Τι είναι ένας ναός για τον σύγχρονο άνθρωπο; Ένας χώρος όπου μπορεί να επιτελέσει από παράδοση τα θρησκευτικά του καθήκοντα; Ένας χώρος με τον οποίο τον συνδέουν οι αναμνήσεις των εορτών της παιδικής του ηλικίας; Εκεί όπου στόλισε τον επιτάφιο, όπου άναψε το κερί και συνόδευσε το Χριστό στο ξόδι Του, μέσα στα αρώματα των ανοιξιάτικων λουλουδιών, στην αίσθηση ότι το μυστήριο του θανάτου δεν μπορεί να καταπιεί το Θεό αλλά ούτε και τον άνθρωπο; Ο χώρος που άκουσε το Χριστός Ανέστη και ένιωσε ότι «γλυκιά η ζωή»; Ο χώρος που τον συνδέει με το οικογενειακό παρελθόν, τους τάφους των παππούδων, των συγγενών, των γονιών του, όπου μπορεί να βρει στις πλάκες γραμμένο το επίθετο της οικογένειάς του και που στο βάθος της ψυχής του ξέρει καλά ότι περιμένει και τον ίδιο; Ο χώρος όπου είδε συγγενείς και οικείους, ίσως και τον εαυτό του, να ξεκινά επίσημα τη ζωή της αγάπης και της συνύπαρξης με έναν άλλο άνθρωπο; Όπου ένιωσε τα παιδικά κλάματα της βάπτισης και μοιράστηκε τη χαρά «ότι άνθρωπος ήρθε στον κόσμο»; Ή μήπως ένα μουσείο του παρελθόντος, όπου μπορεί να δει εικόνες, κειμήλια, στοιχεία του παρελθόντος, ιστορία και συλλογικές μνήμες; Όπου μπορεί να συνενώσει το προσωπικό με το συλλογικό και το κοινοτικό, να βρει το σημείο-κλειδί αυτού που ονομάζουμε πατρίδα, μικρή και μεγάλη;
Ένας ναός είναι όλα αυτά και κάτι ακόμη. Είναι εκείνος ο μοναδικός χώρος στον οποίο ο άνθρωπος νιώθει ότι η ζωή δεν σταματά στον παρόντα χρόνο και κόσμο, αλλά διαθέτει και μια άλλη υπόσταση που υπερβαίνει τα δεδομένα της πραγματικότητας και η οποία χρήζει σεβασμού, ακόμη κι αν η πίστη απουσιάζει ή είναι ελλιπής. Γιατί, ακόμη κι αν κάποιος δεν πιστεύει, ξέρει καλά ότι υπάρχουν άλλοι που πιστεύουν, οι άνθρωποι που πιθανόν να κατοικούν στη διπλανή του πόρτα ή οι γονείς και οι παππούδες του ή οι δάσκαλοί του. Ή κι εκείνοι ίσως που συναντά κάθε καλοκαίρι, όταν έρχεται στο χωριό του για λίγες ημέρες, για να ξεκουραστεί, για να ξανα-ανταμώσει και να ξανα-ανταμωθεί, διασώζοντας πρόσωπα, μνήμες, αγάπη, φιλίες. Εκεί όπου θα ψάλει το καλοκαίρι το «Ἀπόστολοι ἐκ περάτων» και «τήν «ὑψηλοτέραν τῶν οὐρανῶν», θα φιλοσοφήσει με το «Ἐν τῇ γεννήσει τήν Παρθενίαν ἐφύλαξας, ἐν τῇ κοιμήσει τόν κόσμον οὐ κατέλιπες Θεοτόκε», θα ρεμβάσει αναπολώντας το «μετέστης πρός τήν ζωήν Μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωῆς» και μέσα του θα αφήσει τον αναστεναγμό της κρυφής ανακούφισης γνωρίζοντας ότι «ταῖς πρεσβείαις αυτῆς λυτρούται ἐκ θανάτου» και η δική του ψυχή.
Ο ναός της ενορίας, ο ναός της κοινότητας, αποτελεί λοιπόν σημείο αναφοράς, σημείο ζωής και μνήμης, το τελευταίο ίσως σε έναν κόσμο που εκσυγχρονίζεται, λειτουργεί με μοντέρνα γλώσσα παραδομένος στις εικόνες της τηλεόρασης και του υπολογιστή, ακούει σύγχρονους ήχους, σπουδάζει τις επιστήμες και θεωρεί ότι έχει ανακαλύψει τους μηχανισμούς που ερμηνεύουν το πώς και το γιατί υπάρχει η ζωή και τι την κάνει πιο εύκολη. Μέσα σε έναν τέτοιο κόσμο ο χριστιανικός ναός θα παραμένει εικόνα ενός παρελθόντος, το οποίο όμως είναι φορτισμένο με αξίες που καμία πρόοδος δεν θα μπορέσει να τις καταστήσει περιττές και μη αναγκαίες.
