αυτό συνεπάγεται την απουσία ζωής μετά το χρόνο. Και η ίδια στάση έγκειται και έναντι του ερωτήματος περί της ύπαρξης του Θεού. Εφόσον δεν μπορούμε να δούμε το Θεό με τα φυσικά μας μάτια, με τις φυσικές μας αισθήσεις, να τον συμπεριλάβουμε στα μετρήσιμα μεγέθη του κόσμου, ζούμε σα να μην υπάρχει ή δεν πιστεύουμε ότι υπάρχει. Το παράδειγμα με το «σωματίδιο του Θεού», το «μποζόνιο του Higgs» είναι χαρακτηριστικό της αντιμετώπισης του κόσμου από πολλούς, επιστήμονες και μη.
Η πίστη όμως μάς καλεί σε μια διαφορετική θέαση του κόσμου. Ζητά από εμάς, όπως ο τυφλός που συνάντησε ο Χριστός κατά την είσοδό Του στην Ιεριχώ, να αναφωνήσουμε στο Θεό «Κύριε, ίνα αναβλέψω», «κάνε Κύριε, να μπορέσω να δω» (Λουκ. 18,41). Να αναβλέψουμε ως προς το μεγάλο ερώτημα της ύπαρξης αν υπάρχει ο Θεός και πώς μπορούμε να Τον δούμε. Να αναβλέψουμε ως προς τον σκοτασμό τον οποίο εμποιούν στη σκέψη και την καρδιά μας η αμαρτία και ο διάβολος και μας κάνουν να καθηλωνόμαστε στην ματαιότητα του κόσμου τούτου, να παραδιδόμαστε στις βιοτικές μέριμνες και την απουσία πνευματικού προσανατολισμού. Να αναβλέψουμε ως προς το άνοιγμα των οφθαλμών της ψυχής μας, την οποία έχουμε καταστήσει σωματική λειτουργία και όχι αθάνατο πνεύμα. Και η ανάβλεψη δε γίνεται χωρίς την δύναμη της προσευχής, η οποία είναι η φωνή την οποία βγάζουμε προς το Θεό, και την δύναμη της εμπιστοσύνης που η αγάπη μας προς Εκείνον γεννά, όταν νιώθουμε ότι έρχεται στην Ιεριχώ της ζωής μας, η οποία μας έχει καταστήσει ανήμπορους να επιβιώσουμε σε έναν κόσμο που μας έταξε πολλά, αλλά που αποδείχτηκε ότι πρόσκαιρα ήταν τα όσα έδωσε και, τελικά, μάταια.
Γιατί δεν μπορούμε να δούμε με τις σωματικές μας αισθήσεις το Θεό; Διότι η ύπαρξή μας δεν μπορεί να ανοιχτεί στον κόσμο που Εκείνος δημιούργησε. Να καταλάβει, έστω και μερικώς, ότι η τελειότητα αυτού του κόσμου, της φύσης, το κάλλος το οποίο αποτυπώνεται στα όσα εν σοφία Εκείνος εποίησε αποτελούν εικόνες μέσα από τις οποίες ο καθένας μας μπορεί να Τον προσεγγίσει. Ότι αυτά δεν μπορεί να έχουν γίνει τυχαία. Ότι μιλούν για το Θεό. Αλλά και η ίδια η ανθρώπινη ύπαρξη, με την τελειότητα του βιολογικού μηχανισμού, μαρτυρεί την ύπαρξη Δημιουργού. Συνήθως ψάχνουμε την απόρριψη του Θεού στις ατέλειες, οι οποίες όμως είναι αποτέλεσμα της δικής μας κακής χρήσης του κόσμου και της ύπαρξής μας. Της φθοράς που επιφέρουμε με μια ζωή γεμάτη πάθη και εκμετάλλευση. Και λησμονούμε ότι τα πάντα «καλώς λίαν» εποιήθησαν. Αλλά και η δυνατότητα να αγαπούμε, να μοιραζόμαστε τη ζωή μας, να έχουμε δίψα για να συναντήσουμε τον πλησίον με πνεύμα θυσίας και ανιδιοτέλειας μέσα από τη ζωή της Εκκλησίας, αποτελούν στοιχεία που μας δείχνουν ότι υπάρχει ο Θεός. Το ίδιο και μέσα από την αποκάλυψή Του στο πρόσωπο του Χριστού, στην οδό του Ευαγγελίου. Προϋπόθεση η πίστη, η παράδοσή μας σ’ Εκείνον που μας αγαπά. Και τότε θα ανοιχτούν τα πνευματικά μας μάτια, η δυνατότητα που έχει δώσει ο Θεός στην ψυχή μας να Τον αναζητεί.
«Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται» (Ματθ. 5,8). Ο λόγος του Χριστού μας δείχνει μιαν άλλη οδό για να αναβλέψουμε και να δούμε το Θεό. Να καταλάβουμε το σκοτάδι στο οποίο η αμαρτία μας έχει ρίξει. Και είναι πολλά τα πάθη που δεν μας αφήνουν να δούμε. Ο εγωκεντρισμός που δεν μας επιτρέπει να αγαπούμε και να νικούμε το θέλημά μας. Η ενασχόληση με την ύλη, την επιβίωση, την αυτάρκεια και τον πλούτο, που δεν μας αφήνει να δούμε ότι αλλού είναι το νόημα της ζωής. Η ανάγκη της ηδονής, που μας στερεί την ελευθερία και μας υποδουλώνει σ’ αυτούς που μας ευχαριστούν και ελέγχουν την ύπαρξή μας, αμαυρώνοντας την δυνατότητα του προσώπου μας να δει το Φως. Όλα αυτά που συνοδεύουν την ανθρώπινη φύση, είναι γεννήματα της επιλογής μας να είναι ο κόσμος προτεραιότητα της ζωής μας και όχι η σχέση μας με το Θεό. Από μέσα για τη ζωή έχουν καταστεί σκοπός της και έχουν οδηγήσει τον άνθρωπο να έχει διαγράψει την πνευματική θέαση από την πορεία του.
Έχουμε ψυχή οι άνθρωποι. Έχουμε αθάνατο πνεύμα, το οποίο μέσα από τη δύναμη της χάριτος του Θεού καλείται να Τον συναντήσει από αυτήν εδώ τη ζωή και να συνεχίσει την κοινωνία μαζί Του στην αιώνια, στη Βασιλεία του Θεού. Και δεν είναι η ψυχή μας μία λειτουργία του εγκεφάλου ή της συνείδησή μας μόνο. Είναι η ζώσα πνοή που ο Θεός εγκατέστησε μέσα μας και που αναζητεί τον Δημιουργό της όχι μόνο μέσω των σωματικών οφθαλμών αλλά και μέσω των πνευματικών αισθήσεων. Είναι η εικόνα Του που αγκαλιάζει την σύνολη ύπαρξή μας, δηλαδή και το σώμα μας, και το κάνει να διψά να απαλλαγεί από την παχύτητα των αισθήσεων, δηλαδή από την προσκόλληση στο ορώμενο, και να αναζητεί το νοούμενο. Το νοούμενο όμως δεν είναι ιδέες ή θεωρίες ή φιλοσοφία. Αυτά είναι στοιχεία που μας προπαιδεύουν για να αναζητήσουμε το πέρασμα στην κοινωνία με το Πρόσωπο του Χριστού. Γιατί αυτό το Πρόσωπο είναι η Αλήθεια και το τελικό Νοούμενο, νόημα και ζητούμενο για την ύπαρξη. Και σ’ αυτό το δρόμο η ψυχή συναρπάζει και το σώμα. Και όταν έρθει ο θάνατος, η ψυχή θα περιμένει την ανάσταση των νεκρών για να ζήσει και το σώμα αυτή την αιώνια κοινωνία με το Χριστό, απαλλαγμένο από την ανάγκη και τον περιορισμό των αισθήσεων.
Ο τυφλός της Ιεριχούς απευθύνθηκε στο Χριστό με την προσευχητική κραυγή «Ιησού, υιέ Δαυίδ, ελέησόν με». Στο ερώτημα του Χριστού «τι σοι θέλεις ποιήσω;» , απάντησε με την κραυγή της πίστης «Κύριε, ίνα αναβλέψω». Και έλαβε και την σωματική ίαση, αφού ήδη είχε δει πνευματικά. Και το ωραίο στο θαύμα είναι πως το πρώτο πρόσωπο που βλέπει μετά την ίασή του είναι ο Χριστός. Είναι ο Δημιουργός του. Γι’ αυτό και ο πρώην τυφλός δεν θα κάνει τίποτε άλλο παρά θα ακολουθήσει τον Ιησού δοξάζοντας το Θεό για την ευλογία που έλαβε. Αυτόν τον δρόμο που ακολούθησε ο τυφλός ας μιμηθούμε κι εμείς στην εποχή μας. Με προσευχή, πίστη και ετοιμότητα να ακολουθήσουμε το Πρόσωπο του Χριστού, παλεύοντας με το πνεύμα του ορθολογισμού και του εμπειρισμού, την αμαρτία που μας εμποδίζει να αγαπούμε Θεό και συνάνθρωπο και την προσκόλληση στις αισθήσεις που μας κάνουν να μην μπορούμε να καταλάβουμε ότι έχουμε ψυχή. Και στη ζωή της Εκκλησίας θα νικήσουμε την Ιεριχώ του κοσμικού πνεύματος

Παρασκευή 24 Νοεμβρίου 2017

Πρόγραμμα εβδομάδος

ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΑΚΟΛΟΥΘΙΩΝ
Δευτέρα 27 Νοεμβρίου - Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 2017

Δευτέρα 27 Νοεμβρίου 2017
5.00 - 6.00 μ.μ. Εσπερινός και Παράκληση στην Παναγία
6.00 μ.μ. Κύκλος Συμμελέτης Αγίας Γραφής

Πέμπτη 30 Νοεμβρίου 2017 (Αγίου Ανδρέου):
7.30 - 9.30 π.μ. Όρθρος και Θεία Λειτουργία

Σάββατο 2 Δεκεμβρίου 2017 (Αγ. Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου):
7.30 - 9.30 π.μ. Όρθρος και Θεία Λειτουργία
11.00 π.μ. - 12.30 μ.μ. Κατηχητικό για τα μικρότερα παιδιά.
4.00 μ.μ. – 5.00 μ.μ. Κατηχητικό για μαθητές Δ, Ε, και Στ Δημοτικού.
5.00 μ.μ. ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ
6.00 μ.μ. Κατηχητικό για μαθητές Γυμνασίου.

Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 2017:
7.30 – 10.30 π.μ. Όρθρος και Θεία Λειτουργία.
7.00 μ.μ. Κατηχητικό για μαθητές Λυκείου

