Σάββατο 27 Μαΐου 2017

κοπιώντας δει αντιλαμβάνεσαι των ασθενούντων

«Αργυρίου ή χρυσίου ή ιματισμού ουδενός επεθύμησα . αυτοί γινώσκετε ότι ταις χρείαις μου και τοις ούσι μετ’ εμού υπηρέτησαν αι χείρες αύται. Πάντα υπέδειξα υμίν ότι ούτω κοπιώντας δει αντιλαμβάνεσαι των ασθενούντων» (Πράξ. 20, 33-35). «Ασήμι ή χρυσάφι ή ιματισμό από κανέναν δε ζήτησα. Εσείς οι ίδιοι ξέρετε ότι για τις ανάγκες τις δικές μου και των συνοδών μου δούλεψαν αυτά εδώ τα χέρια. Με κάθε τρόπο σας έδωσα το παράδειγμα, ότι πρέπει να εργάζεστε έτσι σκληρά, για να μπορείτε να βοηθάτε αυτούς που έχουν ανάγκη». Το πρότυπο του αληθινού ηγέτη παρουσιάζει ο Απόστολος Παύλος.
Στο έργο του δεν ζήτησε ούτε χρυσάφι, ούτε ασήμι, ούτε ρούχα. Δε ζήτησε αμοιβή γι’ αυτό που προσέφερε στους ανθρώπους. Ούτε προκάλεσε με τη ζωή του. Έδειξε ότι ο υλικός πλούτος δε χρειάζεται στον άνθρωπο του Θεού, αλλά η εμπιστοσύνη στο θέλημα του Κυρίου. Δεν εκμεταλλεύτηκε τη θέση του για να απολαύσει. Ούτε υποχρέωσε τους άλλους ως ηγέτης τους να τον υπηρετήσουν. Στηρίχτηκε στην πίστη του στον Θεό και στον κόπο του. Προσέλκυσε ανθρώπους κοντά του, αλλά δεν κράτησε κανέναν με τη βία. Στήριξε σχέσεις και μοιράστηκε τον άρτο της επιβίωσης όχι όμως για να θεραπεύσει το εγώ του και τον εαυτό του, αλλά μέσα από την χαρά της κοινωνίας. Και προτίμησε να δίδει παρά να παίρνει.
Δεν είναι ότι δεν δικαιούνταν να συντηρείται από εκείνους τους οποίους οδηγούσε στην πίστη, τους προστάτευε πνευματικά, θυσιαζόταν γι’ αυτούς. Παραιτείται από το δικαίωμά του, διότι θέλει να δείξει ότι η σχέση με τον Θεό δεν αναιρεί την πορεία της ζωής του ανθρώπου στον κόσμο.
Αυτό είναι και το πρότυπο του αληθινού ηγέτη. Δεν ξεχωρίζει ούτε για τα πλούτη του, ούτε για την ενδυμασία του, ούτε για τους ακολούθους του. Δεν είναι δηλαδή εξουσιαστής, αλλά διάκονος. Ο ηγέτης δεν ζητά αμοιβές, δόξα, πολυτέλεια, γιατί δεν ηγείται στο δικό του όνομα, αλλά στο όνομα του Θεού. Του Θεού της αγάπης. Αν ο Χριστός πορεύτηκε με ταπείνωση στον κόσμο αυτό, πόσο μάλλον οι ακόλουθοί Του.
Ο ηγέτης δεν πρέπει να προκαλεί με τον βίο του. Να μη λειτουργεί εξουσιαστικά, αλλά να είναι ταπεινός. Λησμονούμε όμως ότι κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό όταν ο ηγέτης δεν έχει διάθεση να εργαστεί σε προσωπικό επίπεδο για την επιβίωσή του και, κυρίως, όταν έχει την αίσθηση ότι εργάζεται για τη δική του προσωπική δόξα, για το δικό του όφελος και όχι προς δόξαν Θεού. Και γι’ αυτό εύκολα υποκύπτει στον πειρασμό του χρυσού, του αργύρου, του ιματισμού. Όπως και όλοι μας, όταν μας δοθεί η ευκαιρία. Κι αν νομίζουμε ότι εμείς δεν είμαστε πολιτικοί ή γενικότερα ηγέτες, άρα δεν μας αφορά το παράδειγμα του Παύλου, ας μην λησμονούμε ότι είτε είμαστε προϊστάμενοι, είτε αφεντικά, είτε γονείς έχουμε ηγετική θέση μέσα σε μια μικρή ή μεγαλύτερη κοινωνία.



Σάββατο 20 Μαΐου 2017

με τι τρέφουμε την ψυχή μας;

Έχουμε σκεφτεί άραγε με τι τρέφουμε την ψυχή μας; Τι είναι όσα διαβάζουμε, όσα ακούμε, όσα απασχολούν τις καρδιές μας καθημερινά; Ειδήσεις για τον κόσμο, συνήθως άσχημες, ενασχόληση με τους διπλανούς μας, λόγοι που δεν μας παρηγορούν αλλά κατά βάθος μας κουράζουν, ήχοι που δεν απαλύνουν την ψυχή μας, αλλά μας ταράζουν. Συζητήσεις που μας αποσπούν από τις αποφάσεις που θα έπρεπε να πάρουμε για τη ζωή μας, κουβέντες που κρύβουν την αδυναμία μας να γίνουμε άνθρωποι που θα μπορούμε να στηρίξουμε και να δώσουμε αληθινή χαρά στους άλλους. Κυρίως όμως μία έντονη απουσία: αυτή του Θεού.
Στους Φιλίππους, κοντά στη σημερινή Καβάλα, οι απόστολοι Παύλος και Σίλας, αφού έχουν εκβάλει από ένα νέο κορίτσι δαιμονικό πνεύμα, αντιμετωπίζουν την μήνη των κυρίων της, καθώς αυτή μάντευε και εκείνοι κέρδιζαν από τις μαντείες της. Αφού λοιπόν τους κακοποιούν, τους κλείνουν στη φυλακή. «Κατά δε το μεσονύκτιον Παύλος και Σίλας προσευχόμενοι ύμνουν τον Θεόν . επηκροώντο δε αυτών οι δέσμιοι» (Πράξ. 16, 25). Γύρω στα μεσάνυχτα ο Παύλος και ο Σίλας προσεύχονταν και έψελναν ύμνους στον Θεό. Και τους άκουγαν με προσοχή οι φυλακισμένοι. Ποιο κουράγιο πρέπει να έχει ένας άνθρωπος, ενώ έχει χτυπηθεί, έχει αδικηθεί, έχει φυλακισθεί, πιθανότατα τον περιμένουν και άλλα μαρτύρια, και ίσως και ο θάνατος, για ό,τι πιστεύει, να μπορεί να τραγουδά, να κάνει τους άλλους να ακούνε όχι ύβρεις, βλασφημίες, κατάρες, κραυγές, αλλά ύμνους ευχαριστίας στον Θεό; το παράδοξο είναι ότι εξ αιτίας της πίστης οι δύο απόστολοι υφίστανται ό,τι παθαίνουν. Κι όμως αυτοί δοξολογούν. Το πλέον όμως παράδοξο είναι η στάση των άλλων φυλακισμένων. Ακούνε την δοξολογία των αποστόλων!
Δοξολογία στον Θεό, ασχέτως των σταυρών που σηκώνουμε. Χαρά, διότι το στόμα μας μπορεί να Τον υμνεί. Παρηγοριά σε όσους βρίσκονται κοντά μας, ασχέτως αν πιστεύουν ή όχι, διότι τους δείχνουμε ότι υπάρχει ελπίδα. Και την ίδια στιγμή μία καρδιά που δεν υποκύπτει στην θλίψη του κόσμου, αλλά μαρτυρεί Αυτόν που αγαπά, τον Χριστό. Αυτά τα στοιχεία χρειάζονται έναν άλλο τρόπο θέασης του κόσμου. Μία άλλη προτεραιότητα. Να μη λησμονεί ο άνθρωπος ότι, ασχέτως των βιοτικών μεριμνών ή της συνύπαρξης ή και σύγκρουσης με τους άλλους ανθρώπους, το νόημα της ζωής βρίσκεται στη σχέση με τον Θεό. Και αυτή η σχέση είναι η μόνη αλήθεια. Άλλωστε όλα περνούνε με την προσευχή. Από την αίσθηση της προσωπικής αδυναμίας και την εναπόθεση των πάντων στα χέρια του Θεού.
Ο δεσμοφύλακας που ήταν μαζί με τους φυλακισμένους, αμέσως μόλις έγινε σεισμός από την προσευχή και την υμνωδία των αποστόλων, κατάλαβε την αλήθεια και βαφτίστηκε χριστιανός και το ίδιο και η οικογένειά του. Ίσως και κάποιοι από τους φυλακισμένους να κατενόησαν και να ακολούθησαν την αλήθεια. Εμείς άραγε σε ποια κατηγορία ανήκουμε; Σ’ αυτήν του λαού και των αρχόντων και των εχόντων συμφέρον από την απουσία του Θεού ή σ’ εκείνη των φυλακισμένων και του δεσμοφύλακα, οι οποίοι αναζήτησαν την αλήθεια ή τουλάχιστον την άκουσαν με προσοχή; Μπορεί να είμαστε βαπτισμένοι και να δηλώνουμε χριστιανοί, όμως συχνά τα δεσμά της εποχής και του κοσμικού πνεύματος κρατάνε τις καρδιές μας κλειστές. Και γι’ αυτό χρειάζεται η ψυχή μας να τρέφεται από τον Θεό, από τον λόγο και τους ύμνους προς Αυτόν όπως αυτοί βιώνονται στην εκκλησιαστική ζωή, αλλά και να είμαστε πρόθυμοι να αφήσουμε τα ώτα της καρδίας μας ανοιχτά, για να ακούσουν.