Γιατί δεν είναι μόνο η αρχιτεκτονική του χώρου που θυμίζει την αρχοντιά της ψυχής. Είναι και οι εικόνες με τα χρώματά τους, που μας δείχνουν ότι έχουμε παράκληση στον ουρανό και ότι η ανθρώπινη φύση μας δεν είναι προορισμένη μόνο για την παρούσα ζωή, αλλά καλούμαστε να αναζητούμε την μέλλουσα πόλη μας, με αρχηγούς της αναζήτησής μας τους αγίους, ανθρώπους σαν κι εμάς, οι οποίοι κατάγονταν άλλοι από ταπεινά χωριά και άλλοι από τις μεγάλες πρωτεύουσες, άλλοι ήταν χωρικοί, άλλοι μορφωμένοι και στρατιωτικοί, άλλοι ποιμένες προβάτων και άλλοι ηγέτες ανθρώπων, όλοι τους όμως είχαν την πίστη στο Χριστό και την μέλλουσαν πόλιν ως προορισμό της ζωής τους. Και πάλεψαν, αντιστάθηκαν στο κακό με τις ποικίλες μορφές, είτε αυτές ονομάζονται είδωλα, είτε πάθη, είτε εξουσίες του κοσμοκράτορος του αιώνος τούτου. Μπορεί να νικήθηκαν από το θάνατο με όλες του τις μορφές, μαρτύριο, μίσος, κακία, εξουσία, αλλά τελικά τον νίκησαν με τη βοήθεια της πίστης στον Αναστημένο Χριστό. Και χαράσσουν για όλους εμάς έναν δρόμο μοναδικό, στον οποίο, θέλοντας και μη, θα πρέπει να δώσουμε εντός της ύπαρξής μας μία απάντηση σε μια καίρια και καθοριστικής σημασίας ερώτηση: μπορούμε να ζήσουμε χωρίς πίστη; Μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η σχέση μας με το Θεό αφορούσε μόνο στο ιστορικό παρελθόν και ότι μπορούμε να είμαστε ευτυχισμένοι έχοντας αποκτήσει νόημα στη ζωή μας, χωρίς αυτή τη σχέση; Χωρίς την προτεραιότητα της αγάπης; Χωρίς την πάλη για ελευθερία όχι μόνο από το φυσικό κακό, από τους κάθε λογής δυνάστες, αλλά κυρίως από τα πάθη και τον εγωιστή εαυτό μας; Οι εικόνες των αγίων αυτό το ερώτημα μας θέτουν.
Δεν μένουμε όμως μόνο σ’ αυτά τα σημεία ζωής. Ένας ναός αποτυπώνει και μία αισθητική για τη ζωή μας. Μας δείχνει ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να υπάρξει, αν δεν παράγει πολιτισμό. Και ο πολιτισμός δεν έγκειται μόνο στην κατανάλωση του παρελθόντος, στην αντιγραφή. Πολιτισμός σημαίνει συντήρηση του παρελθόντος, της ταυτότητάς μας, αλλά και δημιουργία. Γιατί δεν θα παραδώσουμε μόνο ό,τι κληρονομήσαμε από τους παλαιότερους. Χρειάζεται να προσθέσουμε και δικά μας. Κι αυτά δεν αρκούν, αν είναι μόνο τα σπίτια, τα αγαθά ή ο μοντέρνος κόσμος στον οποίο ζούμε. Είναι και οι αξίες της ψυχής μας. Και ένας ναός αποτυπώνει την ψυχή αυτών που τον έχτισαν. Κυρίως όμως αποτυπώνει την ψυχή αυτών που τον έζησαν. Και το ναό τον ζούμε κυρίως στη θεία λειτουργία. Εκεί όπου ο καθένας μας καλείται να απαντήσει πόση ειρήνη, πόση αγάπη, πόση χαρά, πόση ταπείνωση έχει στην ψυχή του, πόσο μπορεί να συγχωρήσει, να συνεβρεθεί μ’ αυτούς που τον έχουν λυπήσει, αλλά και πόσο μπορεί να εγγίσει το Θεό. Τον ναό τον ζούμε επίσης μέσα από την εκκλησιαστική μουσική παράδοση, η οποία δεν είναι απλώς ένα ακρόαμα αλλά μία πρόκληση συλλειτουργίας και συμψαλμωδίας. Γιατί το «Κύριε ελέησον», το «Παράσχου Κύριε», το «Είδομεν το φως το αληθινόν», το «Πιστεύω», το «Πάτερ ημών», κρύβουν μέσα τους θησαυρό πολυτίμητο. Κρύβουν μία στάση ζωής που αναμορφώνει την ψυχή, της δίνει ελπίδα και νόημα. Τη βοηθά να ξαναδεί αυτό που ονομάζουμε σχέση με το συνάνθρωπο και τον κόσμο με έναν διαφορετικό τρόπο. Γιατί πολιτισμός δεν είναι μόνο το να κάνεις ζωγραφιές ή να γράφεις μουσική ή να χορεύεις ή να χτίζεις