Πλούτος και Θεός

Δεδομένου ότι μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα ακούμε για τρίτη φορά ευαγγελικό ανάγνωσμα που αναφέρεται σε πλούσιο, ο πλούτος ή καλύτερα η επιθυμία απόκτησής του φαίνεται να κυριαρχούσε και στην εποχή του Χριστού στους ανθρώπους. Και σίγουρα εξασφάλιζε και εξασφαλίζει ο πλούτος άνεση στην καθημερινότητα, κοινωνική αναγνώριση, καλύτερη φροντίδα της υγείας, περισσότερη χρήση της τεχνολογίας. Όλα αυτά όμως, δίνουν στον πλούσιο την αίσθηση της αυτάρκειας, της παντοδυναμίας, της υπεροχής έναντι των συνανθρώπων του και συνήθως το σύνθημα «φάγωμεν, πίωμεν, αύριο γαρ αποθνήσκωμεν», γίνεται κανόνας ζωής. Έτσι, δεν αναζητά το Θεό γιατί θεοποιεί τον εαυτό του, δεν μπορεί να αγαπήσει γιατί ξέρει μόνο να χρησιμοποιεί τον άλλον, δεν μπορεί να ανοιχτεί στον άλλον γιατί βλέπει καιροσκόπους που θέλουν να τον εκμεταλλευτούν.
Στη σημερινή Ευαγγελική περικοπή συναντάμε έναν πλούσιο ο οποίος είναι η εξαίρεση. Ζητά να κληρονομήσει την αιώνια ζωή. Έχει τηρήσει τις εντολές του μωσαϊκού νόμου. Έχει δηλαδή επιλέξει να τηρεί τον λόγο του Θεού, ώστε να μπορεί να διεκδικεί το δικαίωμα στην κοινωνία μαζί Του. Αναγνωρίζοντας την αυθεντία του Χριστού, ζητά από Αυτόν την αλήθεια για την πνευματική του κατάσταση. Πώς μπορεί να κληρονομήσει, να προσθέσει στα αγαθά του δηλαδή, την βασιλεία του Θεού. Η απάντηση που λαμβάνει από τον Χριστό θα τον λυπήσει. Ο Κύριος του ζητά να εγκαταλείψει όλα τα αγαθά του. Να τα πουλήσει και να δώσει τα χρήματα στους φτωχούς και να Τον ακολουθήσει. Ο λόγος του Χριστού κάνει τον πλούσιο να λυπηθεί. Ήταν τόσα πολλά όσα είχε, ώστε δεν μπορούσε να φανταστεί τη ζωή του χωρίς αυτά. Και ο Χριστός θα πει στους μαθητές Του, για να τα ακούσει και ο πλούσιος: «Πώς δυσκόλως οι τα χρήματα έχοντες εισελεύσονται εις την βασιλείαν του Θεού» (Λουκ. 18, 24). «Πόσο δύσκολα θα μπουν στη βασιλεία του Θεού αυτοί που έχουν τα χρήματα».
Για να μπορέσουμε και εμείς (που δεν είμαστε πλούσιοι), να ωφεληθούμε από τον πλούσιο, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι ο πλούσιος είναι εκφραστής του υλιστικού πνεύματος κάθε εποχής. Η συνάντησή του με τον Χριστό δείχνει τρία σημεία, τα οποία καθιστούν πολύ δύσκολη την είσοδο του υλιστή ανθρώπου στη βασιλεία του Θεού. Είναι η απουσία ορίων και η αίσθηση της παντοδυναμίας, η αδυναμία διάκρισης και αποδοχής της αλήθειας και η ελπίδα στον Θεό για το αδύνατο.
Ο υλιστής άνθρωπος αισθάνεται παντοδύναμος. Με γνώμονα τα χρήματα και τα αγαθά του δεν πιστεύει ότι κάτι τον απειλεί. Έτσι πορεύεται στη ζωή χωρίς να φοβάται για κάτι, εκτός από το να χάσει τα αγαθά του. Και γι’ αυτό η κύρια φροντίδα του είναι η διατήρηση και η αύξησή τους. Η ελεημοσύνη δεν είναι στις προτεραιότητές του. Δυσκολεύεται να κατανοήσει γιατί δεν τον αγαπούνε, αλλά και δεν τον νοιάζει από ένα σημείο και μετά. Τα αγαθά είναι η προτεραιότητά του. Ακόμη και την σκέψη του θανάτου την μεταφέρει στο απώτερο μέλλον. Η ζωή του όλη είναι στο σήμερα, γιατί έχει ό,τι θέλει.
Ο υλιστής άνθρωπος δυσκολεύεται να διακρίνει και να αποδεχτεί την αλήθεια για το νόημα της ζωής του. Ακόμη κι όταν ενδιαφέρεται για το τι ζητά ο Θεός από αυτόν, ακόμη κι όταν στην ψυχή του έχει κάποια αγωνία για το τι μέλλει γενέσθαι, κατεβάζει τον Θεό στα δικά του μέτρα. Θέλει από Εκείνον να του επιβεβαιώσει ότι η ζωή του είναι εντάξει. Και γι’ αυτό τηρεί τις εντολές της πίστης, συνήθως επιφανειακά. Δεν είναι όμως σε θέση να αποδεχτεί ότι πίστη σημαίνει ο Θεός να είναι η προτεραιότητα της ζωής και όχι τα αγαθά. Ότι το θέλημα του Θεού είναι πιο πάνω από τις δικές μας πεποιθήσεις. Είναι σκληρή η αλήθεια αυτή για τον υλιστή. Συνεπάγεται τον αναπροσανατολισμό της ζωής του. Την παραίτηση από την παντοδυναμία του και μάλιστα εκούσια. Την έξοδο από το εγώ. Το μοίρασμα των αγαθών. Και την ακολούθηση του Χριστού. Ο υλιστής όμως δεν μπορεί να δεχτεί αυτόν τον δρόμο. Και λυπάται.
Ο υλιστής άνθρωπος επειδή ελπίζει στον εαυτό του και στα αγαθά του, δεν μπορεί να ελπίσει στον Θεό. Γι’ αυτόν η ζωή είναι άσπρο-μαύρο. Ο Θεός όμως δίνει ευκαιρίες στον άνθρωπο μέχρι το τέλος της ζωής του και θα συνεχίσει να δίνει και στον υλιστή, για να καταστήσει το αδύνατο δυνατό. Ο υλιστής όμως δυσκολεύεται να ελπίσει. Προτιμά να συνεχίσει τη ζωή του όπως την έχει προσανατολίσει, αφήνοντας τον Θεό στην άκρη. Έτσι το περιθώριο της μετάνοιας σμικρύνεται. Παρόλα αυτά, τίποτε δεν μπορεί να προδικασθεί. Η αγάπη του Θεού είναι τόση, ώστε ο υλιστής θα έχει τις ευκαιρίες του. Μόνο που ο χρόνος κυλά εις βάρος του. Και η εξάρτηση από τα αγαθά, τον τρόπο του κόσμου, το εγώ του στερούν την ευκαιρία τόσο της αλλαγής όσο και της χαράς της νέας ζωής. Της στράτευσης στον δρόμο που ζητά ο Χριστός. Αυτόν της αγάπης, της διακήρυξης του λόγου που οδηγεί στη σωτηρία, του προσανατολισμού στην αιωνιότητα.
Αυτός είναι ο πολιτισμός μας σήμερα. Έχει μεταφέρει το αίσθημα της παντοδυναμίας όχι μόνο στους πλούσιους, αλλά και στον κάθε άνθρωπο που γοητεύεται από τα υλικά. Κάνει τον άνθρωπο να ξημεροβραδιάζεται στα καταστήματα για να αποκτήσει τα περιττά. Δεν του επιτρέπει να κατανοήσει την μεγάλη αλήθεια: ότι μόνο η αγάπη για τον Θεό και τον συνάνθρωπο νοηματοδοτεί τη ζωή μας και μας κάνει να νικούμε τον θάνατο. Ότι η ελπίδα μας έχει όνομα: είναι η σχέση μας με τον Θεό και η εμπιστοσύνη στο θέλημά Του. Και παρότι διαψευδόμαστε από τον υλισμό, επιμένουμε σ’ αυτόν. Για να μένουν τα υπαρξιακά «γιατί;» αναπάντητα.

Σάββατο 18 Νοεμβρίου 2017

"Αναπαύου, φάγε, πίε"

Όπως γνωρίζουμε, ο Χριστός χρησιμοποιούσε τις παραβολές για να διδάξει τους ανθρώπους, δηλαδή μικρές ιστορίες από την καθημερινότητα των ανθρώπων. Αν ζούσε ο Χριστός σήμερα, και μάλιστα στην Ελλάδα, πιστεύω πως η παραβολή της σημερινής Ευαγγελικής περικοπής θα αναφέρονταν σε κάποιον που κατάφερε να πιάσει το τζόκερ με το πολλαπλό jack-pot, και να εισπράξει αμύθητα ποσά. Και αυτό γιατί και για μας σήμερα το ¨ιδανικό¨ της ζωής παραμένει το «αναπαύου, φάγε, πίε, ευφραίνου».
«Αναπαύου». Μην κουράζεσαι άλλο, αλλά ζήσε τη ραθυμία, τη χαλάρωση, τον ύπνο ως βάση της πορείας σου. Οι άνθρωποι, ενώ συνειδητοποιούμε ότι χωρίς κόπο δεν μπορούμε να πετύχουμε κάτι, απορρίπτουμε τον κόπο ως ανεπιθύμητο. Μπορεί να αναγκαζόμαστε να τον καταβάλλουμε. Ονειρευόμαστε όμως μία ζωή όλο διακοπές, στην οποία η αμεριμνησία θα δίνει νόημα. «Φάγε». Το φαγητό δε μας συντηρεί απλώς στη ζωή. Είναι η απόλαυσή μας. Παχαίνει τις αισθήσεις μας, δημιουργεί την αίσθηση της απόλαυσης, της ποικιλίας, του χορτασμού. Όποιος έχει την αφθονία στην τροφή, αισθάνεται πλήρης. Έχει μετατρέψει την ψυχή του σε σώμα που απολαμβάνει. «Πίε». Η πόση δεν έχει να κάνει μόνο με το νερό, το οποίο είναι απαραίτητο για τη συντήρησή μας στη ζωή. Κυρίως συνδέεται με το ποτό που μας προσφέρει ευωχία. Χαρά. μας κάνει να λησμονούμε τις περιστάσεις της ζωής μας ή να θυμόμαστε μόνο τις ευχάριστες. Χαλαρώνει το νευρικό σύστημα, αμβλύνει την οξύνοια και την αντιληπτικότητα και ας παρασύρει σε μία οδό παράδοσης στα πάθη μας, διότι δεν ελέγχουμε τον εαυτό μας, αυτό όμως ουδόλως μας στενοχωρεί. «Ευφραίνου». Η ζωή γίνεται ηδονή. Ο άνθρωπος που παραδίδεται σ’ αυτήν χρησιμοποιεί όποιους μπορεί, για να κάνει την σάρκα του να αισθάνεται ωραία. Περνάει καλά. Έτσι από την ηδονή του σώματος περνά στην ηδονή της σαρκός. Γίνεται όλος σάρκα, διότι καταργεί οποιαδήποτε πνευματική ενασχόληση, καθώς η σάρκα είναι αδηφάγα. Δεν αφήνει χρόνο για το πνεύμα, αλλά το αξιοποιεί ώστε να βρει περαιτέρω ηδονή.
Και τώρα ακολουθεί το ερώτημα «πού συνάξω τους καρπούς μου;» Και πάλι η απάντηση είναι το γκρέμισμα των προηγουμένων υποδομών. Με το χτίσιμο νέων αποθηκών. Με την εξεύρεση νέων τρόπων ώστε η ζωή μας να ανταποκριθεί σ’ αυτήν την πρόκληση να γίνει ποιοτικότερη όχι με γνώμονα την πίστη, τη σωτηρία, την αιωνιότητα, αλλά το τώρα. Γιατί και τώρα πιστεύουμε πως θα ξεφύγουμε από το θάνατο. Και γκρεμίσαμε τις αποθήκες της πίστεως, της ανθρωπιάς, της αγάπης και των άλλων πνευματικών αξιών και χτίσαμε νέες, του εγωκεντρισμού, της ηδονής, της αυτοθέωσης, της αυτάρκειας.
Τα οικονομικά έχουν καταπιεί ως προτεραιότητα την πολιτική, την θρησκευτική, την κοινωνική, την πολιτισμική, την εκπαιδευτική διάσταση της ζωής του ανθρώπου. Έγιναν το άπαν. Η Εκκλησία λοιπόν, και σήμερα μεταφέρει το μήνυμα: η πρόταξη των πνευματικών αξιών αποτελούν την απάντηση στην κυριαρχία των οικονομικών Για να γίνουν τα οικονομίκά όχι η προτεραιότητα, αλλά η βάση για έναν πιο δίκαιο κόσμο, που δε θα λησμονεί τον προορισμό του: τη βασιλεία του Θεού.

