Στο ευαγγέλιο που διαβάζουμε την Κυριακή των Προπατόρων του Κυρίου ο Χριστός μιλά για το μεγάλο Δείπνο. Για την πρόσκληση στους ανθρώπους να γευτούν τη χαρά της Βασιλείας του Θεού και να συμμετάσχουν στην τράπεζα της αγάπης, που έχει να κάνει με την κοινωνία του σώματος και του αίματος του Κυρίου μας και το φως της αιωνιότητας που ο Χριστός δίνει εν αφθονία σε όσους ανταποκρίνονται στο κάλεσμά Του. Όμως συχνά οι κεκλημένοι αρνούνται να προσέλθουν. Την ώρα της μετοχής ο καθένας σκέφτεται τα δικά του. Τα υλικά του αγαθά. Τις απολαύσεις της ζωής . Τις βιοτικές μέριμνες. Και ενώ το τραπέζι είναι μεγάλο και χωρά, οι καλεσμένοι φαίνονται μικροί τόσο ενώπιον της αγάπης του προσκαλέσαντος όσο και ενώπιον της ίδιας της Βασιλείας, ανίκανοι να χαρούν την αγάπη και την ευλογία του Θεού, να ανταποκριθούν στην τιμή που τους γίνεται. Και βλέπουμε τον οικοδεσπότη να καλεί όσους βρίσκονται περιφρονημένοι και περιθωριοποιημένοι από τους ανάξιους φίλους. Κι ενώ γίνεται και αυτό ο υπηρέτης αναφωνεί: «έτι τόπος εστί» (Λουκ. 14, 22). Υπάρχει ακόμη χώρος. Και τότε η πρόσκληση απευθύνεται και σ’ αυτούς που είναι ξένοι, που δεν έχουν ούτε τη σχέση του συν-ανήκειν με τον οικοδεσπότη. Κι αυτοί θα συμμετάσχουν τελικά στο μεγάλο δείπνο. Διότι η Βασιλεία θα δοθεί σε εκείνους που θα αισθανθούν ότι θέλουν να ενταχθούν στον χώρο και την αγάπη του Θεού, που είναι Αυτός ο οικοδεσπότης.
Έτι τόπος εστί. Η Εκκλησία δεν κλείνει ποτέ τις πόρτες της. Είναι ανοιχτή σε όλους, ακόμη και σ’ αυτούς που αισθάνονται αδύναμοι να προσεγγίσουν την χάρη του Θεού. Και ζητά από όσους είμαστε ενταγμένοι στη ζωή της να μην αισθανόμαστε αυτάρκεις. Ότι μας ανήκει αποκλειστικά η σωτηρία. Η αλήθεια. Η αυθεντικότητα. Επειδή τόπος εστί χωρούν και όλοι εκείνοι που είναι τραυματισμένοι από την αμαρτία και το κακό. Χωρούνε όμως και όλοι εκείνοι οι ακατήχητοι. Αυτοί που δεν γνωρίζουν την αλήθεια, αλλά θα συναντήσουν τους υπηρέτες του Θεού και ένα σκίρτημα καρδιάς θα τους καλέσει να ανταποκριθούν στην πρόσκληση. Χωρούνε όμως και εκείνοι που κινούνται από την ανάγκη, τη δίψα για ζωή και για υπέρβαση του θανάτου, τις μεταφυσικές ανησυχίες, τη δύναμη της λογικής που ζητά απαντήσεις και δεν τις βρίσκει στη σοφία του κόσμου. Ο Χριστός δεν ήρθε να καλέσει τους δικαίους, αλλά τους αμαρτωλούς σε μετάνοια. Γι’ αυτό και η Εκκλησία δέχεται τους ανθρώπους όπως είναι, για να τους αγιάσει δια της μετοχής στο δείπνο της Βασιλείας, από όπου θα φύγουν αλλαγμένοι, ανακαινισμένοι, έτοιμοι για μία νέα ζωή.