Τρίτη 16 Μαΐου 2017

ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ 112

Το αγιοκέρι της Λαμπρής
Τραντάχτηκαν συθέμελα τὰ ψηλὰ βουνὰ ἀπὸ τὸ ξαφνικὸ μπουμπουνητό. Σὰν ἀπὸ στόματα μυριάδων κανονιῶν ἡ τρομερὴ βροντὴ ξεχύθηκε ἀπὸ τὰ βάθη τοῦ οὐρανοῦ, χτύπησε πάνω στὸ γυμνὸ καύκαλο τῆς ψηλότερης βουνοκορφῆς, κατρακύλησε σὰν ὕπουλο ἑρπετὸ στὴ σκιερὴ ρεματιά, κόχλασε ὑπόκωφα στὶς χαμηλὲς λοφοσειρές, σκαρφάλωσε σὰν αἴλουρος στὴν ἁπλωτὴ ράχη τῆς ὀροσειρᾶς, χύθηκε σὰν τὸ γεράκι στ’ ἀνοιχτὸ διάσελο, χαμήλωσε, ξεθύμανε, ἔσβησε…
Ὁ ἥλιος σκοτείνιασε ξαφνικά. Τὸ μαγιάτικο δειλινὸ χάθηκε αὐτοστιγμεί. Πυκνὰ μαῦρα σύννεφα σκέπασαν τὸ φωτεινὸ γαλάζιο τοῦ ἄπειρου, ἔριξαν στὴ γῆ τὴ βαρειά τους σκιά. Δυνατὸς ἀνεμοστρόβιλος, πρόδρομος καταιγίδας, σάρωσε κοιλάδες καὶ πλαγιές. Μιὰ δεύτερη βροντὴ ἀκολούθησε κατὰ πόδι τὴν πρώτη καὶ οἱ καταρράκτες τοῦ οὐρανοῦ ἄνοιξαν στὸ λεπτό. Ἡ ξαφνικὴ νεροποντὴ συνεπῆρε τὰ πάντα. Ἄνθρωποι καὶ ζῶα, σκορπισμένοι στὸ ὕπαιθρο, ὥσπου νὰ στρέψουν ἀπορημένοι τὰ κεφάλια τους, βρέθηκαν ἐντελῶς ἀκάλυπτοι κάτω στὸ ἀνελέητο, ἀπρόσμενο μαστίγωμά της. Πῶς ξέσπασε ξαφνικὰ τέτοιο κακό;
Ἦταν στὰ μέσα τοῦ Μάη κι ὁ κόσμος τοῦ μικροῦ χωριοῦ, ξωμάχοι ἄνθρωποι, βρίσκονταν ὅλοι στὰ χωράφια. Τὸ Πάσχα ἦρθε κι ἔφυγε μὲς στὴ χαρά, ἔσμιξαν ὅλοι ξανὰ καὶ γιόρτασαν μὲ τὰ ξενάκια τους, γέμισαν οἱ καρδιὲς ἀπ’ τὴν περίσσια εὐφροσύνη τῆς Λαμπρῆς. Τὸ ἔαρ τῶν ψυχῶν συνδυάστηκε τέλεια μὲ τὸ ἔαρ τῆς φύσης. Ἕνας θαυμάσιος καιρὸς συντρόφευε ὅλες τὶς μέρες τὴν ἀναστάσιμη χαρά τους. Ἐνθουσιασμένα ἰδιαίτερα τὰ παιδιὰ τίμησαν μὲ τὸ παραπάνω τὸν ὑπέροχο συνδυασμό.
Ἀλλὰ καὶ ἀπόλαμπρα ἡ καλοκαιρία ἐξακολούθησε στὸν ἴδιο ρυθμό. Στὸ ὀρεινὸ μικρὸ χωριὸ ὁ ἐρχομὸς τῆς ἄνοιξης θύμιζε παράδεισο. Ὅλοι ξεχύθηκαν μὲ κέφι στὶς δουλειές τους. Ἀναστημένη ἀπ’ τὴ βαρυχειμωνιὰ ἡ γῆ τους, γιόρταζε τὴ δική της πασχαλιά. Μικροὶ-μεγάλοι χαίρονταν τοὺς ἀνθοστόλιστους ἀγρούς, καταπιάνονταν μὲ ἀνοιξιάτικες σπορές, πάλευαν γεμάτοι ὄρεξη τὸν φτωχικό, μὰ ἀγαπημένο τόπο τους. Τὰ ζωντανά τους σκόρπισαν στὶς καταπράσινες νομές. Νύχτα καὶ μέρα τὰ λιγυρὰ κυπροκούδουνα, ἀνάκατα μὲ μουγκανητὰ καὶ βελάσματα, συνόδευαν μὲ τὴ γλυκόφωνη ἠχώ τους τὴν ἐργατιά. Ἡ ἀτμόσφαιρα τοῦ Μάη φάνταζε πραγματικὰ παραδεισένια. Ἦταν πανέμορφες οἱ μέρες του, ἀλλὰ καὶ τοῦτο τὸ ἀπόγευμα μαγευτικό. Ποῦ φώλευε κρυμμένη τόση μανία καὶ καταστροφή;
Ἡ νεαρὴ φοιτήτρια, ξαφνιασμένη ἀπ’ τὴν ἀπότομη ἀνατροπή, στάθηκε μπρὸς στὸ παράθυρο ἐκστατική. Δὲν πρόλαβε οὔτε τὰ τζάμια νὰ κλείσει, τόσο ἀπρόσμενα ξέσπασε ἡ καταιγίδα. Τὸ ὑπερθέαμα τῆς καιρικῆς ἀλλαγῆς αἰχμαλώτισε τὸ βλέμμα της. Ἡ κεραυνοβόλα εἰσβολὴ τοῦ σαρωτικοῦ δρόλαπα τὴν καθήλωσε κατὰ κράτος. Ἕνα τρομακτικὰ μεγαλειῶδες μυστήριο ἀναδυόταν ἀπ’ τὸν ἐκκωφαντικὸ ὀρυμαγδὸ τῆς σφοδρῆς θύελλας. Διαμετρικὰ ἀντίθετο ἀπ’ τὴ σαγηνευτικὴ μαγεία τοῦ ἐδεμικοῦ δειλινοῦ ποὺ προηγήθηκε. Mysterium tremendum καὶ mysterium fascinans (τρομερὸ καὶ γοητευτικὸ μυστήριο), ὅπως θὰ ἔλεγε ὁ ἀγαπημένος της φιλόσοφος Rundolf Otto. Πῶς γίνεται νὰ εἶναι τόσο ὄμορφα καὶ τὰ δυό; Ἡ ὀμορφιὰ νὰ δείχνει τόσο ἀντίθετες, ἀλληλοαναιρούμενες πλευρές; Νὰ συνυπάρχουν δυὸ ἀπόλυτα ἀντιφατικὲς ὄψεις στὸν ἴδιο κόσμο;
– Ἀνθή! Ἀνθούλα! Ποῦ εἶσαι;
Ἡ δυνατὴ λαχανιαστὴ φωνὴ τῆς γριᾶς ποὺ ἀνέβαινε κουτσαίνοντας ἀπὸ τὸ ὑπόγειο, τὴν ἔβγαλε ἀπ’ τὸν φιλοσοφικό της ρεμβασμό.
– Ἐδῶ, γιαγιά! εἶπε γυρίζοντας πρὸς τὸ μέρος της.
– Τ’ ἁγιοκέρι, παιδί μου! Γρήγορα!
– Τί εἶπες; ρώτησε ἀπορημένη.
– Τὸ κερὶ τῆς Λαμπρῆς, παιδί μου! Τρέξε, μὴν ἀργεῖς!
Ἡ ἐγγονὴ δὲν κουνήθηκε. Ἔμεινε νὰ κοιτάζει σὰν χαμένη τὴ γριά. Δὲν μποροῦσε νὰ καταλάβει ἀκόμα τί τῆς ἔλεγε. Μὰ ἡ γριὰ δὲν εἶχε ὑπομονή.
– Τί μὲ κοιτᾶς σὰν ἄγαλμα; Δὲν ἀκοῦς τί σοῦ λέω; Τρέξε φέρε τὴ λαμπάδα τῆς Ἀνάστασης! Ὁ κόσμος χάνεται, δὲν βλέπεις;
Χά! Τί θυμήθηκε τώρα ἡ γιαγιά της! Τὸ κερὶ τῆς Ἀνάστασης! Θὰ ξόρκιζε τέτοιο χαλασμὸ μ’ αὐτό! Πλάκα εἶχε πραγματικά!
Μὰ ἡ γριὰ δὲ χωράτευε.