Σάββατο 11 Νοεμβρίου 2017

Ευγνωμοσύνη σε Ποιόν;

Μία από τις πιο ξεχωριστές παραβολές του Ευαγγελίου, αυτή του καλού Σαμαρείτη, ακούσαμε σήμερα στο Ευαγγελικό ανάγνωσμα. Ο Χριστός που είναι ο αυθεντικός Σαμαρείτης, διότι παραθεωρεί την έχθρα που ο άνθρωπος έχει καλλιεργήσει έναντι του Θεού και όχι μόνο στέκεται κοντά στον τραυματισμένο από τις αμαρτίες και τα πάθη πλησίον, αλλά φαίνεται πως γι’ αυτόν τον λόγο περνά από τον δρόμο στον οποίο παραφυλούνε οι δαίμονες ληστές, καθότι σαρκώθηκε για να μας σώσει από τον θάνατο, αφού περιποιηθεί τις πληγές, πηγαίνει τον ημιθανή τυγχάνοντα άνθρωπο στο πανδοχείο της Εκκλησίας και τονίζει στον πανδοχέα: «Επιμελήθητι αυτού και ό,τι αν προσδαπανήσης, εγώ εν τω επανέρχεσθαί με αποδώσω σοι» (Λουκ. 10,35). «Φρόντισέ τον κι ό,τι παραπάνω ξοδέψεις, εγώ όταν ξαναπεράσω θα σου το ξεπληρώσω».
Ο λόγος του Χριστού δεν απευθύνεται μόνο στους ιερείς, αλλά στον καθέναν από μας. Ο Χριστός αναγνωρίζει εκ των προτέρων κάθε κόπο ο οποίος καταβάλλεται στο πανδοχείο της Εκκλησίας (στα μυστήρια της Εκκλησίας μας), και μας διαβεβαιώνει ότι θα μας ανταποδώσει εφόσον ξοδέψουμε κάτι παραπάνω, εφόσον δηλαδή καταβάλουμε από τις δικές μας δυνάμεις, από τα δικά μας χαρίσματα προκειμένου ο πλησίον μας να αποκατασταθεί υγιής. Μας υπομιμνήσκει δηλαδή ο Κύριος το χρέος μας να είμαστε πλησίον για τους άλλους. Να μη φειδόμεθα κόπων και κυρίως των χαρισμάτων μας. Αυτός μας δίνει τα πνευματικά εργαλεία, για να μπορέσουμε να έχουμε τη βάση της ίασης. Όμως ζητά από εμάς να μη λησμονήσουμε πως ό,τι έχουμε δικό μας στην Εκκλησία δίδεται για τον πλησίον και Εκείνος θα μας το επιστρέψει στην επάνοδό Του στη ζωή μας, δηλαδή κάθε φορά που μας προσφέρει τον εαυτό του στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, κάθε φορά που μας δίνει τη χαρά της πρόνοιάς Του, αλλά και στη Δευτέρα Παρουσία Του. Ο Θεός δηλαδή μας δίνει το παράδειγμα της ευγνωμοσύνης. Μας δηλώνει ότι εκτιμά κάθε κόπο μας για τον πλησίον μας.
Ευγνωμοσύνη όμως καλούμαστε να δείξουμε έναντι του Θεού διότι στη θέση του τραυματισμένου είμαστε κι εμείς. Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην ληστεύεται από τους δαίμονες, να μην απογυμνώνεται από τα χαρίσματά του εξαιτίας της απόφασής του να πορεύεται μόνος του, κατά το θέλημά του στη διαδρομή από την Ιερουσαλήμ της Βασιλείας των Ουρανών, της ζωής δηλαδή με τον Θεό, στην Ιεριχώ του κόσμου. Μέσα στη μοναξιά του εγωκεντρισμού και της ζωής χωρίς Θεό, καραδοκούν οι ποικίλοι πειρασμοί, οι οποίοι δεν φείδονται της ύπαρξής μας, αλλά τη ληστεύουν. Της αποσπούν ό,τι όμορφο έχει και την αφήνουν ακόμη πιο μόνη. Όμως ο Σαμαρείτης θα περάσει και η ευκαιρία της ίασης θα μας δοθεί. Το ερώτημα είναι αν αποφασίσουμε να συνεχίσουμε το ταξίδι του κόσμου έχοντας ως βάση το πανδοχείο της Εκκλησίας και ως συνοδοιπόρους αυτούς που συναντούμε εκεί, αυτούς που μας αγαπούν, ή αν θα ξαναβγούμε μόνοι μας στους πειρασμούς του κόσμου, με την αίσθηση ότι είμαστε άτρωτοι. Η αμαρτία τότε θα λειτουργήσει ως αχαριστία. Άλλωστε πολλοί από εμάς θεωρούμε ότι το πανδοχείο είναι υποχρεωμένο να θεραπεύει απροϋπόθετα. Εμείς μπορούμε να συνεχίζουμε το ταξίδι μας στην Ιεριχώ του κόσμου και του πολιτισμού, χωρίς να προσέχουμε τους ληστές που καραδοκούν, αφού πάντα θα βρεθεί ένας Σαμαρείτης να μας θεραπεύσει.
Την ίδια ευγνωμοσύνη καλούμαστε κι εμείς να δείχνουμε έναντι όσων μας προσφέρουν στη ζωή μας. Όσων αισθανόμαστε ότι έχουν αποφασίσει, συνειδητά ή ασυνείδητα, να είναι πλησίον μας. Και για να το κατανοήσουμε αυτό χρειάζεται να είμαστε ενεργά μέλη του σώματος του Χριστού, του πανδοχείου της Εκκλησίας. Να μπορούμε δηλαδή να αφήνουμε κατά μέρος οποιονδήποτε διχασμό, οποιανδήποτε εχθρότητα και την ίδια στιγμή να μπορούμε να είμαστε δεκτικοί στην αγάπη των άλλων. Διότι αυτό είναι τελικά το πλέον δύσκολο. Οι άνθρωποι θεωρούμε την αγάπη αυτονόητη υποχρέωση των άλλων ή αναζητούμε ιδιοτελή κίνητρα σ’ αυτήν και στην πράξη αρνούμαστε να αποδεχτούμε το κάλλος και την αξία της. Έτσι δεν μπορούμε να εκτιμήσουμε την αξία να έχουμε πλησίον μας, να είμαστε και να είναι όλοι πλησίον, χωρίς προϋποθέσεις.
Ο Σαμαρείτης έφυγε και θα ξαναέρθει. Δεν μας λέει το Ευαγγέλιο αν θα συναντήσει στο πανδοχείο τον τραυματισμένο άνθρωπο. Δεν μας λέει ακόμη αν αυτός αναγνώρισε το ότι ο Σαμαρείτης έγινε πλησίον του, ο εχθρός του τον έσωσε. Δεν μας λέει αν ο τραυματισμένος αισθάνθηκε την ανάγκη να περιμένει για να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του. Δεν μας χρειάζονται αυτές οι λεπτομέρειες. Μας αρκεί ότι ο Χριστός είναι ο δικός μας Σαμαρείτης, ότι εμείς μπορούμε να γίνουμε σαμαρείτες για τους άλλους.


Σάββατο 4 Νοεμβρίου 2017

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΑΚΟΛΟΥΘΙΩΝ

ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΑΚΟΛΟΥΘΙΩΝ
Δευτέρα 6 - Κυριακή 12 Νοεμβρίου 2017

Δευτέρα 6 Νοεμβρίου 2017
5.00 - 6.00 μ.μ. Εσπερινός και Παράκληση στην Παναγία
6.00 μ.μ. Κύκλος Συμμελέτης Αγίας Γραφής

Τετάρτη 8 Νοεμβρίου 2017 (Ταξιαρχών):
7.30 - 9.30 π.μ. Όρθρος και Θεία Λειτουργία

Σάββατο 11 Νοεμβρίου 2017 (Αγ. Μηνά - Βίκτωρος):
7.30 - 9.30 π.μ. Όρθρος και Θεία Λειτουργία
11.00 π.μ. - 12.30 μ.μ. Κατηχητικό για τα μικρότερα παιδιά.
4.00 μ.μ. – 5.00 μ.μ. Κατηχητικό για μαθητές Δ, Ε, και Στ Δημοτικού.
5.00 μ.μ. ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ
6.00 μ.μ. Κατηχητικό για μαθητές Γυμνασίου.

Κυριακή 12 Νοεμβρίου 2017:
7.30 – 10.30 π.μ. Όρθρος και Θεία Λειτουργία.

Πλούτος και Φτώχεια

Οι άνθρωποι συχνά συγκρίνουμε τους εαυτούς μας με τους άλλους και παραπονιόμαστε ότι δεν υπάρχει δικαιοσύνη στη ζωή, ιδίως όταν είμαστε εμείς αυτοί που δεν έχουμε τα πράγματα όπως τα θέλουμε. Κρίνουμε την πορεία μας με βάση τα υλικά αγαθά, τις επιτυχίες μας, την αποδοχή από τους συνανθρώπους μας, τις σχέσεις μας, τις μικρότερες ή τις μεγαλύτερες απολαύσεις μας, τη δυνατότητα να έχουμε πρόσβαση στο καταναλωτικό πρότυπο ζωής, το οποίο ταυτίζουμε με την ευτυχία. Κι όταν διαπιστώνουμε ότι υστερούμε, ότι δεν έχουμε αυτά που θέλουμε σε σχέση και με άλλους ανθρώπους του ευρύτερου ή στενότερου περιβάλλοντός μας, παραπονιόμαστε. Δεν έχουμε συνειδητοποιήσει ότι απόλυτη δικαιοσύνη σε έναν κόσμο μεταπτωτικό και χωρίς την παρουσία του Θεού να είναι δεσπόζουσα δεν μπορεί να υπάρξει. Ότι το νόημα της ζωής και η ευτυχία δε βρίσκεται στην ποσότητα των αγαθών, στην εκπλήρωση του θελήματός μας, αλλά στη δυνατότητα της πίστης στον Θεό, της αγάπης που κάνει την συνείδησή μας αναπαυμένη και στην αίσθηση ότι ο χρόνος μας δίνεται για να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και τους άλλους, όχι για να συγκρίνουμε και να δούμε τι έχουμε σε περίσσεια και τι μας λείπει, αλλά για να μάθουμε να δοξάζουμε τον Θεό γι’ αυτό που επέτρεψε να έχουμε και να χτίσουμε ένα «είναι» στηριγμένο στο «διδόναι» και όχι στο «λαμβάνειν».
Η παραβολή του πλουσίου και του φτωχού Λαζάρου, την οποία διηγείται ο Χριστός στους φιλάργυρους Φαρισαίους, αποτελεί μία συγκλονιστική υπόμνηση αληθειών, οι οποίες δεν περιορίζονται στο «νυν», αλλά ισχύουν για το «αεί». Στη ζωή αυτή ο πλούσιος είχε όλα τα αγαθά. Απολάμβανε τιμών, ηδονών, αποδοχής, οικειότητας, κυρίως όμως την αφθονία της τροφής. Ήταν ντυμένος με πολυτέλεια. Είχε δηλαδή πλήρως καλύψει αυτό που ονομάζουμε «φαίνεσθαι», «εικόνα». Τα χρήματα τον έκαναν αξιοζήλευτο. Από την άλλη ο φτωχός Λάζαρος ήταν στην απόλυτη ένδεια. Δεν είχε ούτε την ελάχιστη τροφή, ενώ δεν μπορούσε ούτε τις πληγές του να φροντίσει από μόνος του. Τα ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέζι του πλουσίου, τα σκουπίδια δηλαδή που απέμεναν από την πολυτελή τροφή, τα έτρωγε για να ξεγελάσει την πείνα του, ενώ τα ρούχα του ήταν τόσο κουρελιασμένα που φαίνονταν οι πληγές του. Ο πλούσιος, παρότι γνώριζε τον Λάζαρο με το όνομά του, όπως φάνηκε από την μετέπειτα συνομιλία του με τον Αβραάμ, δε θέλησε ούτε καν να ελεήσει τον Λάζαρο. Στην αιωνιότητα όμως η κατάσταση ανατράπηκε ριζικά και ανεπιστρεπτί. Ο Αβραάμ του το λέει ξεκάθαρα: «τέκνον, μνήσθητι ότι απέλαβες συ τα αγαθά σου εν τη ζωή σου και ο Λάζαρος ομοίως τα κακά . νυν δε ώδε παρακαλείται, συ δε οδυνάσαι» (Λουκ.16,25). Ο πλούσιος οδυνάται, ενώ ο Λάζαρος χαίρεται. Ο πλούσιος είναι βυθισμένος στη φλόγα και ο Λάζαρος αγάλλεται στους κόλπους του Αβραάμ. Η απόλυτη ευτυχία έγινε απόλυτη δυστυχία και το αντίστροφο. Ο σιωπών στη ζωή Λάζαρος απολαμβάνει την αιωνιότητα. Ο λαλίστατος στις παρέες και στη ζωή πλούσιος υποφέρει στην μοναξιά και μάλιστα αιωνίως.
Αυτή η αντιστροφή αποτελεί για όσους θέλουν να πιστεύουν στον Θεό υπόμνηση όχι της φιλοσοφίας απλώς για την ματαιότητα του κόσμου, αλλά του νοήματος της ζωής. Τα πάντα κρίνονται από τον τρόπο που βλέπει κάποιος τη ζωή και από τον τρόπο που την βιώνει. Η ευτυχία έχει να κάνει όχι με τα αγαθά, αλλά με την εμπιστοσύνη στον Θεό. Κι έχουμε ευθύνη από το υστέρημα ή το περίσσευμα των αγαθών μας να δείχνουμε την εμπιστοσύνη στον Θεό. Ο πλούσιος στηρίχτηκε στην αυτάρκειά του και νόμισε ότι δεν υπήρχε λόγος ούτε να πιστεύει στον Θεό και στον λόγο Του, όπως φάνηκε από την άρνησή του να αποδεχθεί ότι τα αδέρφια του θα σώζονταν αν διάβασαν τον μωσαϊκό νόμο και άκουγαν τον προφητικό λόγο, ούτε να προσφέρει έστω το ελάχιστο από αυτά που είχε σε αφθονία. Ο πλούσιος έκανε θεό τον εαυτό του, μην υπολογίζοντας όμως ότι ο χρόνος μάς δίνεται από τον Θεό για να Τον συναντήσουμε μέσα από τα πρόσωπα των συνανθρώπων μας. Ο Λάζαρος, ζώντας στο περιθώριο της περιφρόνησης και επιλέγοντας την οδό της εν σιωπή υπομονής, κατενόησε και βίωσε την απόλυτη ταπείνωση. Δεν είχε τίποτα και δεν ήθελε τίποτα. Μόνο τον Θεό. Είδε το αληθινό μέγεθος του εαυτού του. Και παρότι δοκιμάστηκε στη ζωή, έλαβε την αγαλλίαση στην αιωνιότητα.
Αυτή είναι τελικά η δικαιοσύνη του ουρανού. Ο καθένας να μην υποτάσσεται στην αυτάρκεια, την αυτοθέωση, την αίσθηση ότι η ζωή θα κρατήσει για πάντα αλλά να αξιοποιεί τα χαρίσματα που του έδωσε ο Θεός και τις δωρεές που και πάλι ο Θεός επέτρεψε να έχει, ώστε να μοιράζεται. Μπορεί οι άνθρωποι να θυμώνουμε με την αδικία στον κόσμο, με τις ανισότητες, να οργιζόμαστε και έναντι του Θεού και έναντι των άλλων, όμως τίποτε δεν κρατά για πάντα. Μόνο η αιωνιότητα. Όποιος πιστεύει σ’ αυτήν, αισθάνεται την ευθύνη να μοιραστεί. Όποιος δεν πιστεύει, όσο κι αν εκμεταλλεύεται τις συνθήκες της ζωής και τα αγαθά του θα έρθει η ώρα που θα νικηθεί από τον χρόνο. Προφανώς και δεν πρέπει να μένουμε απαθείς στην αναισθησία και την αδικία. Αυτό που χρειάζεται όμως, πιο πάνω από τις δικές μας προσπάθειες, λόγους, αγώνες, είναι η εμπιστοσύνη στην κρίση του ουρανού, η οποία είναι η μόνη αληθινή διότι κρατά για πάντα. Οι αυτάρκεις πλούσιοι, οι αυτοθεωμένοι, οι αφιλοσόφητοι και άπιστοι μπορεί να μη συγκινούνται από τα μηνύματα της πίστης. Ας μη ζηλεύουμε όμως τη ζωή τους, αλλά να επιλέγουμε τον τρόπο του Θεού, για να είναι η ζωή μας κατά τα κριτήριά Του. Αυτά που ισχύουν για πάντα.