Έτι τόπος εστί. Στις καρδιές μας που ταλαιπωρούνται από τα πάθη, τις επιθυμίες, τη φιληδονία και την φιλαυτία, υπάρχει τόπος για τον Θεό. Δε θέλει πολύ Εκείνος. Λίγο να αφήσουμε χώρο και θα εισέλθει. Δεν επιτρέπει στην απελπισία να κυριαρχήσει επάνω μας, εάν εμείς αισθανόμαστε ότι έχουμε περιθώριο μετανοίας. Και το λίγο της καρδίας, φωτισμένο από την παρουσία Του, δίδει πληρότητα. Και το παράδοξο είναι ότι τότε η καρδιά ανοίγει. Όχι μόνο στον Θεό, αλλά και στον πλησίον. Δεν εγκλωβίζεται στην αποκλειστικότητα. Στην πλεονεξία. Αναγνωρίζει την ευεργεσία του Θεού και γίνεται ταπεινή. Και μέσα στην ταπείνωση χωρά τους πάντες. Μακροθυμεί και ευρυχωρεί. Και εκφράζεται δια της ελεημοσύνης και της ευσπλαχνίας, αλλά και δια της δοτικότητας, του μοιράσματος. Ανοίγεται στον άλλον. Και αφήνει το ίδιον θέλημα, προς χαράν του πλησίον. Ακόμη και αν εκείνος δεν είναι σε θέση να δει με αμοιβαιότητα τη σχέση μαζί μας, η ευρυχωρία της καρδιάς μας μάς κάνει να αντέχουμε.
Έτι τόπος εστί. Επιστέγασμα της κλήσης το ποτήριο της ζωής. Σ’ αυτό δεν υπάρχει όριο. Μας δίδεται δι’ αυτού άφεση αμαρτιών και αιώνια ζωή και την ίδια στιγμή η ευλογία της ενότητας με τους πάντες. Και όχι μόνο. Η ζωή της πίστης δε χορταίνεται. Πάντοτε μπορούμε να μάθουμε κι άλλο. Να βιώσουμε κι άλλο. Να αγιαστούμε κι άλλο. Ενώ ο Χριστός μας δίδεται πλήρης στην θεία Ευχαριστία, ποτέ δεν εξαντλείται η χάρις του. Μπορούμε να Τον ζήσουμε αλλιώτικα. Σε μεγαλύτερη ένταση. Κάθε φορά τον Ίδιο αλλά και με άλλα αποτελέσματα. Άλλοτε ως χαρά, ελπίδα και αγάπη. Άλλοτε ως μετάνοια και συναίσθηση της ευλογίας. Άλλοτε ως καινούργια αρχή στη ζωή μας. Άλλοτε ως ευγνωμοσύνη για το ότι γίνεται άνθρωπος για μας. Άλλοτε ως ευκαιρία να ξαναδούμε τα χαρίσματά μας ως ευκαιρία να τα μοιραστούμε. Γενικά ως έναν συνεχή επαναπροσδιορισμό της ζωής μας. Πάντοτε όμως ως τον Άρτο που δίνει νόημα ζωής και σωτηρίας.
Ο κόσμος λέει κι αυτός το «έτι τόπος εστί». Τόπος στην καρδιά μας για κατανάλωση. Για πάθη. Για παράπονα και μεμψιμοιρία. Για ηδονή. Αυτός ο κόσμος γίνεται και τόπος και χρόνος για τους αγρούς μας, για τα ζεύγη των βοών, για το «γυναίκα έγημα». Μετατρέπει τον τόπο για να πει στον Θεό «έχε με παρητημένον» (Λουκ. 14, 18). Κλείνει την καρδιά του στη πρόσκληση και μένει εκτός της Βασιλείας. Και έτσι γιορτάζει και τις μεγάλες εορτές της πίστης. Όχι ως ευκαιρία να ανοίξει τον τόπο της καρδιάς του για τον Ενανθρωπήσαντα Κύριο, αλλά για την ψευδαίσθηση της πρόσκαιρης χαράς. Ο καθένας μας λοιπόν ας δει την καρδιά του και ας κρίνει αν ήρθε η ώρα να πει το μεγάλο ΝΑΙ στην πρόσκληση του οικοδεσπότη Χριστού για μία νέα ζωή. Υπάρχει τόπος στην Εκκλησία. Το θέμα είναι αν θα μείνουμε θεατές του δείπνου, αδιάφοροι γι’ αυτό, ή θα ακολουθήσουμε εκείνους που αποδέχτηκαν την πρόσκληση και την αλήθεια. Και συμμετέχουν για πάντα στη χαρά της Βασιλείας.