– Καλά, χάζεψες γιὰ τὰ καλά; Κουνήσου, δὲν καταλαβαίνεις; Ὁ πατέρας σου, ἡ μάνα σου, τ’ ἀδέρφια σου, ὁ κόσμος ὅλος εἶναι ἐκεῖ ἔξω. Τί περιμένεις; Νὰ πνιγοῦν πρῶτα καὶ μετὰ νὰ κουνηθεῖς;
Θέλοντας καὶ μή, πῆγε νὰ ψάξει γιὰ τὸ κερί. Ποῦ νὰ βρισκόταν τώρα κι αὐτό; Οὔτε κὰν θυμόταν ποῦ τὸ εἶχε πετάξει τὸ βράδυ τῆς Ἀνάστασης, ὅταν γύρισαν σπίτι. Μέσα της γέλαγε μὲ τὴν ἀφέλεια τῆς γιαγιᾶς της, μὰ δὲν μποροῦσε τώρα νὰ τῆς φέρει ἀντίρρηση. Ὄχι, δὲν συμφωνοῦσε μ’ αὐτὰ ἡ Ἀνθή. Εἶχε ἀποστασιοποιηθεῖ ἐντελῶς ἀπὸ τὶς ἁπλοϊκὲς ἀντιλήψεις τοῦ ἀπαίδευτου λαοῦ. Σπούδαζε φιλοσοφία, δὲν ἦταν τὸ ἄβγαλτο κοριτσόπουλο τοῦ χωριοῦ. Οἱ ὑψηλὲς σπουδές της ἀναπροσδιόρισαν πολλὰ πράγματα μέσα της. Καὶ κυρίως πολλὲς ἀπ’ τὶς θρησκευτικές της ἀντιλήψεις.
Ἐξωτερικὰ βέβαια δὲν ἔδειχνε ἀλλαγή. Φρόντιζε ἡ συμπεριφορά της νὰ μὴν εἶναι διαφορετική. Δὲν εἶχε καὶ πολλὴ ὄρεξη νὰ καταπιάνεται σὲ ἀτέρμονες καὶ ἀνώφελες συζητήσεις μὲ τοὺς ἁπλοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ τοὺς ἀναστατώνει ἄσκοπα. Ἀκολουθοῦσε καὶ ὅλες τὶς συνήθειες τους, ὄπως τὶς ἤξερε ἀπὸ μικρή, ἰδιαίτερα τὶς μεγάλες γιορτινὲς μέρες τοῦ χρόνου. Στὸ μικρὸ χωριό τους δὲν εἶχε καὶ μεγάλα περιθώρια νὰ διαφοροποιεῖ τὸ πρόγραμμά της. Σὲ τελικὴ ἀνάλυση ὅμως τῆς ἄρεσαν καὶ αὐτηνῆς τὰ γιορτινὰ ἔθιμα αὐτῶν τῶν ἡμερῶν. Μὰ τὰ ἔβλεπε σὰν ἔθιμα ἀκριβῶς. Καλὰ γιὰ νὰ ἀλλάζουν τὴν καθημερινὴ ρουτίνα τοῦ καταπονημένου ἀνθρώπου, ἀλλὰ τίποτε παραπάνω. Ὁ φιλοσοφικὸς θεός της δὲν εἶχε καὶ πολλὰ κοινὰ σημεῖα μὲ τὸν φτωχὸ Ἰησοῦ τῆς παιδικῆς της ἡλικίας.
Τὸ βράδυ τῆς Ἀνάστασης κρατοῦσε κι αὐτὴ τὴ λαμπάδα της σὰν ὅλο τὸν κόσμο. Μὰ δὲν ἔβλεπε μπροστά της τὸν Θεὸ ποὺ ἔπασχε, φορώντας ἀνθρώπινη φύση καὶ κουβαλώντας στὴν πλάτη του τὸν πόνο τοῦ κόσμου. Ὅλα αὐτὰ ἦταν γι’ αὐτὴν μία εἰλικρινής, βέβαια, ἀλλὰ οὐτοπικὴ καὶ ρομαντικὴ προσπάθεια ἑνὸς εὐγενικοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὴν ἀλλαγὴ τῆς μοίρας τοῦ κόσμου. Τὸ ἐξωπραγματικὸ ὄνειρο ἑνὸς ἁγνοῦ ἀγωνιστῆ, μὲ προδιαγεγραμμένη ὅμως τὴν ἀποτυχία του. Κάθε ὑπερφυσικὸ στοιχεῖο στὴ μορφή του, γέννημα ἁπλοϊκῆς εὐπιστίας καὶ ὄχι ὀρθῆς λογικῆς, εἶχε ἐξοβελισθεῖ ἀπὸ τὴ σκέψη της.
Μπροστά της ἔβλεπε τὸν γνήσιο, ἀληθινὸ ἄνθρωπο, ποὺ ρίχτηκε ἀπὸ τὴ μοίρα του βορὰ στὰ φοβερὰ γρανάζια τῆς παντοδύναμης ἐξουσίας καὶ ἦταν τόσο φυσικὸ νὰ ἔχει τὸ τέλος ποὺ εἶχε. Τοῦ ἐπιφυλάχτηκε ὁ ρόλος τοῦ συμπαθέστερου ἴσως θύματος τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας. Μὰ ἡ νεαρὴ φοιτήτρια δὲν μποροῦσε τώρα πιὰ νὰ δεῖ κανένα ἀναστημένο Θεὸ πίσω ἀπ’ τὴ θλιβερὴ εἰκόνα τοῦ σταυρωμένου ἀνθρώπου Ἰησοῦ. Ἡ παιδική της πίστη εἶχε νικηθεῖ. Ὁ νέος της θεός, ἀξιοπρεπής, χαλκευμένος στὰ τελειότερα διανοητικὰ ἐργαστήρια τῆς σκεπτόμενης ἀνθρωπότητας, ὑπερβατικός, ἄγνωστος, absconditus, μακρινὸς γιὰ τὸν κόσμο, ἀπροσπέλαστος στὸ κλειστό του ὑπερπέραν, ἂν ὑπῆρχε, δὲν μποροῦσε νὰ ἔχει καμμιὰ σχέση μὲ τὴν ἀδύναμη, πάσχουσα δουλικὴ μορφὴ τοῦ ταπεινοῦ Ναζωραίου.
Κι ἀκόμα, ἂν καὶ τὴν ἐνέπνεε τὸ συμπαθητικὸ μὰ ἄτυχο μεγάλο ἐκεῖνο θύμα, ὁ Ἰησοῦς, τὴν ἐξόργιζαν πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ λέγονταν πιστοὶ κι ἀκόλουθοί του. Καὶ περισσότερο κάποιες ἐνέργειες πολλῶν του ἐκπροσώπων. Ὅπως καὶ τὸ βράδυ τῆς φετινῆς Ἀνάστασης. Δὲν τῆς ἔφτανε ὁ δικός της σκεπτικισμός, ἦρθε καὶ μιὰ ἄτυχη σκηνὴ νὰ ἐπαυξήσει τὴν ἀρνητική της πνευματικὴ προδιάθεση.
Ἦταν ἡ ὥρα ποὺ ἡ ἐκκλησία εἶχε βυθιστεῖ στὸ σκοτάδι, οἱ ψάλτες εἶχαν ψαλμωδήσει κατὰ δύναμιν σὲ ἦχο βαρὺ τὸ ἐπιβλητικὸ Ἰδοὺ σκοτία καὶ πρωί… καὶ στὸ κεφαλόσκαλο τῶν ἱερῶν βημοθύρων πρόβαλε πορφυροντυμένος ὁ λειτουργός. Ὑψώνοντας τὸ ἀναμμένο ἀπ’ τὴν ἀκοίμητη κανδήλα λαμπριάτικο τρικέρι του, ἄρχισε μὲ βροντερὴ φωνὴ καὶ σὲ πλάγιο τοῦ πρώτου, τὸν πανηγυρικότερο τῶν ἤχων, τὸ Δεῦτε, λάβετε φῶς…
Ἀπαντώντας στὴν πρόσκλησή του τὸ ἐκκλησίασμα κινήθηκε σὰν ἕνα σῶμα μπροστά. Ὕψωσαν ὅλοι τὶς λαμπάδες τους νὰ πάρουν τὸ ἅγιο φῶς. Δημιουργήθηκε στὴ στιγμὴ ἕνας μικρὸς πανικός. Οἱ πιὸ βιαστικοὶ σπρώχτηκαν, ἔδωσαν καὶ πῆραν ἀγκωνιές, κάποιοι πρόλαβαν κιόλας νὰ ψιλοβριστοῦν στὰ μουλωχτά, τὸ πρῶτο κύμα τέλος πάντων, παλεύοντας γιὰ τὸ εὐλογημένο φῶς, ἔπεσε σχεδὸν ἐπάνω στὸν παπά.