κτήρια ή να παράγεις μέσα που διευκολύνουν και ομορφαίνουν τη ζωή των άλλων. Ο βαθύτερος πολιτισμός έχει να κάνει μ’ αυτό που ονομάζουμε ανθρώπινες σχέσεις. Τι είναι για σένα ο άλλος, ο όποιος άλλος, και κυρίως αυτός που σε εχθρεύεται. Αυτός που σε μισεί και σε αδικεί. Τι είναι για σένα αυτός που δεν μπορεί να σε καταλάβει. Πόσο μπορείς να του ανοίξεις την ψυχή και την καρδιά σου. Ποιο είναι το νόημα της δικαιοσύνης για σένα. Την ίδια όμως στιγμή, πολιτισμός είναι και πώς οι άλλοι βλέπουν και ζούνε όλα αυτά. Ο ναός μάς θέτει ενώπιον των ευθυνών μας και μας κάνει να αναρωτιόμαστε για τον πολιτισμό μας και για τον πολιτισμό του κόσμου.
Αυτά τα σημεία όμως ξαναφέρνουν στο προσκήνιο και τη μνήμη, την ιστορική και τη συλλογική. Γιατί, πριν από εμάς και όσοι προηγήθηκαν εδώ και αιώνες, μέσα στο ναό προσπάθησαν να βρουν τις δικές τους απαντήσεις. Είτε καταλάβαιναν το βάθος των εννοιών είτε έμεναν στην απλότητα της επιφάνειας, στο ναό δάκρυσαν για τα λάθη τους και μετανόησαν, στο ναό παρέμειναν σκληρόκαρδοι, στο ναό κοινώνησαν, κληρονόμησαν και κληροδότησαν. Σε μία εποχή όπου πρυτανεύουν αντιλήψεις που ζητούν να ξαναγραφεί η ιστορία με τέτοιο τρόπο που να μην θυμόμαστε τι μας στήριξε στο παρελθόν, αλλά μόνο τι μπορεί να μας βοηθήσει να προσαρμοστούμε σε ένα παρόν που δεν το έχουμε συνειδητά επιλέξει, ο ναός θα παραμένει σημείο μνήμης, που θα μας θυμίζει πώς κρατήσαμε την ταυτότητα και τη διαφορετικότητά μας μέχρι σήμερα. Τι κράτησε ελεύθερη την ψυχή των προγόνων μας. Τι τους βοήθησε να συνειδητοποιήσουν ότι δεν ήταν ίδιοι με τους κατακτητές και τους αλλόδοξους. Τι τους έκανε να νιώθουν ότι δεν είναι η πέτρα του μνήματος το τέλος της ζωής, αλλά να φεύγουν με την πίστη στην ανάσταση ως την τελική τους ελπίδα. Και μέσα από αυτή τη μνήμη να προβληματιζόμαστε, γιατί σήμερα βαδίζουμε προς μια ομοιομορφία με τον υπόλοιπο κόσμο, έχοντας επικεντρώσει το νόημα της ζωής στα χρήματα, στα αγαθά, στον καταναλωτισμό, στα πάθη.
Μαζί με το ναό είναι και το πρόσωπο του παπά, του ιερέα, είτε αυτός είναι ιερομόναχος είτε αυτός είναι έγγαμος. Στην Ελλάδα του 21ου αιώνα τα χωριά μας έχουν χάσει τον αστυνομικό, το δάσκαλο, τον πρόεδρο της κοινότητας. Τα πρόσωπα εκείνα που εξέφραζαν αυτό που ονομάζουμε θεσμούς και αποτύπωναν το κοινοτικό ήθος των Ελλήνων, την συμμετοχική δημοκρατία στην πράξη, τα καλά και συμφέροντα, αλλά και την ίδια στιγμή τους μικρούς εκείνους ηγέτες στους οποίους προσέβλεπε ο καθένας για να βοηθηθεί στα προβλήματά του, να μάθει ο ίδιος και τα παιδιά του, να προκόψει και να γίνει άνθρωπος, αλλά και να αισθάνεται ασφαλής, διαγράφηκαν από τη ζωή της υπαίθρου. Παραμένει ο παπάς, δεν ξέρουμε για πόσο, γιατί ήδη το κράτος πήρε την απόφαση να σταματήσει να ενισχύει τον κλήρο απαγορεύοντας τους διορισμούς ιερέων (δεν είναι μόνο ο κρατικός κορβανάς που έχει σημασία, αλλά τι κοινωνία θέλουμε, ας το σκεφτούμε αυτό). Μέχρις ότου όμως εκλείψει και ο τελευταίος ιερέας από τα χωριά μας, το πρόσωπό του θα διασώζει τη μνήμη, αλλά και θα δείχνει την πραγματική ζωή. Με τα ράσα του, με το χτύπημα της καμπάνας, με την παρουσία του στις χαρές και τις λύπες των ανθρώπων, ο ιερέας θα είναι αναπόσπαστα δεμένος με το ναό και θα αφήνει το ίχνος της παρουσίας του Θεού στις καρδιές όλων όσων τον συναντούν.