Σάββατο 28 Οκτωβρίου 2017

Δε θέλει θόρυβο η πίστη.

Υπάρχουν άνθρωποι που εξαιτίας της θέσης τους ή των έργων τους προσελκύουν τη δημοσιότητα, είτε το θέλουν είτε όχι. Υπάρχουν και κάποιοι που αγωνίζονται συνειδητά γι’ αυτήν. Για να ακούσουν τα «μπράβο» των άλλων, να συζητηθεί το όνομά τους. Μάλιστα, ικανοποιούνται ακόμη και όταν το όνομά τους ακούγεται με άσχημα σχόλια, αρκεί που ακούγεται. Δεν τους ενδιαφέρει όμως η αιτία ή το περιεχόμενο. Και στην εποχή μας που η τεχνολογία έχει τέτοια δύναμη, και η εικόνα μεταφέρεται τόσο εύκολα, παρουσιάζουμε μόνοι μας τα πάντα από τη ζωή μας για να μας δούν οι άλλοι! Ταυτόχρονα δε, και η επιλογή των ηγετών δεν κρίνετε από τα προγράμματά τους, αλλά από αυτό που δείχνουν προς τα έξω, την εμφανισιμότητα, την επικοινωνιακότητα, ίσως το «απόλυτο τίποτα».
Απέναντι σ’ αυτήν την κατηγορία των ανθρώπων, υπάρχουν και κάποιοι άλλοι, οι οποίοι λειτουργούν με σεμνότητα. Με μέτρο. Όχι μόνο δεν αυτοπροβάλλονται, αλλά προχωρούν σχεδόν κρυφά και αποφεύγουν να προκαλέσουν να ελκύσουν το ενδιαφέρον των άλλων για συγκεκριμένους λόγους. Περνούν χωρίς θόρυβο. Ει δυνατόν να μην τους αντιληφθεί κανείς. Είναι όσοι γράφουν ιστορία μέσα από την ταπεινή διακονία. Όσοι ζούνε και πορεύονται στον χρόνο όντας γνωστοί από λίγους που μπορούν να τους εκτιμήσουν, κυρίως όμως από τον Θεό. Αυτοί που δεν κραυγάζουν, δεν θέλουν να γίνουν διάσημοι, αλλά θα μείνουν στις καρδιές όσων τους συναντούν όντας οι γείτονες της διπλανής πόρτας, αυτοί που είναι διαθέσιμοι οτιδήποτε κι αν συμβεί, αυτοί που ξέρουν να αγαπήσουν, να συμπαρασταθούν.
Δύο ανθρώπινους τύπους, έναν επιφανή και έναν ταπεινό, συνάντησε ο Χριστός, όταν, μετά τη θεραπεία του δαιμονισμένου των Γαδαρηνών, επιστρέφει στην Καπερναούμ. Από την μία τον αρχισυνάγωγο Ιάειρο, γνωστό και σπουδαίο στην περιοχή, το δωδεκάχρονο κορίτσι του οποίου ήταν ετοιμοθάνατο. Από την άλλη μία αιμορροούσα γυναίκα, η οποία επί δώδεκα έτη ήταν καταδικασμένη στην ασθένειά της. Ξόδεψε όλη της την περιουσία στους γιατρούς, αλλά δεν κατάφερε τίποτε. Ο Ιάειρος πηγαίνει και παρακαλεί δημόσια τον Χριστό να έρθει στο σπίτι του και να γιατρέψει την άρρωστη θυγατέρα του. Η αιμορροούσα, αισθανόμενη ντροπή για τη ασθένειά της, αλλά και με μεγάλη ταπείνωση «προσελθούσα οπίσω ήψατο του κρασπέδου του ιματίου αυτού και παραχρήμα έστη η ρύσις του αίματος αυτής» (Λουκ. 8, 44). «Πήγε πίσω από τον Ιησού, άγγιξε την άκρη του ρούχου Του κι αμέσως η αιμορραγία της σταμάτησε». Κανείς δεν την είδε, στριμωγμένη κι αυτή μέσα στο πλήθος που περιτριγύριζε τον Ιησού. Μόνο ο Χριστός κατάλαβε ότι έφυγε από Αυτόν δύναμη θεραπευτική. Και όταν απαίτησε να φανερωθεί «ποιος Τον άγγιξε», τότε «τρέμουσα» (Λουκ. 8,47) η γυναίκα έπεσε στα πόδια Του και ομολόγησε ενώπιον όλων την αρρώστια και την ίαση. Για να ακούσει το «θάρσει, θύγατερ. Η πίστις σου σέσωκέ σε. Πορεύου εις ειρήνην» (Λουκ. 8,48). Στη συνέχεια ο Χριστός θα αναστήσει και την νεκρή κόρη του Ιάειρου, δείχνοντας ότι ο Θεός ακούει και βλέπει όσους αγαπούν και πιστεύουν, ανεξαρτήτως αν κάνουν θόρυβο ή μένουν κρυμμένοι.
Ας μείνουμε στην αιμορροούσα γυναίκα. Τρία είναι τα χαρακτηριστικά της παρουσίας της. Πρώτα το ότι προσπάθησε να αντιμετωπίσει την ασθένειά της με τα ανθρώπινα μέσα. Την επιστήμη. Τη γνώση. Δεν έμεινε απαθής στο πρόβλημά της. Μοιρολατρική. Παραιτημένη. Το δεύτερο είναι ότι πίστευε στον Θεό. Πίστευε ότι στα αδύνατα των ανθρώπων υπάρχει η δύναμη του Θεού και αυτή την πίστη την εξέφρασε στο πρόσωπο του Χριστού. Το τρίτο είναι η ταπεινή προσέγγιση. Δεν αισθάνθηκε ικανή να βγει δημόσια να ζητήσει το θαύμα. Άξια να παρακαλέσει ή να απαιτήσει. Μόνο αγγίζει κρυφά το ιμάτιο του Χριστού, δείχνοντας ότι δεν ήθελε τον θόρυβο, αλλά γνώμονάς της η ελπίδα ότι ο Θεός δε θα την απορρίψει για την αμαρτωλότητά της, καθότι εκείνα τα χρόνια η αρρώστια θεωρούνταν ως η τιμωρία από τον Θεό για τις αμαρτίες των ανθρώπων. Και αναγνωρίζοντας τη δική της αναξιότητα, αγγίζει. Και σώζεται.
Δε θέλει θόρυβο η πίστη. Η σχέση με τον Χριστό. Δε θέλει καμία δημοσιότητα. Συναίσθηση της αναξιότητάς μας θέλει. Ελπίδα και τόλμη να αγγίξουμε, όχι όμως γιατί δικαιούμαστε, αλλά γιατί Εκείνος μας αγαπά.



