Σάββατο 28 Οκτωβρίου 2017

Δε θέλει θόρυβο η πίστη.

Υπάρχουν άνθρωποι που εξαιτίας της θέσης τους ή των έργων τους προσελκύουν τη δημοσιότητα, είτε το θέλουν είτε όχι. Υπάρχουν και κάποιοι που αγωνίζονται συνειδητά γι’ αυτήν. Για να ακούσουν τα «μπράβο» των άλλων, να συζητηθεί το όνομά τους. Μάλιστα, ικανοποιούνται ακόμη και όταν το όνομά τους ακούγεται με άσχημα σχόλια, αρκεί που ακούγεται. Δεν τους ενδιαφέρει όμως η αιτία ή το περιεχόμενο. Και στην εποχή μας που η τεχνολογία έχει τέτοια δύναμη, και η εικόνα μεταφέρεται τόσο εύκολα, παρουσιάζουμε μόνοι μας τα πάντα από τη ζωή μας για να μας δούν οι άλλοι! Ταυτόχρονα δε, και η επιλογή των ηγετών δεν κρίνετε από τα προγράμματά τους, αλλά από αυτό που δείχνουν προς τα έξω, την εμφανισιμότητα, την επικοινωνιακότητα, ίσως το «απόλυτο τίποτα».
Απέναντι σ’ αυτήν την κατηγορία των ανθρώπων, υπάρχουν και κάποιοι άλλοι, οι οποίοι λειτουργούν με σεμνότητα. Με μέτρο. Όχι μόνο δεν αυτοπροβάλλονται, αλλά προχωρούν σχεδόν κρυφά και αποφεύγουν να προκαλέσουν να ελκύσουν το ενδιαφέρον των άλλων για συγκεκριμένους λόγους. Περνούν χωρίς θόρυβο. Ει δυνατόν να μην τους αντιληφθεί κανείς. Είναι όσοι γράφουν ιστορία μέσα από την ταπεινή διακονία. Όσοι ζούνε και πορεύονται στον χρόνο όντας γνωστοί από λίγους που μπορούν να τους εκτιμήσουν, κυρίως όμως από τον Θεό. Αυτοί που δεν κραυγάζουν, δεν θέλουν να γίνουν διάσημοι, αλλά θα μείνουν στις καρδιές όσων τους συναντούν όντας οι γείτονες της διπλανής πόρτας, αυτοί που είναι διαθέσιμοι οτιδήποτε κι αν συμβεί, αυτοί που ξέρουν να αγαπήσουν, να συμπαρασταθούν.
Δύο ανθρώπινους τύπους, έναν επιφανή και έναν ταπεινό, συνάντησε ο Χριστός, όταν, μετά τη θεραπεία του δαιμονισμένου των Γαδαρηνών, επιστρέφει στην Καπερναούμ. Από την μία τον αρχισυνάγωγο Ιάειρο, γνωστό και σπουδαίο στην περιοχή, το δωδεκάχρονο κορίτσι του οποίου ήταν ετοιμοθάνατο. Από την άλλη μία αιμορροούσα γυναίκα, η οποία επί δώδεκα έτη ήταν καταδικασμένη στην ασθένειά της. Ξόδεψε όλη της την περιουσία στους γιατρούς, αλλά δεν κατάφερε τίποτε. Ο Ιάειρος πηγαίνει και παρακαλεί δημόσια τον Χριστό να έρθει στο σπίτι του και να γιατρέψει την άρρωστη θυγατέρα του. Η αιμορροούσα, αισθανόμενη ντροπή για τη ασθένειά της, αλλά και με μεγάλη ταπείνωση «προσελθούσα οπίσω ήψατο του κρασπέδου του ιματίου αυτού και παραχρήμα έστη η ρύσις του αίματος αυτής» (Λουκ. 8, 44). «Πήγε πίσω από τον Ιησού, άγγιξε την άκρη του ρούχου Του κι αμέσως η αιμορραγία της σταμάτησε». Κανείς δεν την είδε, στριμωγμένη κι αυτή μέσα στο πλήθος που περιτριγύριζε τον Ιησού. Μόνο ο Χριστός κατάλαβε ότι έφυγε από Αυτόν δύναμη θεραπευτική. Και όταν απαίτησε να φανερωθεί «ποιος Τον άγγιξε», τότε «τρέμουσα» (Λουκ. 8,47) η γυναίκα έπεσε στα πόδια Του και ομολόγησε ενώπιον όλων την αρρώστια και την ίαση. Για να ακούσει το «θάρσει, θύγατερ. Η πίστις σου σέσωκέ σε. Πορεύου εις ειρήνην» (Λουκ. 8,48). Στη συνέχεια ο Χριστός θα αναστήσει και την νεκρή κόρη του Ιάειρου, δείχνοντας ότι ο Θεός ακούει και βλέπει όσους αγαπούν και πιστεύουν, ανεξαρτήτως αν κάνουν θόρυβο ή μένουν κρυμμένοι.