Τελικά αυτό είναι ο ναός. Το σπίτι όλων όσων πιστεύουν στο Θεό. Η μεγάλη οικογένεια, που τρώει γύρω από το πνευματικό τραπέζι της Θείας Ευχαριστίας, πανηγυρίζει στη χαρά και συλλυπείται στη λύπη των ενοριτών και που, συσπειρωμένη, κρατά τις γιορτές, τις μνήμες, τις παραδόσεις ως σημείο που δένει τα μέλη της. Σε μία εποχή αλλοτρίωσης, μοναξιάς, παράδοσης στο πνεύμα της παγκοσμιοποίησης αυτό ας είναι το μήνυμα που η Εκκλησία καταθέτει. Στην αγκαλιά της ενορίας χωρούν όλοι όσοι θέλουν να διαφυλάξουν την ταυτότητά τους, την ελευθερία τους, την ανθρωπιά τους, τον πατριωτισμό τους, αλλά και την ελπίδα στην ανάσταση και την αιωνιότητα. Κι αυτό τελικά είναι το χρέος όλων ημών των κληρικών και των ταγών της Εκκλησίας. Να εμπνεύσουμε κυρίως στους νεώτερους αυτό το ήθος, να βγούμε από μία αίσθηση αυτάρκειας που μας διακατέχει και να ξαναθέσουμε κάποια ή όλα τα ερωτήματα που διατυπώσαμε. Με αφετηρία και σημείο αναφοράς μας το ναό. Την πίστη και την αφιέρωσή μας στο έργο μας. (π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός)
Λίγα λόγια για το θέμα του μήνα.
Φέτος, με τη Χάρη του Θεού συμπληρώνονται πολλές επέτειοι για τον Ναό μας και για την ενορία μας. Πρώτον, συμπληρώνονται 140 χρόνια από την ανοικοδόμηση του Ναού του Αγίου Μοδέστου το 1876. Ακόμη, συμπληρώνονται 105 χρόνια από τη σύσταση της ενορίας των Μελισσατίκων το 1911 (Απόφαση «Περί Ορισμού των ενοριών των χωρίων του Δήμου Μακρινίτσης» του Βασιλέως των Ελλήνων Γεωργίου Α΄, 20 Δεκεμβρίου 1911, δημοσιευθείσα στο Φ.Ε.Κ. 4Α΄/5.1.1912), 15 χρόνια από την πυρκαγιά που προξένησε ζημιές στο εσωτερικό του ναού το 2001 και, τέλος, το παρόν φυλλαδιάκι φτάνει στο 100ο τεύχος.
Μέσα στις πολλές δυσκολίες της εποχής μας, οι οικονομικής φύσεως είναι ίσως αυτές που μας αγχώνουν και μας στενοχωρούν περισσότερο. Αν και γνωρίζω την οικονομική στενότητα που βιώνουν πολλές οικογένειες και υποθέτω και για κάποιες άλλες, θα έλεγα ότι το σημαντικότερο πρόβλημα της εποχής μας είναι η προσπάθεια κατεδάφισης κάθε ιδανικού, κάθε πνευματικής αξίας, κάθε ελπίδας στο Αιώνιο. Αν όλα τα υπόλοιπα μπορούν να μας τα επιβάλουν παρά τη θέλησή μας, αυτά δεν μπορούν να μας τα επιβάλουν, αν εμείς δεν συγκατανεύσουμε. Ας αντισταθούμε λοιπόν, ας ενισχύσουμε τις πνευματικές μας άμυνες, ας κρατήσουμε τα βιώματα των προγόνων μας, ας στρέψουμε τα μάτια μας στον ουρανό, ας σηκώσουμε τα χέρια μας ικετευτικά προς τον Θεό, ας μετανοήσουμε για τα λάθη και τις αδυναμίες μας και ας ξαναζήσουμε την κοινότητα μέσα στην ενορία, μέσα στην Εκκλησία.
Καλή μεγάλη Τεσσαρακοστή!