Σάββατο 21 Οκτωβρίου 2017

Οι φόβοι των ανθρώπων

Σε δύο σημεία στη σημερινή ευαγγελική περικοπή αναφέρεται ότι οι άνθρωποι φοβήθηκαν. Ο Χριστός βρίσκεται στα Γάδαρα, στη λίμνη της Γενησαρέτ. Εκεί Τον συναντά ένας άνθρωπος ο οποίος ήταν αγρίμι. Ζούσε στην έρημο και στα μνήματα. Αποτελούσε φόβο και τρόμο για τους ανθρώπους του τόπου του, οι οποίοι τον αλυσόδεναν, αλλά μάταια. Ο Χριστός θα βγάλει την λεγεώνα των δαιμονίων από μέσα του και θα τα αφήσει να πνίξουν μία αγέλη χοίρων που έβοσκε εκεί κοντά. Οι Γαδαρηνοί μαθαίνουν από τους βοσκούς τι είχε γίνει, έρχονται να συναντήσουν τον Χριστό, βλέπουν στα πόδια Του «ιματισμένον και σωφρονούντα» τον πρώην δαιμονισμένο «και εφοβήθησαν. Απήγγειλαν δε αυτοίς οι ιδόντες πώς εσώθη ο δαιμονισθείς. Και ηρώτησαν αυτόν άπαν το πλήθος της περιχώρου των Γαδαρηνών απελθείν απ’ αυτών, ότι φόβω μεγάλω συνείχοντο» (Λουκ. 8, 35-37). Φοβήθηκαν και όσοι είχαν δει τι είχε γίνει, τους είπαν για το πώς ο δαιμονισμένος σώθηκε. Τότε όλο το πλήθος από την περιοχή των Γαδάρων παρακαλούσαν τον Ιησού να φύγει από κοντά τους, γιατί τους είχε πιάσει μεγάλος φόβος.
Πριν δούμε τι ήταν ακριβώς αυτό που φοβήθηκαν οι άνθρωποι των Γαδάρων, θα δούμε τί φοβίζει τους ανθρώπους γενικά.
Μία φυσική καταστροφή, ένας απρόσμενος θάνατος, η αστάθεια στις ανθρώπινες σχέσεις, μία δοκιμασία το αποτέλεσμα της οποίας θα διαδραματίσει μεγάλο ρόλο στην μετέπειτα πορεία μας, μία αρρώστια, η αβεβαιότητα στην εργασία και άλλα, είναι γεγονότα που γεννούν ανησυχία στην ψυχή μας. Αισθανόμαστε μετέωροι. Άλλοι αντιμετωπίζουν τον φόβο με τα μέσα της εποχής. Προσπαθούν να γελάσουν, να διασκεδάσουν, ακόμη και να πιούνε προκειμένου να ξεχάσουν. Άλλοι πάλι ζητούν από όσους τους αγαπούνε να τους καθησυχάζουν. Βρίσκουν στην αγάπη ανακούφιση για τον φόβο. Άλλοι πάλι με γενναιότητα και εμπιστοσύνη στον Θεό προχωρούν στην αντιμετώπιση του φόβου τους. Είναι αποφασισμένοι, ακόμη κι αν χάσουν, να μην αισθανθούν ότι υπέκυψαν στην καταστροφική του επίδραση. Παλεύουν και «ο Θεός βοηθός».
Υπάρχουν όμως και γεγονότα τα οποία έχουν να κάνουν με την αποκάλυψη του αληθινού εαυτού μας. Και εκεί ο φόβος, επειδή μας οδηγεί στην αλήθεια για το ποιοι είμαστε, γίνεται ισχυρότερος. Τρομάζουμε με την εικόνα μας. Αισθανόμαστε ότι δεν μπορούμε πλέον να κρυφτούμε όχι μόνο από τους άλλους, ούτε και από τον εαυτό μας. Είναι από τις καταστάσεις τις οποίες θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε κανονικά ως ευλογία, διότι μας δίνουν την ευκαιρία, συνειδητοποιώντας το ποιοι είμαστε ή ποιες είναι οι προτεραιότητές μας, να μπορέσουμε να μετανιώσουμε για τα λάθη και τα πάθη μας και να κάνουμε μια καινούργια αρχή. Κάτι τέτοιο όμως προϋποθέτει πίστη ότι η αλήθεια είναι το σημαντικότερο στη ζωή μας. Ότι η αλήθεια δεν μας καταβάλλει αλλά μας ελευθερώνει. Διότι μας δίνει τη δυνατότητα να συγχωρέσουμε και να συγχωρεθούμε. Και ξεκινώντας από την αρχή τη ζωή μας, να μπορέσουμε να εκτιμήσουμε τι πραγματικά αξίζει σ’ αυτήν και τι όχι.
Οι Γαδαρηνοί, λοιπόν, φοβήθηκαν τον πρώην δαιμονισμένο όταν τον είδαν ήρεμο κοντά στο Χριστό και τον Χριστό που ήταν κοντά τους. Γιατί μέσα από το θαύμα της θεραπείας του συντοπίτη τους είδαν την αλήθεια για τον εαυτό τους. Διαπίστωσαν ότι δεν τηρούσαν το θέλημα του Θεού, το οποίο, σύμφωνα με τον μωσαϊκό νόμο, απαγόρευε την κτήση και την χρήση χοίρων και χοιρινού κρέατος. Αυτοί όμως επέλεξαν να παραβιάσουν την εντολή του Θεού είτε από συμφέρον είτε από λαιμαργία και φιληδονία. Ο δαιμονισμένος ήταν μία διαρκής υπενθύμιση του Θεού στην κοινότητά τους ότι χρειάζονταν μετάνοια. Γι’ αυτό και φαίνεται ότι ήταν εκεί, για να τους ταράζει η παρουσία του και να αφορμώνται στο να επιστρέψουν στο θέλημα του Θεού. Οι Γαδαρηνοί όμως, παρότι φοβήθηκαν αρχικά με το θαύμα και το γεγονός ότι όχι μόνο θεραπεύθηκε ο δαιμονισμένος, αλλά έχασαν το κέρδος και το συμφέρον τους, με τον πνιγμό της αγέλης των χοίρων, δε νίκησαν τα πάθη τους. Προτίμησαν να αρνηθούν τον Χριστό παρά το συμφέρον, τη φιληδονία, τη λαιμαργία. Και ζήτησαν από τον Χριστό να φύγει από τη ζωή τους. Εκείνος σεβάστηκε την ελευθερία τους και τους άφησε. Έκλεισαν τα μάτια τους μπροστά στην αλήθεια και συνέχισαν τη ζωή τους σα να μην έζησαν τίποτα.
Αυτή είναι η στάση του ανθρώπου ο οποίος έχει υποκαταστήσει την παρουσία του Θεού στη ζωή του με τα πάθη και το συμφέρον του. Είναι συνειδητή η επιλογή του, όταν κάποτε βλέπει την αλήθεια, να αρνείται να αλλάξει. Να μετανοήσει. Βλέπει τον εαυτό του και προσποιείται ότι δεν βλέπει. Καταλαβαίνει ότι τον περιμένει ο πνευματικός θάνατος, με το να μην είναι ο Χριστός στη ζωή του, αλλά επιλέγει να απομακρυνθεί ακόμη περισσότερο από Εκείνον. Σκληραίνει η καρδιά του, διότι δε θέλει να αντέξει την αλήθεια για τη ζωή του. Αυτή προϋποθέτει προσανατολισμό προς τον ουρανό. Και ο ουρανός θέλει θυσία. Να αφήσουμε ό,τι μας ευχαριστεί πρόσκαιρα και να επιλέξουμε το θέλημα του Θεού. Οι άνθρωποι νομίζουμε ότι μπορούμε να κάνουμε αυτό που μας αρέσει ή μας συμφέρει, αλλά και να είμαστε εντάξει με τον Θεό. Η αυταπάτη όμως κάποτε θα διαλυθεί και θα κληθούμε να πάρουμε τις οριστικές μας αποφάσεις. Καιρός να αποφασίσουμε!

Σάββατο 14 Οκτωβρίου 2017

εν καρδία καλή καγαθή ακούσαντες τον λόγον κατέχουσι και καρποφορούσιν εν υπομονή

Είναι γεγονός πως ο άνθρωπος δύσκολα συμβιβάζεται με κάτι λιγότερο από αυτό που έχει σκεφτεί, ονειρευτεί ή επιθυμήσει. Είναι ανικανοποίητος όταν το θέλημά του δεν εκπληρώνεται και ζητά το απόλυτο, την τελειότητα. Δυστυχώς, όμως, αυτό δεν μεταφέρεται εύκολα στην πνευματική ζωή. Εκεί είμαστε ευχαριστημένοι με το λίγο. Με τη συνήθεια. Με την τυπικότητα. Θεωρούμε ότι έχουμε χρόνο, ή ότι το λίγο αρκεί και επειδή κάποτε συγκρίνουμε τον εαυτό μας με άλλους ανθρώπους, αισθανόμαστε ότι είμαστε καλά.
Σε μία από τις πιο όμορφες παραβολές της Καινής Διαθήκης ο Χριστός μιλά για την πνευματική ζωή ως αποτέλεσμα της σποράς που ο Ίδιος και η Εκκλησία κάνουν στον κόσμο. Αφού περιγράψει κατηγορίες ανθρώπων, στους οποίους η καρποφορία του σπόρου δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί λόγω της επέμβασης του διαβόλου, λόγω της απουσίας πνευματικού βάθους στις καρδιές, λόγω των βιοτικών και άλλων μεριμνών, αναφέρεται σε εκείνους που οι καρδιές τους είναι γη αγαθή. Αυτοί, όπως λέει ο Χριστός, «εν καρδία καλή καγαθή ακούσαντες τον λόγον κατέχουσι και καρποφορούσιν εν υπομονή» (Λουκ. 8, 15). Είναι «όσοι άκουσαν τον λόγο με καλή και αγαθή καρδιά, τον φυλάνε μέσα τους και καρποφορούν με υπομονή». Ο λόγος αυτός ουσιαστικά μας δείχνει τη στάση την οποία καλούμαστε να δείξουμε και στην πνευματική μας ζωή, αλλά και στην καθημερινότητα της ζωής. Το τρίπτυχο που είναι απαραίτητο για να έχει η ζωή μας νόημα.
«Ακούσαντες εν καρδία καλή και αγαθή τον λόγον». Πρωτίστως καλούμαστε να ακούμε. Να έχουμε τα αυτιά του σώματος και της ψυχής ανοιχτά. Να αναζητούμε τον λόγο του Θεού, να ενδιαφερόμαστε, να μαθαίνουμε, να ελέγχουμε τη ζωή μας με βάση το λόγο του Θεού. Εάν μεγαλώσαμε σε ένα περιβάλλον που μας ενέπνευσε ή μας έδωσε αρχές και αξίες δε συνεπάγεται ότι είμαστε αυτάρκεις. Αυτός που ακούει, υπερβαίνει την αυτάρκειά του. Έχει να διδαχθεί. Και αυτός που ακούει έχει ταπεινή καρδιά, δηλαδή καλή και αγαθή. Διότι η ταπείνωση φαίνεται στη δεκτικότητα. Στην απόφαση να ωφεληθούμε, να μάθουμε και να αλλάξουμε σύμφωνα με όσα μάθαμε.
«Τα ξέρουμε». Αυτή η φράση είναι η παγίδα. Αυτός που τα ξέρει, δεν έχει καλή και αγαθή καρδιά, διότι εκ των προτέρων δεν είναι δεκτικός σε τίποτε και κανέναν. Και η πνευματική ζωή δεν προχωρά, χωρίς να ακούμε από κάθε δυνατή πηγή λόγου. Κυρίως από τους πνευματικούς μας πατέρες.
«Τον λόγον κατέχουσι». Αυτή είναι η δεύτερη προϋπόθεση. Τον λόγο, την αλήθεια του Θεού, όχι απλά να γνωρίζουμε, αλλά να τον κατέχουμε σε βάθος, να τον κρατάμε στην καρδιά μας, εντός μας. Κρατώ σημαίνει δίνω χώρο και χρόνο, και προετοιμάζω τον εαυτό μου για να υλοποιήσει αυτό που έχω μέσα μου. Όπως η γη κατέχει τον σπόρο που ρίχνουμε. Και στην κατοχή αυτή απομακρύνουμε τους λογισμούς της κακίας και εργαζόμαστε την αλήθεια των λόγων του Ευαγγελίου. Η πνευματική ζωή θέλει διάρκεια.
«Καρποφορούσιν εν υπομονή». Αυτή είναι η τρίτη προϋπόθεση. Η καρποφορία θέλει υπομονή. Θέλει να βλέπουμε τη ζωή στην προοπτική της αιωνιότητας και όχι μόνο του παρόντος. Η υπομονή χρειάζεται θυσία. Δοκιμάζεται στις ήττες και στις δυσκολίες, ο κόπος δικαιώνεται και γινόμαστε αληθινά σοφοί. Η υπομονή γίνεται ταπείνωση και μετάνοια για τα λάθη και τα πάθη μας. Η υπομονή μας αγιάζει, διότι μας κάνει να στρεφόμαστε προς τον Θεό και όχι να κάνουμε θεό τον εαυτό μας και τις δυνάμεις μας.
Ο χριστιανός δεν πορεύεται στον πειρασμό του «εδώ και τώρα». Ακούει, κρατά και με υπομονή καρποφορεί.