Ας μείνουμε στην αιμορροούσα γυναίκα. Τρία είναι τα χαρακτηριστικά της παρουσίας της. Πρώτα το ότι προσπάθησε να αντιμετωπίσει την ασθένειά της με τα ανθρώπινα μέσα. Την επιστήμη. Τη γνώση. Δεν έμεινε απαθής στο πρόβλημά της. Μοιρολατρική. Παραιτημένη. Το δεύτερο είναι ότι πίστευε στον Θεό. Πίστευε ότι στα αδύνατα των ανθρώπων υπάρχει η δύναμη του Θεού και αυτή την πίστη την εξέφρασε στο πρόσωπο του Χριστού. Το τρίτο είναι η ταπεινή προσέγγιση. Δεν αισθάνθηκε ικανή να βγει δημόσια να ζητήσει το θαύμα. Άξια να παρακαλέσει ή να απαιτήσει. Μόνο αγγίζει κρυφά το ιμάτιο του Χριστού, δείχνοντας ότι δεν ήθελε τον θόρυβο, αλλά γνώμονάς της η ελπίδα ότι ο Θεός δε θα την απορρίψει για την αμαρτωλότητά της, καθότι εκείνα τα χρόνια η αρρώστια θεωρούνταν ως η τιμωρία από τον Θεό για τις αμαρτίες των ανθρώπων. Και αναγνωρίζοντας τη δική της αναξιότητα, αγγίζει. Και σώζεται.
Δε θέλει θόρυβο η πίστη. Η σχέση με τον Χριστό. Δε θέλει καμία δημοσιότητα. Συναίσθηση της αναξιότητάς μας θέλει. Ελπίδα και τόλμη να αγγίξουμε, όχι όμως γιατί δικαιούμαστε, αλλά γιατί Εκείνος μας αγαπά.



Σάββατο 21 Οκτωβρίου 2017

Οι φόβοι των ανθρώπων

Σε δύο σημεία στη σημερινή ευαγγελική περικοπή αναφέρεται ότι οι άνθρωποι φοβήθηκαν. Ο Χριστός βρίσκεται στα Γάδαρα, στη λίμνη της Γενησαρέτ. Εκεί Τον συναντά ένας άνθρωπος ο οποίος ήταν αγρίμι. Ζούσε στην έρημο και στα μνήματα. Αποτελούσε φόβο και τρόμο για τους ανθρώπους του τόπου του, οι οποίοι τον αλυσόδεναν, αλλά μάταια. Ο Χριστός θα βγάλει την λεγεώνα των δαιμονίων από μέσα του και θα τα αφήσει να πνίξουν μία αγέλη χοίρων που έβοσκε εκεί κοντά. Οι Γαδαρηνοί μαθαίνουν από τους βοσκούς τι είχε γίνει, έρχονται να συναντήσουν τον Χριστό, βλέπουν στα πόδια Του «ιματισμένον και σωφρονούντα» τον πρώην δαιμονισμένο «και εφοβήθησαν. Απήγγειλαν δε αυτοίς οι ιδόντες πώς εσώθη ο δαιμονισθείς. Και ηρώτησαν αυτόν άπαν το πλήθος της περιχώρου των Γαδαρηνών απελθείν απ’ αυτών, ότι φόβω μεγάλω συνείχοντο» (Λουκ. 8, 35-37). Φοβήθηκαν και όσοι είχαν δει τι είχε γίνει, τους είπαν για το πώς ο δαιμονισμένος σώθηκε. Τότε όλο το πλήθος από την περιοχή των Γαδάρων παρακαλούσαν τον Ιησού να φύγει από κοντά τους, γιατί τους είχε πιάσει μεγάλος φόβος.