Ὑψώθηκαν ψηλὰ τόσες λαμπάδες ποὺ σκέπασαν τελικὰ τὸ ἀναμμένο τρικέρι καὶ ἕνα-ἕνα τὰ κεριά του ἔσβηναν. Ἡ πίεση ἦταν μεγάλη. Ὁ παπὰς ὑποχωροῦσε λίγο-λίγο πρὸς τὸ ἱερὸ γιὰ νὰ κρατήσει ἀναμμένο τὸ φῶς, μὰ οἱ «φλογεροὶ» ἐνορίτες του τὸν ἀκολουθοῦσαν ἀπτόητοι. Μὲ τὰ πολλὰ τὸ τρικέρι ἔσβησε. Ὁ παπὰς φρένιασε. Βλέποντας τοὺς μπροστινούς, σπρωγμένους ἀπ’ τοὺς παραπίσω, νὰ ἔχουν περάσει καὶ τὴν Ὡραία Πύλη καὶ νὰ πατοῦν σχεδὸν στὴν Ἅγια Τράπεζα μπροστά, τοῦ ἀνέβηκε τὸ αἷμα στὸ κεφάλι.
– Πίσω, ἀθεόφοβοι! ξέσπασε ἀσυγκράτητος.
Τυφλωμένος ἀπὸ ἀγανάκτηση ἔκανε νὰ κατεβάσει τὸ σβηστὸ τρικέρι πάνω στὰ κεφάλια τους, μὰ τὴν τελευταία στιγμή, σὰν ἀπὸ θαῦμα, κρατήθηκε. Ἡ ἀνθρώπινη πλημμυρίδα πρὸς στιγμὴν ἀνακόπηκε. Μουδιασμένος λίγο ὁ παπάς, σὰν νὰ αἰσθάνθηκε τὴν ἐκτροπή του, ξανάναψε τὸ τρικέρι καὶ ξαναβγῆκε. Μὰ ἡ ζημιὰ στὴν ψυχὴ τῆς Ἀνθῆς εἶχε γίνει. Καταγράφοντας τὴ σκηνὴ ἀκούνητη ἀπ’ τὸ στασίδι της, φούντωσε. Μιὰ βαθειὰ ἀπέχθεια εἰσέβαλε σὰν ἄνεμος σαρωτικὸς στὴν ψυχή της. Ὑπάρχει τίποτε ἀληθινὸ ἐδῶ μέσα; Τί σχέση μπορεῖ νά ’χουν ὅλα αὐτὰ μὲ τὸν φτωχὸ Ναζωραῖο ποὺ ἀγωνίστηκε γιὰ τὸν ἁγνὸ σκοπό του καὶ πέθανε γι’ αὐτόν; Πιστεύει ἀκόμα κανένας ἀληθινὰ σ’ αὐτόν; Νά, ποὺ ἡ θυσία του ἀποδείχτηκε ἀνώφελη! Μήπως πράγματι ἡ θρησκεία δὲν εἶναι τελικὰ τίποτε παραπάνω ἀπὸ ἕνα καλοστημένο ψέμα!
Ὅλοι εἶχαν ἀνάψει τὶς λαμπάδες τους, ἔβγαιναν ἔξω γιὰ τὴν Ἀνάσταση, μὰ αὐτὴ δὲν ἔπαψε νὰ στέκει ἀκίνητη, μὲ τὴ λαμπάδα της ἀκόμα σβηστή. Ἡ ἀπέχθεια καὶ ἡ ὀργὴ μέσα της εἶχαν πετρώσει τὴν καρδιά της. Τελικὰ πῆρε φῶς ἀπὸ τὴ διπλανή της γιὰ νὰ μὴ δώσει στόχο στοὺς γύρω της. Μὰ μέσα της ἀνάδευε σκοτάδι πηχτό. Ἡ λειτουργία τελείωσε, ὁ κόσμος μετάλαβε, μὰ αὐτή, ἀηδιασμένη, οὔτε ποὺ πλησίασε καθόλου, ἂν καὶ τό ’χε πάντα συνήθεια, ἔτσι γιὰ τὸ καλό, νὰ μεταλαβαίνει. Ὅλοι χαίρονταν, γελοῦσαν, εἶχαν κιόλας ξεχάσει τὸ συμβάν, μὰ αὐτὴ δὲν ἔλεγε νὰ πάρει τὸ μυαλό της ἀπὸ αὐτό.
Ἔφερε τὴ λαμπάδα της ἀναμμένη στὸ σπίτι, μιὰ καὶ ἡ γιαγιά της, κουτσὴ κι ἀνίκανη γιὰ πολλὲς μετακινήσεις, περίμενε τὸ ἅγιο φῶς. Ἡ γριὰ ἄναψε εὐλαβικὰ ἀπ’ τὴ λαμπάδα τῆς ἐγγονῆς τὸ καντήλι της, ἀφοῦ σταυροκοπήθηκε πολλὲς φορές. Θὰ τὸ φύλαγε τώρα μέρα νύχτα σὰν τὰ μάτια της νὰ μὴν τῆς σβήσει. Ἡ ἐγγονὴ νευρίαζε μὲ ὅλα αὐτά, μὰ τί νά ’κανε; Ἡ γιαγιά της δὲν σήκωνε ἀστεῖα σ’ αὐτά. Ὅταν κάποτε ἡ ὅλη ἱεροτελεστία τέλειωσε, ἡ Ἀνθὴ πῆρε τὴ λαμπάδα της καὶ τὴν πέταξε ἀδιάφορα σὲ κάποιο ντουλάπι.
Ἄντε τώρα νὰ θυμηθεῖ ποῦ ἦταν καταχωνιασμένη καὶ νὰ ψάχνει! Μὰ ἔτρεξε νὰ κάνει γρήγορα. Ἡ γιαγιά της δὲν ἦταν ὁ ἄνθρωπος ποὺ θὰ παραιτοῦνταν ἀπ’ τὸν σκοπό του. Δὲν ἄργησε νὰ τὴ βρεῖ πατικωμένη κάτω ἀπὸ ἄλλα πράγματα καὶ σπασμένη στὴ μέση. Καιρὸς ἦταν! Οὔτε πέντε λεπτὰ δὲν εἶχε ποὺ ξέσπασε τὸ κακό, μὰ ὁ κόσμος ἔξω χάλαγε. Ἡ δυνατὴ βροχὴ γύρισε ἀπότομα σὲ καταστροφικὸ χοντρὸ χαλάζι. Ἕνα σφίξιμο ἀνέβηκε καὶ στὴ δική της καρδιά. Ἔφερε γρήγορα τὴν τσακισμένη λαμπάδα στὴ γιαγιά της.
Ἡ γριὰ τὴν ἄναψε ἀμέσως ἀπ’ τὸ καντήλι ὅπου ἔκαιγε τὸ ἅγιο φῶς. Πῆγε κοντὰ στὸ ἀνοιχτὸ παράθυρο, ἴσιωσε τὸ σακατεμένο ἀπ’ τὸ χρόνο μικρό της ἀνάστημα κι ἔκαμε τρεῖς φορὲς τὸν σταυρό της, εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καὶ πάνω ποὺ μιὰ νέα φοβερὴ βροντὴ ἄρχισε νὰ τραντάζει γιὰ πολλοστὴ φορὰ τὴ γῆ καὶ τὰ οὐράνια, ὕψωσε τὸ ἀναμμένο σπασμένο ἁγιοκέρι τῆς Λαμπρῆς κόντρα στὴν τρομερὴ θύελλα, σταύρωσε μ’ αὐτὸ τρεῖς φορὲς τὰ πέρατα καὶ εἶπε καθαρὰ καὶ δυνατὰ τὰ λόγια ποὺ εἶχε καλὰ μαθημένα ἀπ’ τὴ συχωρεμένη μάνα της: Μέγα τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος! Παναγία Θεοτόκε, βοήθει ἡμῖν!
Ἡ Ἀνθὴ παρακολουθοῦσε ἀσάλευτη. Ἡ εἰρωνική της διάθεση ἔκανε φτερά. Ἐντυπωσιάστηκε ἀπ’ τὴ βαθειὰ πίστη καὶ τὸ σθένος τῆς γιαγιᾶς της. Ἡ ἀγράμματη, μικρόσωμη, κουτσὴ γριὰ φάνταξε μπροστά της ἴδιος ἀρχάγγελος μὲ πύρινη ρομφαία. Μὰ ὅ,τι ἀκολούθησε τὴν τράνταξε ἀκόμα περισσότερο.