Σάββατο 7 Οκτωβρίου 2017

«μη κλαίε»

Τα δάκρυα και το κλάμα έχουν πολλές αιτίες στη ζωή των ανθρώπων. Είναι μία φυσική ένδειξη λύπης και πόνου, κάποτε και θυμού και οργής. Άλλοτε πάλι είναι ένδειξη ενός συναισθηματικού κόσμου, ο οποίος αντιδρά με υπερευαισθησία σε εξωτερικά ερεθίσματα ή στην ψυχολογική του κατάσταση ενεργοποιώντας τον μηχανισμό τους. Σπανιότερα τα δάκρυα είναι έκφραση μεγάλης χαράς.
Στην πνευματική ζωή τα δάκρυα είναι σημείο μετανοίας, για τις αμαρτίες. Άλλοτε είναι σημείο επίγνωσης του θελήματος του Θεού και ευγνωμοσύνης γι’ Αυτόν και την παρουσία Του στη ζωή μας. Τα δάκρυα πάλι είναι σημάδι μεγάλης αγάπης για τους ανθρώπους, η οποία, κυρίως στις αγιασμένες ψυχές, εκφράζεται μ’ αυτόν τον τρόπο από ένταση και αγωνία για την πορεία τους, όχι στην καθημερινότητα, αλλά στη σχέση τους με τον Θεό.
Στο Ευαγγέλιο διαβάζουμε μια ιδιαίτερα ξεχωριστή διήγηση για τον Χριστό, ο Οποίος εισέρχεται σε μία μικρή πόλη, την Ναΐν. Εκεί θα αναστήσει τον μοναχογιό μιας χήρας γυναίκας, ο οποίος πέθανε πρόωρα αφήνοντας απίστευτη λύπη στην καρδιά της μητέρας του. Βλέπουμε ότι η πρώτη και μοναδική φράση την οποία λέει ο Χριστός στην πονεμένη μητέρα είναι το «μη κλαίε» (Λουκ. 7,13). «Μην κλαις». Παράδοξη προτροπή. Τα δάκρυα και το κλάμα της μητέρας αποτελούν την μοναδική αντίδραση που θα περίμενε ο καθένας. Η πλήρης απόγνωση, η μοναξιά, η στέρηση του αγαπημένου προσώπου, η οποία έρχεται σε συνέχεια της στέρησης του συζύγου, το ανεπιστρεπτί του θανάτου, το παράπονο εναντίον του Θεού και της ζωής, αλλά και τα όνειρα για νόημα ζωής μέσα από το παιδί έχουν συντριβεί. Δεν μπορεί η μητέρα να κάνει κάτι άλλο, παρά μόνο να θρηνήσει. Και αντί ο Χριστός να της δείξει ότι την συμπονά, ότι καταλαβαίνει τα δάκρυα και το κλάμα της, την προτρέπει να σταματήσει. Και βέβαια θα αναστήσει το νέο παιδί, για να δώσει πίσω στη μάνα ό,τι φάνηκε να στερείται.
Την ίδια φράση «μη κλαίε» απευθύνει και σε μας ο Χριστός. Μοναδική προϋπόθεση για να έχει νόημα αυτό είναι η συνάντησή μας μαζί Του.
-Να μην κλαίμε για τα πρόσωπα που φεύγουν από τη ζωή μας, είτε οριστικά είτε γιατί δεν μπορούμε να τα βρούμε μαζί τους. Η αγάπη δεν νεκρώνεται. Όταν κάποιος φεύγει από τη ζωή μας, τότε συνειδητοποιούμε αν και πόσον τον αγαπούμε. Όμως το κλάμα εκεί δεν αλλάζει κάτι, αν στη σχέση μας δεν δείξαμε την αγάπη που μπορούσαμε να δείξουμε, υπερβαίνοντας τον εγωισμό μας.
-Να μην κλαίμε για την όποια μοναξιά νομίζουμε ότι βιώνουμε, γιατί συνήθως την μοναξιά την προκαλούμε μόνοι μας, με την κλειστή καρδιά και τον εγωκεντρισμό μας ή με την επίδειξη μιας αγάπης η οποία λειτουργεί στη λογική της ανταπόδοσης και όχι της προσφοράς.
-Να μην κλαίμε όταν επενδύουμε όνειρα στους άλλους και δε βλέπουμε να εκπληρώνονται, γιατί ο καθένας από μας καλείται να χτίσει τη ζωή του με τα δικά του όνειρα. Οι άλλοι συμπληρώνουν. Έχουν την προσωπικότητα και τις επιλογές τους.
-Να μην κλαίμε ούτε για τα υλικά αγαθά, όταν αισθανόμαστε ότι δεν τα έχουμε στην αφθονία που θα θέλαμε ή που δικαιούμαστε να έχουμε. Δεν είναι το παν στη ζωή μας αυτά.
-Να μην κλαίμε για τις ήττες μας, όταν έχουμε παλέψει για να μην συμβούν. Ειδάλλως, όταν οι ήττες είναι αποτέλεσμα οκνηρίας, εσφαλμένης στοχοθεσίας, παραθεώρησης του περιβάλλοντος στο οποίο ζούμε, τότε χρειάζεται να διορθώσουμε τα «καθ’ εαυτόν» μας και όχι να απελπιζόμαστε.
Αυτή τη θέαση μας τη δίνει η σχέση με τον Χριστό. Ακόμη κι αν έχουμε κάνει τα πάντα σωστά, ακόμη κι αν η απώλεια είναι αναπάντεχη και γεγονός ανεξάρτητο των προθέσεων και του αγώνα μας, όπως είναι ο θάνατος, η σχέση με τον Χριστό μας δίνει τη δυνατότητα να νοηματοδοτήσουμε τη ζωή μας και πάλι. Εμπιστευόμαστε το θέλημα του Θεού. Γνωρίζουμε ότι τίποτε δεν είναι μάταιο. Βλέπουμε τον κόσμο στην προοπτική της ανάστασης και δεν απελπιζόμαστε. Διότι το τελικό νόημα του λόγου του Χριστού στην μητέρα δεν ήταν το να μην κλαίει γιατί θα έπρεπε να είναι άπονη και να μην τη στενοχωρεί ο θάνατος του παιδιού της, αλλά να μην απελπίζεται. Να μην αισθάνεται ότι η ζωή της έπαψε να έχει νόημα. Γιατί ο άνθρωπος δίνει νόημα όταν στη ζωή υπάρχει ο Χριστός.
Ακόμη και τις αμαρτίες μας συγχωρεί ο Χριστός. Επομένως η συνάντηση μαζί Του αποτελεί ευκαιρία θέασης της ζωής μας μέσα από την αγάπη προς Αυτόν, την ελπίδα και την προοπτική της ανάστασης. Η λύπη τότε δεν μας κατατρώγει, αλλά μπορεί να γίνει αφορμή επαναπροσδιορισμού της ζωής μας μέσα στην Εκκλησία.

Σάββατο 23 Σεπτεμβρίου 2017

«Ανθρώπους έση ζωγρών»

Παρακολουθώντας τη ζωή των ανθρώπων, θα έλεγα νομίζω με ασφάλεια ότι κολυμπούν μέσα σε μια θάλασσα, στην οποία υπάρχουν πολλά αγκίστρια, παγίδες και δίχτυα για να μας αλιεύσουν. Γιατί ο πολιτισμός προσπαθεί να μας κάνει καταναλωτές ή και πολλές φορές προϊόντα προς κατανάλωση.
Το παράδοξο είναι ότι ο ίδιος ο Χριστός, όπως τον ακούσαμε σήμερα, λέει στον απόστολο Πέτρο και σε όλους τους αποστόλους Του «Από του νυν ανθρώπους έση ζωγρών» (Λουκ. 1,10), «Ανθρώπους από δω και πέρα θα αλιεύεις».
Ο κόσμος μας μάς αλιεύει για να γίνουμε καταναλωτές.
Η Εκκλησία, μάς αλιεύει για να οδηγηθούμε στο καθ’ ομοίωσιν Θεού.
Ο κόσμος προσπαθεί να μας πείσει να αδρανοποιηθούμε, να βρούμε τρόπους άκοπης διαβίωσης, αδιαφορώντας για τους άλλους.
Η Εκκλησία θέλει να ενεργοποιήσουμε τα χαρίσματά μας, την εικόνα του Θεού, αλλά και κάθε ιδιαίτερο γνώρισμα που έχουμε λάβει από το Άγιο Πνεύμα και να τα διαθέτουμε στη χρήση του συνόλου.
Ο κόσμος θέλει να μας κάνει εξαρτημένους στα πάθη και τις αδυναμίες μας, για να μας έχει δεσμίους του.
Η Εκκλησία ζητά από εμάς να γίνουμε ελεύθεροι από κάθε εξάρτηση και ανάγκη.
Ο κόσμος δεν έχει πρόβλημα να διακηρύξει ότι μας επιτρέπεται να «φάμε» τον άλλον, για να ζήσουμε καλύτερα εμείς.
Η Εκκλησία προβάλει τη θυσιαστική αγάπη για τον άλλον και μας καλεί να γευθούμε την αιώνια βρώση που είναι ο Χριστός στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας.
Το αγκίστρι του πολιτισμού είναι το θέλημα και η ηδονή της αμαρτίας.
Το αγκίστρι της Εκκλησίας είναι η εμπιστοσύνη στο θέλημα του Θεού και η χαρά της κοινωνίας τόσο με Εκείνον όσο και με τον συνάνθρωπό μας.
Ο κόσμος μας αφήνει να παλεύουμε στο σκοτάδι της πνευματικής άγνοιας, να ματαιοπονούμε διότι ο θάνατος είναι πιο ισχυρός και να απελπιζόμαστε, διότι βλέπουμε πως κατά βάθος το νόημα που βρίσκουμε δεν μας δίνει ευτυχία.
Η Εκκλησία μας δίνει πίστη στην ελπίδα. Μας κάνει να μην αισθανόμαστε μόνοι. Να μην απελπιζόμαστε, γνωρίζοντας ότι δεν είμαστε μόνοι και ότι η ζωή κοντά Του έχει νόημα
«Ανθρώπους έση ζωγρών».
Ο δρόμος αυτός δεν είναι μόνο για τους Αποστόλους. Είναι για τον καθέναν από εμάς. Όταν έχουμε επίγνωση του αληθινού σκοπού της ζωής μας, μπορούμε να αφήνουμε στην άκρη το άγχος μας για το εδώ και τώρα και να αφήνουμε τη ζωή μας στα δικά Του δίχτυα.


Σάββατο 16 Σεπτεμβρίου 2017

Ός γαρ εάν επαισχυνθή με και ... επαισχυνθήσεται αυτόν ...

Μας αρέσει να μας ανταποδίδουν το καλό που κάνουμε, ό,τι προσφέρουμε, ό,τι αφιερώνουμε στους άλλους. Και πολλές φορές αποτελεί κίνητρο. Το ίδιο συμβαίνει και στη θρησκευτική μας ζωή. Κι εκεί μετράμε τα έργα μας, την πίστη μας, την πορεία μας και ζητούμε από τον ουρανό ανταπόδοση. Ή ο φόβος ότι ο Χριστός θα μας αποστραφεί, εάν Τον αρνηθούμε πάλι μας κάνει να σκεφτόμαστε τη συμπεριφορά μας. Ο λόγος του Χριστού είναι αδιαμφισβήτητος: «Ός γαρ εάν επαισχυνθή με και τους εμούς λόγους εν τη γενεά ταύτη τη μοιχαλίδι και αμαρτωλώ και ο υιός του ανθρώπου επαισχυνθήσεται αυτόν όταν έλθη εν τη δόξη του πατρός αυτού μετά των αγγέλων των αγίων» (Μάρκ. 8, 38). «Όποιος, ζώντας μέσα σ’ αυτή τη γενιά την άπιστη και αμαρτωλή, ντραπεί για μένα και για τη διδασκαλία μου, θα ντραπεί γι’ αυτόν και ο Υιός του Ανθρώπου, όταν έρθει με όλη τη λαμπρότητα του Πατέρα Του, μαζί με τους αγίους αγγέλους».
Τι σημαίνει όμως ομολογία και τι αισχύνη σ’ αυτή τη ζωή;
Ομολογία σημαίνει αποδοχή ότι η ζωή μας κατά Χριστόν είναι σταυρική. Σταυρός η πίστη. Σταυρός η αγάπη. Σταυρός η σχέση με τους άλλους ανθρώπους. Και δεν είναι μόνο τα πάθη τόσο τα δικά μας όσο και των άλλων ανθρώπων που καθιστούν την πορεία του χριστιανού σταυρική. Είναι η δυσκολία μας να καταλάβουμε ποιο είναι το θέλημα του Θεού στην κάθε στιγμή της ζωής μας, είναι η αδυναμία μας να αφεθούμε στο θέλημα του Θεού, όχι μοιρολατρικά αλλά δυναμικά, είναι η ατολμία μας να ενεργήσουμε χωρίς να σκεφτούμε ότι οι άλλοι μπορεί να μας απορρίψουν γιατί δεν ακολουθούμε τη μάζα-τους πολλούς.
Ομολογία σημαίνει επιμονή στην κατά Χριστόν πορεία μας. Δεν αλλάζουμε τις πνευματικές μας αρχές, επειδή δεν βρίσκουμε ανταπόκριση στην κοινωνία. Ούτε όταν βρεθούμε σε δοκιμασία και δυσκολία. Δυσανασχετούμε μπροστά στην αρρώστια, τη φθορά, την αποτυχία, τον θάνατο. Όταν δεν ικανοποιείται το θέλημά μας και οι φιλοδοξίες μας. Όμως για τον Θεό, επειδή βλέπει τη ζωή με γνώμονα το μέλλον και τη βασιλεία Του, κακό είναι ό,τι μας καθηλώνει στο αυτόφωτο και την ετερονομία μας σε σχέση με Εκείνον. Και γι’ αυτό μας δίδει αφορμές μετανοίας μέσα από την ήττα. Αφορμής ταπείνωσης, προβληματισμού δηλαδή για την αυτάρκεια του εγωισμού μας. Αφορμή έκφρασης εμπιστοσύνης προς Εκείνον. Αν δεν επιμένουμε στην πίστη, τότε η ομολογία μας είναι κίβδηλη και επιφανειακή. Δεν έχει διάρκεια.
Ομολογία σημαίνει ανάληψη τελικά της ευθύνης μας έναντι του κόσμου και των ανθρώπων. Θεωρούμε συνήθως ότι πιστεύουμε στον Θεό για να σώσουμε τον εαυτό μας. την ψυχή μας. Να αποκτήσουμε την βασιλεία των ουρανών. Δεν είναι αρκετό αυτό. Πιστεύουμε για να βοηθήσουμε και τους άλλους να βρούνε αυτή την οδό. Όσο τουλάχιστον περνά από το χέρι μας. Και ομολογούμε με το παράδειγμά μας. Ομολογούμε όμως και με τα λόγια μας. Με την αίσθηση ότι υπάρχουμε, νοιαζόμαστε για τους άλλους. Όσο μπορούμε. Ακόμη και η συμπεριφορά μας διαδραματίζει ρόλο. Η ευγένεια και η αρχοντιά μας. Ό,τι μαρτυρεί ότι η ψυχή μας θέλει να συνδράμει. Να μιλήσει για τον Θεό. Η προσευχή μας για τους άλλους. Η μη ανάπαυσή μας. Η αίσθηση ότι μπορούμε να δώσουμε, όχι μόνο υλικά, αλλά και πνευματικά την Αλήθεια που είναι ο Χριστός. Δεν είμαστε ηττοπαθείς, ούτε κρυβόμαστε. Δεν μιλάμε για μας, αλλά για τον Θεό. Και δείχνουμε τον Θεό αισθανόμενοι ότι κάποιοι μπορούν να πάρουν κάτι. Ο καθένας στο μέτρο του χαρίσματος, του ρόλους και της αποστολής του. Αγωνιζόμαστε να μη αμαρτάνουμε όχι μόνο για να μη βλάψουμε πνευματικά τον εαυτό μας, αλλά γιατί αγαπούμε τους άλλους και αμαρτία είναι το ελλιπές της αγάπης.
Ποιος από μας μπορεί να ισχυριστεί ότι καταφέρνει να ομολογήσει τον Χριστό στη ζωή του; Συνήθως αρκούμαστε σε κομπορρημοσύνες. Η ομολογία δεν είναι μόνο πρόταση λόγων. Είναι σταυρός, επιμονή και ευθύνη αγάπης. Και την ίδια στιγμή η αποφασιστικότητα να μείνουμε κοντά σ’ Αυτόν που πρώτος μας αγάπησε και σήκωσε το σταυρό για όλους μας. Ας είναι λοιπόν η πορεία της ζωής μας συνέχεια του δικού Του δρόμου, για να μην ντραπεί για μας στη Βασιλεία Του.