Πριν δούμε τι ήταν ακριβώς αυτό που φοβήθηκαν οι άνθρωποι των Γαδάρων, θα δούμε τί φοβίζει τους ανθρώπους γενικά.
Μία φυσική καταστροφή, ένας απρόσμενος θάνατος, η αστάθεια στις ανθρώπινες σχέσεις, μία δοκιμασία το αποτέλεσμα της οποίας θα διαδραματίσει μεγάλο ρόλο στην μετέπειτα πορεία μας, μία αρρώστια, η αβεβαιότητα στην εργασία και άλλα, είναι γεγονότα που γεννούν ανησυχία στην ψυχή μας. Αισθανόμαστε μετέωροι. Άλλοι αντιμετωπίζουν τον φόβο με τα μέσα της εποχής. Προσπαθούν να γελάσουν, να διασκεδάσουν, ακόμη και να πιούνε προκειμένου να ξεχάσουν. Άλλοι πάλι ζητούν από όσους τους αγαπούνε να τους καθησυχάζουν. Βρίσκουν στην αγάπη ανακούφιση για τον φόβο. Άλλοι πάλι με γενναιότητα και εμπιστοσύνη στον Θεό προχωρούν στην αντιμετώπιση του φόβου τους. Είναι αποφασισμένοι, ακόμη κι αν χάσουν, να μην αισθανθούν ότι υπέκυψαν στην καταστροφική του επίδραση. Παλεύουν και «ο Θεός βοηθός».
Υπάρχουν όμως και γεγονότα τα οποία έχουν να κάνουν με την αποκάλυψη του αληθινού εαυτού μας. Και εκεί ο φόβος, επειδή μας οδηγεί στην αλήθεια για το ποιοι είμαστε, γίνεται ισχυρότερος. Τρομάζουμε με την εικόνα μας. Αισθανόμαστε ότι δεν μπορούμε πλέον να κρυφτούμε όχι μόνο από τους άλλους, ούτε και από τον εαυτό μας. Είναι από τις καταστάσεις τις οποίες θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε κανονικά ως ευλογία, διότι μας δίνουν την ευκαιρία, συνειδητοποιώντας το ποιοι είμαστε ή ποιες είναι οι προτεραιότητές μας, να μπορέσουμε να μετανιώσουμε για τα λάθη και τα πάθη μας και να κάνουμε μια καινούργια αρχή. Κάτι τέτοιο όμως προϋποθέτει πίστη ότι η αλήθεια είναι το σημαντικότερο στη ζωή μας. Ότι η αλήθεια δεν μας καταβάλλει αλλά μας ελευθερώνει. Διότι μας δίνει τη δυνατότητα να συγχωρέσουμε και να συγχωρεθούμε. Και ξεκινώντας από την αρχή τη ζωή μας, να μπορέσουμε να εκτιμήσουμε τι πραγματικά αξίζει σ’ αυτήν και τι όχι.