Ἡ φοβερὴ βροντὴ κόπηκε μαχαίρι στὴ μέση. Τὸ φονικὸ χαλάζι ποὺ ἀλύπητα μαστίγωνε κατάσαρκα τὴ γῆ, ἐντελῶς ἀνέλπιστα σταμάτησε ἀπότομα. Ἡ μανιασμένη λαίλαπα ἔκοψε ξαφνικὰ τὴν ὁρμή της. Σὰν κάποιος νὰ τῆς ἔβαλε χαλινὸ καὶ νὰ τὴν πρόσταξε νὰ σταθεῖ. Σιώπα, πεφίμωσο! Τὰ σύννεφα ἄρχισαν νὰ τρέπονται σὲ ἄτακτη φυγὴ κυνηγημένα. Ἰριδίζοντας μὲ τὰ στιλπνά του χρώματα τὸ τόξον ἐν τῇ νεφέλῃ, σημεῖον τῆς διαθήκης ἀναμέσον οὐρανοῦ καὶ γῆς, ἔλαμψε παρήγορο. Ὁ οὐρανὸς καθάρισε γοργά, τὸ φῶς ἀγκάλιασε τὴ γῆ ξανὰ πρὶν ἔλθει ἁπαλὸ τὸ ἡλιοβασίλεμα. Καὶ ἐκόπασεν ὁ ἄνεμος καὶ ἐγένετο γαλήνη μεγάλη. Ὁ κοσμάκης σώθηκε!
– Δόξα σοι, Θεέ μου! Δόξα σοι, Παναγία μου! σταυροκοπήθηκε πάλι ἡ γριά.
Κάποιος εἶχε τὴ δύναμη λοιπὸν νὰ ἐπιτιμᾶ τὸν ἄνεμο καὶ τὸ σύννεφο καὶ στὸ πρόσταγμά του ὁ κεραυνὸς καὶ ἡ θύελλα πισωγύριζαν ὑπάκουα. Κάποιος ποὺ τὸν γνώριζαν τὰ τρομερὰ στοιχεῖα τῆς φύσης καὶ ποὺ αὐτὴ ἠθελημένα ἀγνοοῦσε.
Κι ἐνῶ ἡ γριὰ κούτσα-κούτσα ξανακατέβηκε στὴ δουλειά της σὰν νὰ μὴν ἔγινε τίποτε παράξενο, σὰν νά ’χε κάνει τὸ πιὸ συνηθισμένο πράγμα τοῦ κόσμου, ἡ ἐγγονή της συγκλονισμένη, μὲ πόδια ποὺ ἔτρεμαν, κάθησε στὸν καναπέ. Προσπάθησε νὰ βάλει σὲ τάξη τὸ μυαλό της, νὰ ἐπεξεργαστεῖ τὰ δεδομένα. Μὰ ἡ δυναμικὴ τοῦ πράγματος ἀρνιόταν νὰ ὑποταχτεῖ στὴ λογική της. Ἦταν τόσο ἀπρόσμενα ὅλα, τόσο δυνατά, ποὺ μόνο σύμπτωση καὶ τύχη δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἐπικαλεστεῖ. Κάποιος ἄλλος παράγοντας ἔξω καὶ πάνω ἀπὸ τὴ φύση εἶχε μπεῖ ὁρμητικὰ σὲ δράση. Τὰ γεγονότα νικοῦσαν τὴ λογική της.
Οἱ καλοστημένοι ἀνθρώπινοι λογικοὶ στοχασμοὶ ποὺ τὴν κρατοῦσαν μὲ τὴν πειθώ τους θαμπωμένη ὑποχώρησαν. Ἀνέσυρε ἀπ’ τὸ βυθὸ τῆς λήθης τὸν λόγο τοῦ Ἰησοῦ ποὺ ἤξερε ἀπὸ μικρή, πὼς εἶχε κατεβεῖ ἀπ’ τὸν οὐρανὸ μὲ σκοπὸ νὰ προκαλέσει καὶ ὄχι νὰ χαϊδέψει τὴ λογικὴ τοῦ ἀνθρώπου. Πῶς θὰ τὸ ἔκανε αὐτό; Φανερώνοντας καὶ δείχνοντας τὸν Πατέρα. Ὄχι μιὰ ἐπινοημένη καὶ ὑποταγμένη στὰ μέτρα τῆς ἀνθρώπινης λογικῆς θεότητα. Ἀλλὰ τὸν ἐντελῶς ἀσύλληπτο στὴ γήινη σοφία, στὸν ἀνθρώπινο στοχασμὸ Θεό, ποὺ παίζει στὰ δάχτυλά του τοὺς σοφοὺς ἀποδεικνύοντας μωρία τὴν ἐξυπνάδα τους.
Καὶ οἱ αὐτόπτες καὶ αὐτήκοοι μάρτυρές του πάλι τὸ ἴδιο ἔκαμαν. Ὁ λόγος καὶ τὸ κήρυγμά τους ἦταν οὐκ ἐν πειθοῖς ἀνθρωπίνης σοφίας λόγοις. Δὲν νοιάστηκαν ποτὲ νὰ πείσουν τὴν ὑπεροπτικὴ ἀνθρώπινη σκέψη. Κατέθεσαν ἁπλῶς ἀπέναντί της γεγονότα: Αὐτὸ ποὺ εἶδαν, ποὺ ἄκουσαν, ποὺ ψηλάφησαν, ποὺ ἔζησαν κοντά του. Τὴ ζωντανὴ ἁπτὴ ἐμπειρία τους κόντρα στὰ περισπούδαστα τεχνάσματα καὶ τὰ περίτεχνα σοφίσματα τῆς γαυριώσας χοϊκῆς νόησης. Μιὰ ἐμπειρία πού, δίχως νὰ καταργεῖ, ξεπερνοῦσε τὴ λογική. Καὶ ἄφησαν στὸν καθένα τὴν ἐπιλογὴ νὰ ἐμπιστευθεῖ τὸ μήνυμά τους ἢ νὰ τὸ ἀπορρίψει. Νὰ τοὺς θεωρήσει ἀπατεῶνες ἢ ἀξιόπιστους. Ἐλεύθερα.
Πῆρε στὰ χέρια της τὸ ἱερὸ βιβλίο ποὺ βρισκόταν χρόνια ξεχασμένο στὸ ράφι. Τὸ ξεφύλλισε ἀργά, βρῆκε τὸν τόπο ὅπου ἦταν καταγραμμένη ἡ μαρτυρία τους: Ὃ ἦν ἀπ’ ἀρχῆς, ὃ ἀκηκόαμεν, ὃ ἑωράκαμεν καὶ αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν, αὐτὸ ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν… Ὅ,τι ἀκριβῶς σκανδάλιζε τὴν ἐπηρμένη λογικὴ τοῦ ἀνθρώπου, αὐτὸ κατέθεταν οἱ αὐτόπτες. Πράγματα ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ ἀποσιωπήσουν, γιατὶ τὰ ἔζησαν καὶ τοὺς συγκλόνισαν: Ὅτι ἡ σταύρωση τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἦταν κάποιο ἀπρόβλεπτο ἀτύχημα. Ἀντιθέτως! Ἦταν τὸ σχέδιό του αὐτό. Νὰ γεννηθεῖ, νὰ ἀνδρωθεῖ, νὰ πάθει, νὰ θυσιασθεῖ. Ὅλα αὐτὰ ἑκούσια, γιὰ λογαριασμὸ ὅλων, ἀπὸ ἀνείπωτη ἀγάπη, δι’ ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν. Καὶ ἐπειδὴ ἦταν καὶ μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ Πατρός, Θεὸς ἀληθινός, Κύριος τῶν πάντων, ὁ τάφος δὲν μπόρεσε νὰ τὸν κρατήσει. Ἀναστήθηκε αὐτεξουσίως, μὲ τὴ δική του δύναμη καὶ ὡς ἀρχηγὸς τῆς ζωῆς νίκησε τὸν θάνατο, ἐξασφαλίζοντας γιὰ ὅλους τὴ ζωή.