Σάββατο 9 Σεπτεμβρίου 2017

Ο Θεός ΔΕΝ είναι ψηλά, έχει ήδη κατεβεί στη γη!

Ο άνθρωπος θέλει να ανεβεί ψηλά. Να προχωρήσει στη ζωή του. Με το μυαλό του και τα χαρίσματά του, με το «έχειν» του, με τη δυνατότητα να παρακολουθεί την πρόοδο του πολιτισμού, αισθάνεται ότι όχι μόνο θέλει, αλλά και μπορεί να ανεβεί ψηλά. Να «φτάσει στον Θεό», όπως λέει ένα σύγχρονο τραγούδι. Δε συνειδητοποιεί όχι ότι ο Θεός είναι ψηλά, αλλά ότι έχει ήδη κατεβεί στη γη. Έχει γίνει άνθρωπος, για να ανεβάσει τον άνθρωπο στον ουρανό. Και δεν είναι μεταφορική αυτή η εικόνα. Είναι πραγματική. «Ουδείς αναβέβηκεν εις τον ουρανόν ει μη ο εκ του ουρανού καταβάς, ο υιός του ανθρώπου ο ων εν τω ουρανώ» (Ιωάν. 3, 13). «Κανένας δεν ανέβηκε στον ουρανό παρά μόνο ο Υιός του Ανθρώπου, που κατέβηκε από τον ουρανό και που είναι στον ουρανό».
Ο λόγος της πίστης είναι ανατρεπτικός. Διαλύει τις αυταπάτες της αυτοθέωσης. Στον ουρανό ανεβαίνει αυτός που μπορεί να υπερβεί τις διαστάσεις της φύσης του. Όχι μόνο την βαρύτητα, τον χρόνο, τον εγκλωβισμό στο πεπερασμένο της φθαρτότητας. Στον ουρανό μπορεί να ανεβεί αυτός που θα ζήσει για πάντα με τον τρόπο του ουρανού. Κι αυτό δεν είναι φύση αλλά δωρεά χάριτος. Δεν είναι η αμαρτία μόνο που μας εμποδίζει να ανεβούμε στον ουρανό. Η υπερηφάνεια. Η άγνοια. Είναι το ξαστόχημά του προσανατολισμού μας. Η άρνηση της καταγωγής μας, ότι είμαστε παιδιά του Θεού και μέσα από τη σχέση μαζί Του μπορούμε να ξαναβρούμε τον δρόμο για τον ουρανό. Σπαταλούμε τη ζωή μας, τις στιγμές της, την ομορφιά γύρω μας, τους άλλους, τελικά και τον ίδιο τον εαυτό μας διότι αισθανόμαστε ότι είμαστε θεοί, ο κόσμος και τα πάντα περιστρέφονται γύρω από εμάς, ότι γνωρίζουμε την αλήθεια και ότι είμαστε η αλήθεια, αλλά η ήττα μας από την φύση και τον χρόνο είναι δεδομένη.
Κι όμως, υπάρχει ο τρόπος το αίτημά μας να εκπληρωθεί. Διότι είναι δωρεά στην ύπαρξή μας η δίψα για ουρανό. Γι’ αυτό πλαστήκαμε από τον Θεό. Για να ζήσουμε αιώνια. Και η αιωνιότητα δεν μπορεί να δοθεί στον παρόντα φθαρτό κόσμο. Η αιωνιότητα έρχεται από το μέλλον. Και το μέλλον έχει μία μεγάλη απάντηση. Την αγάπη. Η αγάπη μας δίνει την αιωνιότητα και μας ανεβάζει στον ουρανό. Μόνο που δεν είμαστε μόνοι στον δρόμο αυτό. Έχουμε οδηγό τον Υιό του Θεού που έγινε υιός του ανθρώπου και ο οποίος όντας φύσει στον ουρανό και πληρώνοντας τα πάντα, προσλαμβάνει και τη δική μας φύση, ώστε να μας δείξει τον τρόπο της θέωσης. Τον τρόπο του ουρανού. Αρκεί να πιστέψουμε και να Τον ακολουθήσουμε στην πράξη.
Ο τρόπος είναι ο Σταυρός. Παραίτηση από την προτεραιότητα του θελήματός μας, όχι άρνησή του, διότι αν δεν θέλεις, τίποτε δε γίνεται. Οικείωση του θελήματός Του. Δηλαδή της αγάπης. Η αγάπη δίνει διάρκεια στην ύπαρξή μας. Η αγάπη ως διαθεσιμότητα στον άλλο. Η αγάπη ως προσευχή. Η αγάπη ως συγχώρεση και πλατυσμός της καρδιάς. Η αγάπη ως ειλικρίνεια. Η αγάπη ως παραίτηση από την προτεραιότητα του εγώ. Η αγάπη ως άρνηση να χρησιμοποιήσουμε τον άλλο και ως ανάληψη της ευθύνης γι’ αυτόν. Η αγάπη ως εμπιστοσύνη στον ουρανό. Η αγάπη ως ελεημοσύνη, αλλά και ως αποδοχή της ελεημοσύνης των άλλων. Όχι επειδή μας συμφέρει, αλλά ως αποδοχή του ότι γι’ αυτό πλαστήκαμε. Και την ίδια στιγμή η αγάπη ως η οδός που νικά τον θάνατο. Ακόμη κι αν αυτός φαίνεται επώδυνος και βασανιστικός. Κανένας σταυρός δεν έχει επάνω του την ευχαρίστηση, αλλά τον πόνο. Ο πόνος όμως αυτός αγιάζει και λυτρώνει όποιον δεν έχει παραιτηθεί από την δίψα του ουρανού. Όποιον δεν έχει αποφασίσει ότι είναι μόνο χώμα και στο χώμα θα πάει, καταδικάζοντας σε θάνατο και τις μνήμες του, διότι πιστεύει ότι δε θα τον συνοδεύσουν σε μία αιωνιότητα που γι’ αυτόν δεν υπάρχει. Η μεγαλύτερη και τραγικότερη αυταπάτη.
Ζούμε σε μια πραγματικότητα στην οποία ο άνθρωπος δεν συνειδητοποιεί εύκολα τα όρια του, παρά μόνο μπροστά στον θάνατο. Ο πολιτισμός μας και οι δωρεές της ζωής, τα επιτεύγματά μας και οι ρυθμοί μας, η αίσθηση ότι το «έχειν» είναι το παν, σωματικά και πνευματικά, και το κατέχειν τους άλλους νοηματοδοτεί τη ζωή μας, μας πάει στον Θεό, μας κρατούν δέσμιους της αυτοθέωσης. Η Εκκλησία, δείχνοντας τον δρόμο του Σταυρού, μας προετοιμάζει για τον αληθινό τρόπο του ουρανού, που τελικά κρύβει την χαρά της κοινωνίας με Αυτόν που κατέβηκε στη γη. Και γι’ αυτό στους ναούς μας σπουδάζουμε αυτή την κάθοδο. Μέσα από το φως, άλλοτε λιτό και άλλοτε μεγαλόπρεπο, που πηγάζει όμως από την αρχιτεκτονική που το ζητά. Μέσα από την εικονογράφηση, με τις μορφές των αγίων που ξεκινούν μαζί με μας να ανεβαίνουν για να συναντήσουν τον Παντοκράτορα. Και με την ελπίδα του κεριού και του λιβανιού να ανεβαίνει κι αυτή. Ο Σταυρωθείς υψώθηκε για να μας δείξει την οδό. Και όλα μας ακολουθούν τον δικό Του τρόπο. Και οι καρδιές μας, όσο πιστεύουμε.

Σάββατο 2 Σεπτεμβρίου 2017

Η απουσία ντροπής φέρνει θάνατο!