Οι Γαδαρηνοί, λοιπόν, φοβήθηκαν τον πρώην δαιμονισμένο όταν τον είδαν ήρεμο κοντά στο Χριστό και τον Χριστό που ήταν κοντά τους. Γιατί μέσα από το θαύμα της θεραπείας του συντοπίτη τους είδαν την αλήθεια για τον εαυτό τους. Διαπίστωσαν ότι δεν τηρούσαν το θέλημα του Θεού, το οποίο, σύμφωνα με τον μωσαϊκό νόμο, απαγόρευε την κτήση και την χρήση χοίρων και χοιρινού κρέατος. Αυτοί όμως επέλεξαν να παραβιάσουν την εντολή του Θεού είτε από συμφέρον είτε από λαιμαργία και φιληδονία. Ο δαιμονισμένος ήταν μία διαρκής υπενθύμιση του Θεού στην κοινότητά τους ότι χρειάζονταν μετάνοια. Γι’ αυτό και φαίνεται ότι ήταν εκεί, για να τους ταράζει η παρουσία του και να αφορμώνται στο να επιστρέψουν στο θέλημα του Θεού. Οι Γαδαρηνοί όμως, παρότι φοβήθηκαν αρχικά με το θαύμα και το γεγονός ότι όχι μόνο θεραπεύθηκε ο δαιμονισμένος, αλλά έχασαν το κέρδος και το συμφέρον τους, με τον πνιγμό της αγέλης των χοίρων, δε νίκησαν τα πάθη τους. Προτίμησαν να αρνηθούν τον Χριστό παρά το συμφέρον, τη φιληδονία, τη λαιμαργία. Και ζήτησαν από τον Χριστό να φύγει από τη ζωή τους. Εκείνος σεβάστηκε την ελευθερία τους και τους άφησε. Έκλεισαν τα μάτια τους μπροστά στην αλήθεια και συνέχισαν τη ζωή τους σα να μην έζησαν τίποτα.
Αυτή είναι η στάση του ανθρώπου ο οποίος έχει υποκαταστήσει την παρουσία του Θεού στη ζωή του με τα πάθη και το συμφέρον του. Είναι συνειδητή η επιλογή του, όταν κάποτε βλέπει την αλήθεια, να αρνείται να αλλάξει. Να μετανοήσει. Βλέπει τον εαυτό του και προσποιείται ότι δεν βλέπει. Καταλαβαίνει ότι τον περιμένει ο πνευματικός θάνατος, με το να μην είναι ο Χριστός στη ζωή του, αλλά επιλέγει να απομακρυνθεί ακόμη περισσότερο από Εκείνον. Σκληραίνει η καρδιά του, διότι δε θέλει να αντέξει την αλήθεια για τη ζωή του. Αυτή προϋποθέτει προσανατολισμό προς τον ουρανό. Και ο ουρανός θέλει θυσία. Να αφήσουμε ό,τι μας ευχαριστεί πρόσκαιρα και να επιλέξουμε το θέλημα του Θεού. Οι άνθρωποι νομίζουμε ότι μπορούμε να κάνουμε αυτό που μας αρέσει ή μας συμφέρει, αλλά και να είμαστε εντάξει με τον Θεό. Η αυταπάτη όμως κάποτε θα διαλυθεί και θα κληθούμε να πάρουμε τις οριστικές μας αποφάσεις. Καιρός να αποφασίσουμε!

Σάββατο 14 Οκτωβρίου 2017

εν καρδία καλή καγαθή ακούσαντες τον λόγον κατέχουσι και καρποφορούσιν εν υπομονή

Είναι γεγονός πως ο άνθρωπος δύσκολα συμβιβάζεται με κάτι λιγότερο από αυτό που έχει σκεφτεί, ονειρευτεί ή επιθυμήσει. Είναι ανικανοποίητος όταν το θέλημά του δεν εκπληρώνεται και ζητά το απόλυτο, την τελειότητα. Δυστυχώς, όμως, αυτό δεν μεταφέρεται εύκολα στην πνευματική ζωή. Εκεί είμαστε ευχαριστημένοι με το λίγο. Με τη συνήθεια. Με την τυπικότητα. Θεωρούμε ότι έχουμε χρόνο, ή ότι το λίγο αρκεί και επειδή κάποτε συγκρίνουμε τον εαυτό μας με άλλους ανθρώπους, αισθανόμαστε ότι είμαστε καλά.