Ἡ Ἀνθὴ ἔνοιωσε τὴ θεϊκή του ἐνέργεια, πανίσχυρη μὰ καὶ γεμάτη ἀγάπη, νὰ φτάνει καὶ σ’ αὐτήν, ἐκεῖ μπροστά της σήμερα, ἂν καὶ ἀπὸ δρόμο φοβερὰ σκανδαλώδη, ἀνεξήγητο. Ἕνα σπασμένο λαμπριάτικο κερί, ποὺ πῆρε φῶς ἀπὸ τὸ χέρι ἑνὸς ἀνάξιου παπᾶ καὶ μέσα ἀπ’ τὸ ἄπιστο δικό της χέρι ἔφτασε στὸ χέρι μιᾶς ἀγράμματης πιστῆς γριᾶς, ἦταν ἀρκετὸ γιὰ νὰ ἀστράψει μέσα της ἡ ἀλήθεια ὁλοζώντανη. Πὼς ἕνα μόνο ὄνομα ὑπάρχει στὴν ὑπ’ οὐρανὸν γιὰ νὰ σωθεῖ, νὰ ζήσει ὁ κόσμος: Τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ ποὺ κυβερνᾶ πανσθενουργὸ τὰ σύμπαντα. Μπροστά του μέλλει νὰ καμφθεῖ πᾶν γόνυ ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων.
Ἡ νεαρὴ φοιτήτρια, συντετριμμένη, μὰ ἀνάλαφρη, ἀπελευθερωμένη ψυχικά, ἔγειρε μπρὸς στὸ ὑπερένδοξο ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ καὶ τὸ προσκύνησε. Κάμπτοντας ἐνώπιόν του ταπεινὰ τὸ γόνυ τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος, ὁμολόγησε ἀναφωνώντας ἐκστατικά:
– Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου…!
(π. Δημητρίου Μπόκου από synodoiporia.gr)
Λίγα λόγια για το θέμα του μήνα.
Πολλές συζητήσεις γίνονται πάντοτε την περίοδο του Πάσχα για το Άγιο Φως, κυρίως από τους αρνητές της πίστεως, για το αν και κατά πόσο είναι πράγματι θαύμα η αφή του ή προϊόν θρησκευτικής απάτης. Η απάντηση δίνεται από τη μικρή λέξη που προανέφερα, τη λέξη ΠΙΣΤΗ. Γιατί τόσο το Άγιο Φως όσο και η Ανάσταση του Χριστού προϋποθέτουν την πίστη! Αν κανείς πιστεύει, αποδέχεται και ενστερνίζεται την Ανάσταση του Χριστού, τότε δέχεται και την θαυμαστή αφή του Αγίου Φωτός. Και η πίστη δεν είναι αποτέλεσμα ούτε της διανόησης μόνον ούτε των επιστημονικών επιτευγμάτων μόνον αλλά κυρίως της καρδιάς-της ψυχής. Τα υπόλοιπα κάποιες στιγμές μπορούν να έρθουν είτε ενισχυτικά είτε και πειρασμικά.
Η πίστη στην πιο ξεχωριστή διδασκαλία της ορθόδοξης παράδοσης, την Ανάσταση των νεκρών, είναι η ουσία της Εκκλησίας. Γιατί όπως διακήρυξε ο Απόστολος Παύλος, «αν δεν υπάρχει ανάσταση νεκρών, τότε ούτε ο Χριστός έχει αναστηθεί και τότε το κήρυγμά μας είναι χωρίς νόημα, το ίδιο και η πίστη». Και η Εκκλησία μαρτυρεί την Ανάσταση, γιατί η αυθεντική χριστιανική παράδοση είναι στηριγμένη στην συγγνώμη που ανέτειλε εκ του τάφου του Κυρίου. Δεν αρκείται στην ελεημοσύνη ως καθήκον, αλλά διδάσκει και εφαρμόζει για τους μοναχούς την ακτημοσύνη και για τους υπόλοιπους την φιλανθρωπία, που αγγίζει τον όλο άνθρωπο. Δεν ζητά μία τυπική προσευχή, αλλά αυτή του νου και της καρδιάς που πυρπολεί την ύπαρξη. Δεν οδηγεί στον μηδενισμό ή στην σωτηρία μόνο των εκλεκτών, αλλά παλεύει για τη σωτηρία όλων και βιώνει την εμπειρία της αγιότητας, της συνέχειας της ύπαρξης, που αποδεικνύεται διά των πολλών θαυμάτων. Χωρίς την πίστη στην Ανάσταση είναι αδύνατον οι άνθρωποι να είναι έτοιμοι να θυσιάσουν τη ζωή τους, όχι για να γίνουν ήρωες κάνοντας κακό σε άλλους, αλλά χάριν της ταπεινής αγάπης που δεν γνωρίζει διακρίσεις. Αναστάσιμη μαρτυρία είναι ό,τι συγκροτεί την Εκκλησία σε Σώμα Χριστού, δηλαδή το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Εκεί όπου δεν προκρίνονται οι πλούσιοι έναντι των φτωχών, οι άνδρες έναντι των γυναικών, οι μορφωμένοι έναντι των απλών, οι δίκαιοι έναντι των αμαρτωλών, αλλά όλοι γίνονται ένα με τον Αναστημένο Χριστό ομολογώντας ότι «είς Άγιος, είς Κύριος Ιησούς Χριστός» και προχωρώντας με φόβο Θεού, πίστη και αγάπη στην συνάντηση μαζί Του.
Αναστάσιμη μαρτυρία τελικά θα παραμείνει το γεγονός ότι όχι μόνο δεν εξέλιπαν οι επώνυμοι Άγιοι, αλλά και το ότι ο καθένας μας μέσα στην Εκκλησία αγιάζεται και ευλογείται. Νιώθει τη χαρά και το Φως της παρουσίας του Χριστού, ανοίγοντας την καρδιά του στην Ελπίδα! Ό,τι ένιωσαν οι υπεύθυνοι της συντηρήσεως του Κουβουκλίου του Παναγίου Τάφου και δήλωσαν: «Όταν ανοίξαμε τον Τάφο, ζήσαμε το θαύμα. Αυτός ο Τάφος είναι ζωντανός! Στέλνει το μήνυμα της Ανάστασης και της ελπίδας».
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!


