Στη σημερινή Ευαγγελική περικοπή συναντάμε έναν πλούσιο ο οποίος είναι η εξαίρεση. Ζητά να κληρονομήσει την αιώνια ζωή. Έχει τηρήσει τις εντολές του μωσαϊκού νόμου. Έχει δηλαδή επιλέξει να τηρεί τον λόγο του Θεού, ώστε να μπορεί να διεκδικεί το δικαίωμα στην κοινωνία μαζί Του. Αναγνωρίζοντας την αυθεντία του Χριστού, ζητά από Αυτόν την αλήθεια για την πνευματική του κατάσταση. Πώς μπορεί να κληρονομήσει, να προσθέσει στα αγαθά του δηλαδή, την βασιλεία του Θεού. Η απάντηση που λαμβάνει από τον Χριστό θα τον λυπήσει. Ο Κύριος του ζητά να εγκαταλείψει όλα τα αγαθά του. Να τα πουλήσει και να δώσει τα χρήματα στους φτωχούς και να Τον ακολουθήσει. Ο λόγος του Χριστού κάνει τον πλούσιο να λυπηθεί. Ήταν τόσα πολλά όσα είχε, ώστε δεν μπορούσε να φανταστεί τη ζωή του χωρίς αυτά. Και ο Χριστός θα πει στους μαθητές Του, για να τα ακούσει και ο πλούσιος: «Πώς δυσκόλως οι τα χρήματα έχοντες εισελεύσονται εις την βασιλείαν του Θεού» (Λουκ. 18, 24). «Πόσο δύσκολα θα μπουν στη βασιλεία του Θεού αυτοί που έχουν τα χρήματα».
Για να μπορέσουμε και εμείς (που δεν είμαστε πλούσιοι), να ωφεληθούμε από τον πλούσιο, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι ο πλούσιος είναι εκφραστής του υλιστικού πνεύματος κάθε εποχής. Η συνάντησή του με τον Χριστό δείχνει τρία σημεία, τα οποία καθιστούν πολύ δύσκολη την είσοδο του υλιστή ανθρώπου στη βασιλεία του Θεού. Είναι η απουσία ορίων και η αίσθηση της παντοδυναμίας, η αδυναμία διάκρισης και αποδοχής της αλήθειας και η ελπίδα στον Θεό για το αδύνατο.
Ο υλιστής άνθρωπος αισθάνεται παντοδύναμος. Με γνώμονα τα χρήματα και τα αγαθά του δεν πιστεύει ότι κάτι τον απειλεί. Έτσι πορεύεται στη ζωή χωρίς να φοβάται για κάτι, εκτός από το να χάσει τα αγαθά του. Και γι’ αυτό η κύρια φροντίδα του είναι η διατήρηση και η αύξησή τους. Η ελεημοσύνη δεν είναι στις προτεραιότητές του. Δυσκολεύεται να κατανοήσει γιατί δεν τον αγαπούνε, αλλά και δεν τον νοιάζει από ένα σημείο και μετά. Τα αγαθά είναι η προτεραιότητά του. Ακόμη και την σκέψη του θανάτου την μεταφέρει στο απώτερο μέλλον. Η ζωή του όλη είναι στο σήμερα, γιατί έχει ό,τι θέλει.
Ο υλιστής άνθρωπος δυσκολεύεται να διακρίνει και να αποδεχτεί την αλήθεια για το νόημα της ζωής του. Ακόμη κι όταν ενδιαφέρεται για το τι ζητά ο Θεός από αυτόν, ακόμη κι όταν στην ψυχή του έχει κάποια αγωνία για το τι μέλλει γενέσθαι, κατεβάζει τον Θεό στα δικά του μέτρα. Θέλει από Εκείνον να του επιβεβαιώσει ότι η ζωή του είναι εντάξει. Και γι’ αυτό τηρεί τις εντολές της πίστης, συνήθως επιφανειακά. Δεν είναι όμως σε θέση να αποδεχτεί ότι πίστη σημαίνει ο Θεός να είναι η προτεραιότητα της ζωής και όχι τα αγαθά. Ότι το θέλημα του Θεού είναι πιο πάνω από τις δικές μας πεποιθήσεις. Είναι σκληρή η αλήθεια αυτή για τον υλιστή. Συνεπάγεται τον αναπροσανατολισμό της ζωής του. Την παραίτηση από την παντοδυναμία του και μάλιστα εκούσια. Την έξοδο από το εγώ. Το μοίρασμα των αγαθών. Και την ακολούθηση του Χριστού. Ο υλιστής όμως δεν μπορεί να δεχτεί αυτόν τον δρόμο. Και λυπάται.
Ο υλιστής άνθρωπος επειδή ελπίζει στον εαυτό του και στα αγαθά του, δεν μπορεί να ελπίσει στον Θεό. Γι’ αυτόν η ζωή είναι άσπρο-μαύρο. Ο Θεός όμως δίνει ευκαιρίες στον άνθρωπο μέχρι το τέλος της ζωής του και θα συνεχίσει να δίνει και στον υλιστή, για να καταστήσει το αδύνατο δυνατό. Ο υλιστής όμως δυσκολεύεται να ελπίσει. Προτιμά να συνεχίσει τη ζωή του όπως την έχει προσανατολίσει, αφήνοντας τον Θεό στην άκρη. Έτσι το περιθώριο της μετάνοιας σμικρύνεται. Παρόλα αυτά, τίποτε δεν μπορεί να προδικασθεί. Η αγάπη του Θεού είναι τόση, ώστε ο υλιστής θα έχει τις ευκαιρίες του. Μόνο που ο χρόνος κυλά εις βάρος του. Και η εξάρτηση από τα αγαθά, τον τρόπο του κόσμου, το εγώ του στερούν την ευκαιρία τόσο της αλλαγής όσο και της χαράς της νέας ζωής. Της στράτευσης στον δρόμο που ζητά ο Χριστός. Αυτόν της αγάπης, της διακήρυξης του λόγου που οδηγεί στη σωτηρία, του προσανατολισμού στην αιωνιότητα.
Αυτός είναι ο πολιτισμός μας σήμερα. Έχει μεταφέρει το αίσθημα της παντοδυναμίας όχι μόνο στους πλούσιους, αλλά και στον κάθε άνθρωπο που γοητεύεται από τα υλικά. Κάνει τον άνθρωπο να ξημεροβραδιάζεται στα καταστήματα για να αποκτήσει τα περιττά. Δεν του επιτρέπει να κατανοήσει την μεγάλη αλήθεια: ότι μόνο η αγάπη για τον Θεό και τον συνάνθρωπο νοηματοδοτεί τη ζωή μας και μας κάνει να νικούμε τον θάνατο. Ότι η ελπίδα μας έχει όνομα: είναι η σχέση μας με τον Θεό και η εμπιστοσύνη στο θέλημά Του. Και παρότι διαψευδόμαστε από τον υλισμό, επιμένουμε σ’ αυτόν. Για να μένουν τα υπαρξιακά «γιατί;» αναπάντητα.