Σε μία από τις πιο όμορφες παραβολές της Καινής Διαθήκης ο Χριστός μιλά για την πνευματική ζωή ως αποτέλεσμα της σποράς που ο Ίδιος και η Εκκλησία κάνουν στον κόσμο. Αφού περιγράψει κατηγορίες ανθρώπων, στους οποίους η καρποφορία του σπόρου δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί λόγω της επέμβασης του διαβόλου, λόγω της απουσίας πνευματικού βάθους στις καρδιές, λόγω των βιοτικών και άλλων μεριμνών, αναφέρεται σε εκείνους που οι καρδιές τους είναι γη αγαθή. Αυτοί, όπως λέει ο Χριστός, «εν καρδία καλή καγαθή ακούσαντες τον λόγον κατέχουσι και καρποφορούσιν εν υπομονή» (Λουκ. 8, 15). Είναι «όσοι άκουσαν τον λόγο με καλή και αγαθή καρδιά, τον φυλάνε μέσα τους και καρποφορούν με υπομονή». Ο λόγος αυτός ουσιαστικά μας δείχνει τη στάση την οποία καλούμαστε να δείξουμε και στην πνευματική μας ζωή, αλλά και στην καθημερινότητα της ζωής. Το τρίπτυχο που είναι απαραίτητο για να έχει η ζωή μας νόημα.
«Ακούσαντες εν καρδία καλή και αγαθή τον λόγον». Πρωτίστως καλούμαστε να ακούμε. Να έχουμε τα αυτιά του σώματος και της ψυχής ανοιχτά. Να αναζητούμε τον λόγο του Θεού, να ενδιαφερόμαστε, να μαθαίνουμε, να ελέγχουμε τη ζωή μας με βάση το λόγο του Θεού. Εάν μεγαλώσαμε σε ένα περιβάλλον που μας ενέπνευσε ή μας έδωσε αρχές και αξίες δε συνεπάγεται ότι είμαστε αυτάρκεις. Αυτός που ακούει, υπερβαίνει την αυτάρκειά του. Έχει να διδαχθεί. Και αυτός που ακούει έχει ταπεινή καρδιά, δηλαδή καλή και αγαθή. Διότι η ταπείνωση φαίνεται στη δεκτικότητα. Στην απόφαση να ωφεληθούμε, να μάθουμε και να αλλάξουμε σύμφωνα με όσα μάθαμε.
«Τα ξέρουμε». Αυτή η φράση είναι η παγίδα. Αυτός που τα ξέρει, δεν έχει καλή και αγαθή καρδιά, διότι εκ των προτέρων δεν είναι δεκτικός σε τίποτε και κανέναν. Και η πνευματική ζωή δεν προχωρά, χωρίς να ακούμε από κάθε δυνατή πηγή λόγου. Κυρίως από τους πνευματικούς μας πατέρες.
«Τον λόγον κατέχουσι». Αυτή είναι η δεύτερη προϋπόθεση. Τον λόγο, την αλήθεια του Θεού, όχι απλά να γνωρίζουμε, αλλά να τον κατέχουμε σε βάθος, να τον κρατάμε στην καρδιά μας, εντός μας. Κρατώ σημαίνει δίνω χώρο και χρόνο, και προετοιμάζω τον εαυτό μου για να υλοποιήσει αυτό που έχω μέσα μου. Όπως η γη κατέχει τον σπόρο που ρίχνουμε. Και στην κατοχή αυτή απομακρύνουμε τους λογισμούς της κακίας και εργαζόμαστε την αλήθεια των λόγων του Ευαγγελίου. Η πνευματική ζωή θέλει διάρκεια.