ΛΗΞΗ ΚΑΤΗΧΗΤΙΚΩΝ


Σάββατο 13 Μαΐου 2017

τη προθέσει της καρδίας

Στην Αντιόχεια της Συρίας η Εκκλησία των Ιεροσολύμων απέστειλε τον απόστολο Βαρνάβα, για να μιλήσει και να ενισχύσει την εκεί χριστιανική κοινότητα. Ο απόστολος διαπίστωσε ότι υπήρχε χάρις Θεού, διάθεση καλή και απόφαση να παραμείνουν πιστοί οι άνθρωποι, ανεξαρτήτως των δυσκολιών. Τους προέτρεψε τότε «τη προθέσει της καρδίας προσμένειν τω Κυρίω» (Πράξ. 11, 23). Να μένουν δηλαδή αφοσιωμένοι στον Κύριο, με όλη τους την καρδιά. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα για πρώτη φορά οι μαθητές του Ιησού Χριστού να ονομαστούν «χριστιανοί», διότι η κοινότητα αυξήθηκε χάρις και στον ερχομό του αποστόλου Παύλου.
Ο λόγος του Βαρνάβα να παραμένουν με την πρόθεση της καρδιάς τους αφοσιωμένοι στον Κύριο είναι πολύτιμος και για μας σήμερα. Γιατί, αλήθεια, πού δίνουμε την καρδιά μας; Αν εξετάσουμε με ειλικρίνεια τον εαυτό μας θα δούμε ότι η καρδιά μας είναι γεμάτη πράγματα που μας ανήκουν ή που θα θέλαμε να μας ανήκουν. Ακόμη και τους ανθρώπους που έχουμε στην καρδιά μας, τους έχουμε ως κτήματα και όχι ως πρόσωπα.
Δίνω την καρδιά μου στο Θεό, σημαίνει ότι εμπιστεύομαι απόλυτα το θέλημα του Θεού, χωρίς να λυγίζω από τις όποιες δυσκολίες.
Δίνω την καρδιά μου σημαίνει ότι έχω αποφασίσει πως η σχέση μου με τον Θεό είναι το παν, προηγείται οποιασδήποτε άλλης σχέσης και όλα τα άλλα διαμορφώνονται με κριτήριο αυτήν και τις εντολές του Θεού, που απέδειξε και αποδεικνύει έμπρακτα την αγάπη Του προς τον καθέναν μας με τον Σταυρό και την Ανάστασή Του που απευθύνονται προσωπικά.
Δίνω την καρδιά μου σημαίνει ότι έχω επίγνωση πως ο χρόνος στον οποίο ζω υπάρχει για να βρω τον προσανατολισμό μου και να εργαστώ μ’ αυτόν.
Δίνω την καρδιά μου σημαίνει την απόφασή μου να συναντήσω τον συνάνθρωπό μου, ασχέτως αν αυτός είναι καλός ή ταιριαστός με μένα.
Δίνω την καρδιά μου σημαίνει ότι αγαπώ.
Δίνω την καρδιά μου σημαίνει ότι είμαι αληθινός και μαρτυρώ περί της αληθείας.
Δίνω την καρδιά μου σημαίνει ότι γίνομαι μάρτυρας της αναστάσεως και της αγιότητας.
Αυτό το μένω αφοσιωμένος με την πρόθεση της καρδιάς μου γεννά χριστιανούς οι οποίοι δε βλέπουν τη ζωή στην προοπτική της επικράτησης, αλλά στην προοπτική της προσφοράς, της συγχώρεσης και της επιμονής. Δεν διαλύει άμεσα αμφιβολίες και πειρασμούς, αλλά κάνει τον χριστιανό να έχει το εργαλείο της πίστης εντός του που τον βοηθά να πατήσει στα πόδια του. Και γίνεται μαρτυρία για τους άλλους ανθρώπους. Πιστεύοντας χλιαρά ή παραδοσιακά ή χωρίς αφοσίωση, σημαίνει ότι τελικά αυτό που ζητά ο Χριστός από εμάς να γίνουμε φως και να δίνουμε φως, για να δοξάζεται ο Θεός, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί. Κι εδώ έγκειται η ευθύνη μας. Ο χριστιανός καλείται να μοιραστεί το φως που λαμβάνει στη ζωή της Εκκλησίας αφού δώσει την καρδιά του σ΄αυτό. Και τότε δε θα νιώσει μόνος του, αλλά θα βλέπει στη ζωή του να απλώνεται η χάρη του Θεού, να τον ομορφαίνει και να τον αγιάζει παρά τους διωγμούς και τις δυσκολίες. Όταν αγαπάς τον Θεό, μαθαίνεις να αγαπάς τα πάντα στον κόσμο και να έχεις μία σταθερότητα που σε βοηθά να γίνεσαι σημείο αναφοράς, σημείο αλήθειας και αγάπης. Ό,τι δηλαδή λείπει από τα πρότυπα και τις ιδέες του κόσμου.