Σε μία από τις ωραιότερες παραβολές του Ευαγγελίου, την οποία ο Χριστός διηγήθηκε λίγο πριν τα Πάθη Του, αναφέρεται ακριβώς σ’ αυτό το ζήτημα της κατά Θεόν ντροπής. Οι κακοί γεωργοί που αναλαμβάνουν να καλλιεργήσουν το αμπέλι του Ιδιοκτήτη κρατούνε για τους εαυτούς τους τους καρπούς του. Επιδεικνύουν αχαριστία και απουσιάζει από την ύπαρξή τους η ντροπή. Φτάνουν στο σημείο, καθώς η καρδιά τους έχει πωρωθεί, να μην ντρέπονται ούτε τον Υιό του Ιδιοκτήτη, παρά το ότι Αυτός Τον στέλνει λέγοντας «ἐντραπήσονται τόν υἱόν μου» (Ματθ. 21,33). Και Τον βγάζουν έξω του αμπελώνος, για να Τον σκοτώσουν, προκειμένου να οικειοποιηθούν την περιουσία Του. Παραμένουν δηλαδή τελικά αμετανόητοι. Κακοί στην καρδιά. Πλεονέκτες, άρπαγες. Όχι διαχειριστές, αλλά κλέπτες. Και το μέλλον τους είναι όχι απλώς η αποστέρηση του δικαιώματος να ζούνε από το αμπέλι του Κυρίου τους, αλλά η αιώνια τιμωρία τους. Η απουσία ντροπής φέρνει θάνατο.
Ντρέπομαι τον Θεό σημαίνει ότι επιλέγω από ευγνωμοσύνη, από ευχαριστία στον Θεό για την αγάπη Του, όχι μόνο να μην πράττω ενάντια στις εντολές Του, αλλά και να θέλω να μιμηθώ τον Θεό. Αγαπώ και Αυτόν και την εικόνα Του που είναι ο πλησίον μου.
Ντρέπομαι τον Θεό σημαίνει όχι μόνο να έχω υπόψιν μου τι θέλει από μένα, αλλά και να είμαι έτοιμος να δώσω λόγο έναντί Του. Σημαίνει ότι μετανοώ για τα λάθη και τις αποτυχίες μου, ότι αποφασίζω να δω το νόημα της ζωής όχι επιφανειακά, αλλά σε βάθος. Αισθάνομαι την γυμνότητα της ύπαρξής μου, αλλά δεν προσπαθώ να δικαιολογηθώ προσχηματικά.
Η ντροπή, η αιδώς, το φιλότιμο είναι μία από τις ποθούμενες αρετές για τον άνθρωπο. Πρόκειται για μία εσωτερική παρόρμηση της ανθρώπινης ψυχής, η οποία μέσα από την ντροπή αισθάνεται την ανάγκη να τηρήσει την ηθική τάξη, διότι δεν θέλει την αποδοκιμασία των άλλων, αισθάνεται την ανάγκη να προσφέρει στον πλησίον, ακόμη κι αν αυτό δεν είναι μέσα στις υποχρεώσεις της, αισθάνεται την ανάγκη να μην προκαλεί στις σχέσεις με τους άλλους, να μην δείχνει σημάδια αυτού που ονομάζουμε ηθικό κακό. Είναι το κίνητρο εκείνο το οποίο κάνει όποιον το έχει, να μην χρειάζεται τελικά το φόβητρο του νόμου, αλλά να μπορεί αφ’ εαυτού του να επιλέγει αυτό που δίνει ισορροπία στη ζωή.

Σάββατο 26 Αυγούστου 2017

Τα αδύνατα παρ΄ ανθρώποις ...

Τον διάλογο του Νέου με το Χριστό παρουσίασε σήμερα το Ευαγγελικό ανάγνωσμα. Ο νεαρός ζητά να εξασφαλίσει την αιώνια βασιλεία και ο Χριστός του απαντά ότι πρέπει να εφαρμόζει τις εντολές του Μωσαϊκού νόμου. Και στην επιμονή του Νέου τον καλεί να εγκαταλείψει τα πάντα και να ακολουθήσει το Χριστό.
Άραγε, τηρώντας τις εντολές δεν ακολουθούσε το Χριστό; Και για μας σήμερα, βεβαίως το ίδιο ισχύει! Μπορεί να νηστεύουμε, να μην λέμε ψέματα, να μην μοιχεύουμε, να μην τιμούμε τους γονείς μας κλπ και να μην ακολουθούμε το Χριστό; Ναι, αν όλα αυτά γίνονται για τη δική μας επιβεβαίωση, ότι δηλαδή, η σωτηρία μας εξαρτάται από εμάς, ότι εμείς καταφέρνουμε μόνοι μας να σωθούμε. Θέλουμε να αποδείξουμε στον εαυτό μας ότι είμαστε ενάρετοι και αξίζουμε τον Παράδεισο. Αλλά και για μας ισχύει το «έλα να με ακολουθήσεις». Και πότε ακολουθούμε το Χριστό, όταν δεν έχουμε στη ζωή μας άλλο θησαυρό, μεγαλύτερο από το Χριστό.
Ό,τι έχουμε στην καρδιά μας που είναι ισχυρότερο από το Θεό, είναι αποκλεισμός από τη Βασιλεία Του. (Οικογένεια- πρόσωπα, περιουσία, επάγγελμα, αγαθά, αρετή, ιδεολογία κλπ) και δεν μετρείται ποσότητα, αλλά σε βαθμό εξάρτησης.
«Τά ἀδύνατα παρ΄ ἀνθρώποις, δυνατά παρά τῷ Θεῷ». Να το παράθυρο που ανοίγει ο Θεός. Να επενδύσουμε σε Αυτόν, να στραφούμε σε Αυτόν. Να συνειδητοποιήσουμε ότι ο Θεός μας αγαπά και δείνει τη Χάρη Του όταν με ταπείνωση τη ζητούμε, όταν αγωνιζόμαστε να έχουμε Αυτόν Νο 1 στην καρδιά μας.

Σάββατο 19 Αυγούστου 2017

ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΗΛΙΑΣ 2017

Από την πανήγυρη του Προφήτη Ηλία στο ομώνυμο εξωκκλήσι στα Μελισσάτικα.

Τα Δικαιώματα και η Αγάπη...

Ο πολιτισμός μας σήμερα είναι των δικαιωμάτων. Όλοι μας, από το μικρότερο μέχρι το μεγαλύτερο, διεκδικούμε τα δικαιώματά μας. Κι ας καταπατούνται εμφανώς τόσο σε κοινωνικό επίπεδο, όσο και σε προσωπικό (πολλές φορές παραδίδουμε μόνοι μας με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης). Ο άνθρωπος θεωρεί ότι δικαιούται εκτός από τις ατομικές ελευθερίες και τη δυνατότητα επιλογής στη ζωή του για τις κύριες κατευθύνσεις της (εργασία, διαπροσωπικές σχέσεις), να κάνει πράξη το θέλημά του. Να πορεύεται κατά τις επιθυμίες του. Και θα πρέπει και οι υπόλοιποι να ακολουθούν τις δικές του επιλογές, να μην έχουν διαφορετική άποψη. Διότι δικαιούμαι σημαίνει ότι έχω την εξουσία δια του θελήματός μου να οικειοποιηθώ αυτό που ζητώ.
Το δικαίωμα, η εξουσία και το θέλημα υπάρχουν και στην πνευματική ζωή. Οι χριστιανοί δικαιούμαστε τη σωτηρία. Δικαιούμαστε να είμαστε παιδιά του Θεού. Δικαιούμαστε την αγάπη και τη στοργή της Εκκλησίας. Δικαιούμαστε κάποτε να απολαμβάνουμε και υλικά αγαθά και αναγνώριση από τους άλλους για την πνευματική μας προσπάθεια, για τους κόπους μας γι’ αυτούς, για τα χαρίσματα που τα αξιοποιούμε προς όφελός τους. Και κάποτε, ιδίως οι πνευματικοί ταγοί, οι επίσκοποι, οι κληρικοί, οι μοναχοί, έχουν από την Εκκλησία το εξουσιαστικό προνόμιο, αυτό που δικαιούνται, να απολαμβάνουν. Μπορεί στην εποχή μας αυτή η εξουσία να αντιμετωπίζεται απο τους εκτός Εκκλησίας με όρους ειρωνείας και από κάποιους, εντός Εκκλησίας, με σκεπτικισμό. Όμως έχει δοθεί, από τα χρόνια της Παλαιάς Διαθήκης ακόμα, στους εργάτες του Ευαγγελίου το προνόμιο της άσκησής της. Και ο άνθρωπος της εξουσίας και του δικαιώματος καλλιεργεί με αυτό τον τρόπο το θέλημα του. Ακόμη κι αν μία από τις εντολές της πίστης είναι η εκκοπή του θελήματος, σε ό,τι αφορά τα δικαιώματα των ταγών, υπάρχει ελευθερία. Κι αυτό διότι είναι ένας συμβολικός και συνάμα ουσιαστικός τρόπος πραγμάτωσης μιας ιεράρχησης ρόλων και διακονιών στη ζωή της Εκκλησίας, που δίδονται όμως ή θα έπρεπε να δίδονται κατά τα χαρίσματα των ανθρώπων.
Υπάρχει όμως και μία διαφορετική προσέγγιση στο ζήτημα αυτό. Είναι ο τρόπος του αποστόλου Παύλου. Απευθυνόμενος στους Κορινθίους περιγράφει τα δικαιώματά του στη ζωή της Εκκλησίας, τι του δίδεται από την παράδοση, αυτονόητα στοιχεία τα οποία κανονικά ουδείς έπρεπε να τα αμφισβητεί, από τη στιγμή που ήταν Απόστολος και ιδρυτής της εκκλησίας της Κορίνθου. Τέτοια δικαιώματα ήταν η καθημερινή διατροφή, το να έχει σύζυγο, το να μην εργάζεται χειρωνακτικά, αλλά να λαμβάνει τα προς το ζην από τη χριστιανική κοινότητα, το να μην ξοδεύει τα όσα προσποριζόταν από την εργασία του (του σκηνοποιού) για το ιεραποστολικό έργο. Τα αναγκαία μέσα της καθημερινότητας, όφειλε η κοινότητα των Κορινθίων να του τα εξασφαλίσει. «Ουκ εχρησάμεθα τη εξουσία ταύτη, αλλά πάντα στέγομεν, ίνα μη εγκοπήν τινά δώμεν τω ευαγγελίω του Χριστού», αναφωνεί ο Παύλος (Α’ Κορ. 9, 12). «Εμείς όμως δεν κάναμε χρήση του δικαιώματος αυτού, αλλά υπομένουμε κάθε στέρηση, για να μη δημιουργήσουμε κανένα εμπόδιο στη διάδοση του Ευαγγελίου του Χριστού». Κι έτσι ο Παύλος με μία άρνηση - «ουκ εχρησάμεθα»- περιγράφει την παραίτησή του από το δικαίωμα και την εξουσία και την μετατροπή του θελήματός του σε αγάπη για τον Χριστό και το Ευαγγέλιο, αλλά και σε απόφαση να μην είναι ο ίδιος και τα δικαιώματά του προσκόμματα στην πορεία των ανθρώπων για σωτηρία.
Ο Παύλος παραιτείται από αυτό που δικαιούται. Δεν το κάνει για να τους δείξει ότι είναι άγιος. Για να τον επιδοκιμάσουν. Τους δείχνει όμως ότι δεν έχουν πλέον καμία δικαιολογία για να μην αποδεχτούν τον τρόπο του Ευαγγελίου, αλλά και εισέρχεται στην καρδιά τους. Ο χριστιανός δεν εκλήθη εντός της Εκκλησίας να ασχολείται με τα δικαιώματα. Εκλήθη να πίνει το ποτήριο του Χριστού, δηλαδή να σηκώνει σταυρούς και να βοηθά τους άλλους να σηκώσουν τους δικούς τους. Εκλήθη να αγαπά. Εκλήθη ακόμη να υπερβαίνει τον εαυτό του. Να παραιτείται και από τα δικαιώματά του αν χρειαστεί. Επειδή αγαπά. Επειδή θέλει να μοιάσει στον Χριστό.
Ο τρόπος του Παύλου είναι ο τρόπος της αληθινής αγάπης. Είναι αυτός που δεν νικιέται από το πνεύμα της εξουσίας και την ίδια στιγμή αφήνει στην άκρη το θέλημα. Ο Παύλος, μη κάνοντας χρήση της εξουσίας του, αφήνει τους Κορινθίους και κάθε χριστιανό ενώπιον του θελήματός τους. Ενώπιον της έλλειψης αγάπης. Ενώπιον της ευθύνης τους να δούνε την δική τους σχέση με τον Χριστό και όχι να δικαιολογούνε τους εαυτούς τους κατακρίνοντας τους πνευματικούς τους πατέρες. Ξέρει ότι οι Κορίνθιοι δεν έχουν δίκιο. Τους νουθετεί και τους αφήνει ελεύθερους να αποφασίσουν τελικά τι έχει σημασία για τη ζωή τους. Και γίνεται ο τρόπος του Παύλου ένα μήνυμα για την εποχή και τον κόσμο μας. Δεν αρνούμαστε τα δικαιώματα. Την εξουσία. Το θέλημα. Προκρίνουμε όμως την αγάπη. Τον προσωπικό κόπο. Την απόφαση να μη γίνεται ό,τι δικαιούμαστε εμπόδιο για τους άλλους. Κι ας κουραστούμε παραπάνω. Η χάρις του Θεού υπάρχει και κάνει γλυκιά την κούραση. Γλυκιά την μακροθυμία. Γλυκιά την αληθινή ελευθερία από κάθε εξάρτηση, κάθε ανάγκη, πραγματική και τεχνητή. Ακόμη και από ό,τι αισθανόμαστε ότι μας ανήκει. Κι εδώ βρίσκεται ο ύστερος και ωραιότερος δρόμος και τρόπος της Εκκλησίας, που οδηγεί σε έναν αλλιώτικο κόσμο.