«Καρποφορούσιν εν υπομονή». Αυτή είναι η τρίτη προϋπόθεση. Η καρποφορία θέλει υπομονή. Θέλει να βλέπουμε τη ζωή στην προοπτική της αιωνιότητας και όχι μόνο του παρόντος. Η υπομονή χρειάζεται θυσία. Δοκιμάζεται στις ήττες και στις δυσκολίες, ο κόπος δικαιώνεται και γινόμαστε αληθινά σοφοί. Η υπομονή γίνεται ταπείνωση και μετάνοια για τα λάθη και τα πάθη μας. Η υπομονή μας αγιάζει, διότι μας κάνει να στρεφόμαστε προς τον Θεό και όχι να κάνουμε θεό τον εαυτό μας και τις δυνάμεις μας.
Ο χριστιανός δεν πορεύεται στον πειρασμό του «εδώ και τώρα». Ακούει, κρατά και με υπομονή καρποφορεί.

Σάββατο 7 Οκτωβρίου 2017

«μη κλαίε»

Τα δάκρυα και το κλάμα έχουν πολλές αιτίες στη ζωή των ανθρώπων. Είναι μία φυσική ένδειξη λύπης και πόνου, κάποτε και θυμού και οργής. Άλλοτε πάλι είναι ένδειξη ενός συναισθηματικού κόσμου, ο οποίος αντιδρά με υπερευαισθησία σε εξωτερικά ερεθίσματα ή στην ψυχολογική του κατάσταση ενεργοποιώντας τον μηχανισμό τους. Σπανιότερα τα δάκρυα είναι έκφραση μεγάλης χαράς.
Στην πνευματική ζωή τα δάκρυα είναι σημείο μετανοίας, για τις αμαρτίες. Άλλοτε είναι σημείο επίγνωσης του θελήματος του Θεού και ευγνωμοσύνης γι’ Αυτόν και την παρουσία Του στη ζωή μας. Τα δάκρυα πάλι είναι σημάδι μεγάλης αγάπης για τους ανθρώπους, η οποία, κυρίως στις αγιασμένες ψυχές, εκφράζεται μ’ αυτόν τον τρόπο από ένταση και αγωνία για την πορεία τους, όχι στην καθημερινότητα, αλλά στη σχέση τους με τον Θεό.
Στο Ευαγγέλιο διαβάζουμε μια ιδιαίτερα ξεχωριστή διήγηση για τον Χριστό, ο Οποίος εισέρχεται σε μία μικρή πόλη, την Ναΐν. Εκεί θα αναστήσει τον μοναχογιό μιας χήρας γυναίκας, ο οποίος πέθανε πρόωρα αφήνοντας απίστευτη λύπη στην καρδιά της μητέρας του. Βλέπουμε ότι η πρώτη και μοναδική φράση την οποία λέει ο Χριστός στην πονεμένη μητέρα είναι το «μη κλαίε» (Λουκ. 7,13). «Μην κλαις». Παράδοξη προτροπή. Τα δάκρυα και το κλάμα της μητέρας αποτελούν την μοναδική αντίδραση που θα περίμενε ο καθένας. Η πλήρης απόγνωση, η μοναξιά, η στέρηση του αγαπημένου προσώπου, η οποία έρχεται σε συνέχεια της στέρησης του συζύγου, το ανεπιστρεπτί του θανάτου, το παράπονο εναντίον του Θεού και της ζωής, αλλά και τα όνειρα για νόημα ζωής μέσα από το παιδί έχουν συντριβεί. Δεν μπορεί η μητέρα να κάνει κάτι άλλο, παρά μόνο να θρηνήσει. Και αντί ο Χριστός να της δείξει ότι την συμπονά, ότι καταλαβαίνει τα δάκρυα και το κλάμα της, την προτρέπει να σταματήσει. Και βέβαια θα αναστήσει το νέο παιδί, για να δώσει πίσω στη μάνα ό,τι φάνηκε να στερείται.