Σάββατο 6 Μαΐου 2017

Πρόγραμμα Εβδομάδος

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ – ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ
ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΑΚΟΛΟΥΘΙΩΝ
Δευτέρα 8 - Δευτέρα 15 Μαΐου 2017

Δευτέρα 8 Maΐου 2017:
6.30 μ.μ. Εσπερινός, Παράκληση στην Παναγία.
7.30 μ.μ. Κύκλος Πνευματικής Οικοδομής.

Τετάρτη 10 Maΐου 2017 (Μεσοπεντηκοστή):
7.30 - 9.30 π.μ. Όρθρος και Θεία Λειτουργία
6.30 μ.μ. Εσπερινός
7.00 μ.μ. Παράκληση υπέρ διαγωνιζομένων μαθητών

Σάββατο 13 Μαΐου 2017:
5.00 μ.μ. Εσπερινός

Κυριακή 14 Μαΐου 2017 (της Σαμαρίτιδος):
7.00 – 10.00 π.μ. Όρθρος και Αρχιερατική Θεία Λειτουργία, ιερουργούντος του Σεβ. Μητροπολίτου μας κ. Ιγνατίου.
8.30 μ.μ. Εορτή Λήξης Κατηχητικών Συνάξεων.

Δευτέρα 15 Μαΐου 2017:
6.30 μ.μ. Εσπερινός, Παράκληση στην Παναγία.
7.30 μ.μ. Κύκλος Πνευματικής Οικοδομής.

ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ ΣΤΟΝ ΠΡΟΦΗΤΗ ΗΛΙΑ


Η Παραλυσία!

Τόσο στην Ευαγγελική, όσο και στην Αποστολική περικοπή, παρουσιάζεται η θεραπεία δύο ανθρώπων παραλύτων. Και βέβαια σ΄ αυτές τις περιπτώσεις δεν χρειάζεται ιδιαίτερη προσπάθεια για να συνειδητοποιήσει ο ασθενής την κατάστασή του, την αδυναμία του, την αρρώστια του. Στην Ευαγγελική περικοπή, ο Χριστός ρωτάει τον ασθενή αν θέλει να γίνει καλά, ενώ στην Αποστολική ο Απόστολος Πέτρος θεραπεύει τον Αινέα λέγοντάς του «Ιάται σε Ἱησούς ὁ Χριστός».
Όμως, πέρα από τη σωματική παραλυσία, υπάρχει και η πνευματική που δυστυχώς δύσκολα συνειδητοποιούμε ότι πάσχουμε. Παραλύουμε κάποιες στιγμές από τη δύναμη που έχουμε επιτρέψει να ασκεί επάνω μας το κακό. Κολλάμε στον τρόπο που βλέπουμε τον κόσμο, τη ζωή, τις προτεραιότητές μας, ότι ο νους μας είναι φορτωμένος από τις βιοτικές μέριμνες, με αποτέλεσμα να μη μένει ούτε χώρος ούτε χρόνος για τον Θεό; Ζητούμε από τους άλλους να μας αγαπήσουν και να μας σταθούν και η δική μας καρδιά παραλύει στο να δεχθεί τους άλλους. Όπως παραλύει και στο να δεχθεί το Θεό. Δικαιούμαστε, περιμένουμε, θέλουμε από Εκείνον την υγεία, τα αγαθά, την επιτυχία, τη ζωή, αλλά δεν είμαστε έτοιμοι να Τον αγαπήσουμε, να Τον αφήσουμε να μας αγιάσει, να είναι Εκείνος το νόημα και η χαρά μας;
Κλεινόμαστε στον εαυτό μας διότι έχουμε παρασυρθεί από το πνεύμα και τον τρόπο της εποχής μας που λέει πως πρωτίστως πρέπει να έχουμε. Να ικανοποιούμε τον εαυτό μας και το εγώ μας και να περιμένουμε από τους άλλους μόνο να πάρουμε. Αυτός που έχει μάθει μόνο να θέλει, να έχει, να διεκδικεί για τον εαυτό του, δεν μπορεί να ανοιχτεί, να στερηθεί, να βρει χρόνο για τους άλλους, να υποχωρήσει, να συγχωρήσει, να ανεχτεί. Κι αυτός δεν μπορεί να αφήσει χώρο στην καρδιά του για τον Χριστό, διότι το εγώ του κυριαρχεί και τα πάθη του τον κατατρώγουν. Σταδιακά παραλύει ή σκληραίνει τόσο που να μην του κάνει τίποτε εντύπωση, να μην αγαπά τίποτε και κανέναν ή να αγαπά όσους τον εξυπηρετούν, όσους μπορεί να χρησιμοποιήσει.
«Ιάται σε Ιησούς ο Χριστός». Γιάτρεψε τον Αινέα από την παραλυσία, την μοναξιά, την απελπισία, την παραίτηση. Γιατρεύει κι εμάς ο Χριστός, εφόσον πιστεύουμε σ’ Αυτόν, από την παραλυσία της αμαρτίας, από την μοναξιά του να μη βγαίνουμε από τον εαυτό μας, από την απελπισία να ζούμε μία ζωή χωρίς διέξοδο. Γιατρεύει κι εμάς ο Χριστός από την απιστία. Από την παράδοσή μας στους ρυθμούς μιας ζωής χωρίς αληθινή γιορτή, χωρίς δημιουργική έκφραση από την δική μας πλευρά, χωρίς αίσθηση ότι προηγείται η αγάπη και ότι όλα τα άλλα, χρήμα, καριέρα, ικανοποίηση επιθυμιών, αν έχουν σχέση με την αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο, έχουν νόημα, αν δεν έχουν, δεν μας εξασφαλίζουν ανόρθωση. Γιατρεύει κι εμάς ο Χριστός από τον φόβο του θανάτου, το αίσθημα της ματαιότητας, που μας κάνει να αναζητούμε χαρά στις προτάσεις του κόσμου, που είναι όμως μία επαναλαμβανόμενη παγίδα εγκλεισμού μας σε έναν ψεύτικο χρόνο και τρόπο, ο οποίος δεν μπορεί να μας βγάλει από το σκοτάδι της ακοινωνησίας. «Ιάται σε Ιησούς ο Χριστός». Δίνει και σε μας φως και κοντά μας φωτίζονται και άλλοι. Κι αυτο δεν μπορεί να γίνει πράξη μακριά από την Εκκλησία, μακριά από την ένταξη στο σώμα του Χριστού, από το μοίρασμα της χαράς μας με άλλους, από την αίσθηση ότι μπορούμε από κοινού να αναστηθούμε και ότι ο ένας μπορεί να μοιραστεί την αλήθεια με τον άλλο. Με κάθε τρόπο και κάθε μέσο, πρωτίστως όμως με την προσευχή και την μετοχή στο κοινό ποτήριο και στα μυστήρια. «Ιάται σε Ιησούς ο Χριστός». Όχι εγώ τον εαυτό μου ή εγώ τους άλλους ή οι άλλοι εμένα ή οι άλλοι τον εαυτό τους, αλλά ο Χριστός όλους μας. Συνοδοιπόροι στην οδό όπου το Πρόσωπο είναι το τέλος και την ίδια στιγμή Αυτός που μας βοηθά να φτάσουμε στο τέλος. «Ιάται σε Ιησούς ο Χριστός». Και την ίδια στιγμή, όλοι, αρκεί να συνειδητοποιήσουμε την ασθένειά μας, όπως κι αν αυτή εκφράζεται, γιατρευόμαστε γιατί ξέρουμε ότι χαρά μας είναι η συνάντηση, η ελπίδα, η εργασία, με όποιον τρόπο, για τους άλλους.