Την ίδια φράση «μη κλαίε» απευθύνει και σε μας ο Χριστός. Μοναδική προϋπόθεση για να έχει νόημα αυτό είναι η συνάντησή μας μαζί Του.
-Να μην κλαίμε για τα πρόσωπα που φεύγουν από τη ζωή μας, είτε οριστικά είτε γιατί δεν μπορούμε να τα βρούμε μαζί τους. Η αγάπη δεν νεκρώνεται. Όταν κάποιος φεύγει από τη ζωή μας, τότε συνειδητοποιούμε αν και πόσον τον αγαπούμε. Όμως το κλάμα εκεί δεν αλλάζει κάτι, αν στη σχέση μας δεν δείξαμε την αγάπη που μπορούσαμε να δείξουμε, υπερβαίνοντας τον εγωισμό μας.
-Να μην κλαίμε για την όποια μοναξιά νομίζουμε ότι βιώνουμε, γιατί συνήθως την μοναξιά την προκαλούμε μόνοι μας, με την κλειστή καρδιά και τον εγωκεντρισμό μας ή με την επίδειξη μιας αγάπης η οποία λειτουργεί στη λογική της ανταπόδοσης και όχι της προσφοράς.
-Να μην κλαίμε όταν επενδύουμε όνειρα στους άλλους και δε βλέπουμε να εκπληρώνονται, γιατί ο καθένας από μας καλείται να χτίσει τη ζωή του με τα δικά του όνειρα. Οι άλλοι συμπληρώνουν. Έχουν την προσωπικότητα και τις επιλογές τους.
-Να μην κλαίμε ούτε για τα υλικά αγαθά, όταν αισθανόμαστε ότι δεν τα έχουμε στην αφθονία που θα θέλαμε ή που δικαιούμαστε να έχουμε. Δεν είναι το παν στη ζωή μας αυτά.
-Να μην κλαίμε για τις ήττες μας, όταν έχουμε παλέψει για να μην συμβούν. Ειδάλλως, όταν οι ήττες είναι αποτέλεσμα οκνηρίας, εσφαλμένης στοχοθεσίας, παραθεώρησης του περιβάλλοντος στο οποίο ζούμε, τότε χρειάζεται να διορθώσουμε τα «καθ’ εαυτόν» μας και όχι να απελπιζόμαστε.
Αυτή τη θέαση μας τη δίνει η σχέση με τον Χριστό. Ακόμη κι αν έχουμε κάνει τα πάντα σωστά, ακόμη κι αν η απώλεια είναι αναπάντεχη και γεγονός ανεξάρτητο των προθέσεων και του αγώνα μας, όπως είναι ο θάνατος, η σχέση με τον Χριστό μας δίνει τη δυνατότητα να νοηματοδοτήσουμε τη ζωή μας και πάλι. Εμπιστευόμαστε το θέλημα του Θεού. Γνωρίζουμε ότι τίποτε δεν είναι μάταιο. Βλέπουμε τον κόσμο στην προοπτική της ανάστασης και δεν απελπιζόμαστε. Διότι το τελικό νόημα του λόγου του Χριστού στην μητέρα δεν ήταν το να μην κλαίει γιατί θα έπρεπε να είναι άπονη και να μην τη στενοχωρεί ο θάνατος του παιδιού της, αλλά να μην απελπίζεται. Να μην αισθάνεται ότι η ζωή της έπαψε να έχει νόημα. Γιατί ο άνθρωπος δίνει νόημα όταν στη ζωή υπάρχει ο Χριστός.
Ακόμη και τις αμαρτίες μας συγχωρεί ο Χριστός. Επομένως η συνάντηση μαζί Του αποτελεί ευκαιρία θέασης της ζωής μας μέσα από την αγάπη προς Αυτόν, την ελπίδα και την προοπτική της ανάστασης. Η λύπη τότε δεν μας κατατρώγει, αλλά μπορεί να γίνει αφορμή επαναπροσδιορισμού της ζωής μας μέσα στην Εκκλησία.