Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2014

Ποιός είμαι;

Κατά την ώρα της προσευχής παρουσιάζονται οι δύο πρωταγωνιστές της ευαγγελικής περικοπής, και αναφέρονται και οι δύο στην εικόνα που έχουν για τον εαυτό τους. Μια εικόνα που μπορεί να είναι ή να μην είναι αληθινή. Οι περισσότεροι άνθρωποι ή φοβούνται ή παραθεωρούν ή κατασκευάζουν την αλήθεια για τον εαυτό τους.
Η αλήθεια για τον εαυτό μας, για τη ζωή, για τους στόχους μας, για τις σχέσεις μας χρειάζεται γενναιότητα για να μπορεί να διακριβωθεί, αλλά και να γίνει αντικείμενο προβληματισμού ή αφορμή για μετάνοια και αλλαγή. Συνήθως φοβόμαστε την αλήθεια που δεν μας είναι ευχάριστη. Το ότι έχουμε πάθη. Το ότι φέρουμε μερίδιο ευθύνης για ό,τι συμβαίνει τη ζωή μας. Για τις επιλογές μας. Για το ότι η ζωή μας έχει όρια και τέλος. Για το ότι ο χρόνος περνά και μας λείπουν καταστάσεις ή αγάπη ή νόημα σε ό,τι κάνουμε και ιδίως στις σχέσεις μας με τους άλλους. Όλα αυτά δεν είμαστε έτοιμοι και φοβόμαστε να τα αντικρίσουμε. Γιατί ή θα μας πνίξουν οι ενοχές μας ή θα χρειαστεί να πάρουμε αποφάσεις, να ζητήσουμε άφεση και από το Θεό και από τους ανθρώπους, να κάνουμε καινούριες αρχές στη ζωή μας. Και οι άνθρωποι έχουμε μάθει στη συνήθεια. Μας βολεύει. Δεν αισθανόμαστε ότι μπορούμε να αλλάξουμε.
Άλλοτε πάλι παραθεωρούμε την αλήθεια. Αφηνόμαστε στην καθημερινότητα. Συμπνιγόμαστε στις μέριμνες του βίου. Και έχουμε πολλές δυνατότητες να μην ακούσουμε και να μη δούμε τον εαυτό μας. Η εικονική μας πραγματικότητα. Οι υποχρεώσεις μας. Η αίσθηση ότι η ζωή μας είναι γεμάτη. Κυρίως η βεβαιότητα ότι έχουμε χρόνο, αλλά και η αίσθηση ότι η αλήθεια έχει να κάνει μόνο με τον παρόντα χρόνο και προσεγγίζεται μονάχα με ό,τι βλέπουμε, ό,τι ακούμε, ό,τι γευόμαστε, ό,τι απολαμβάνουμε και δεν χρειάζεται να ανησυχούμε για πράγματα που μπορεί να μην υπάρχουν, όπως ο Θεός, η αιωνιότητα, η κόλαση και ο παράδεισος.
Άλλοτε, όπως ο Φαρισαίος, κατασκευάζουμε την δική μας αλήθεια. Αναγορεύουμε τους εαυτούς μας σε αυθεντίες. Μετρούμε τα πάντα με βάση το πώς νομίζουμε ή πώς θα θέλαμε να είναι και θεωρούμε ότι έχουμε βρει την αλήθεια. Την δική μας όμως αλήθεια. Δεν μπορούμε να σκεφτούμε με άλλα κριτήρια, όπως αυτά του λόγου του Θεού και της εκκλησιαστικής ζωής. Ο Φαρισαίος νόμιζε ότι η αλήθεια του ήταν αποδεκτή από το Θεό και τους ανθρώπους. Πίστευε σ’ αυτήν. Δεν μπορούσε να διακρίνει ότι μέσα από την αλήθεια του είχε διαγράψει την ταπείνωση, την αγάπη για τους άλλους και την ευθύνη την οποία θα έπρεπε να έχει για εκείνους. Αυτοδικαιώθηκε. Λησμόνησε ότι ενώπιον του Θεού, εκ των πραγμάτων, δεν υπάρχει τέλειος και αναμάρτητος. Λησμόνησε ότι χωρίς το Θεό τίποτε δεν μπορεί να πετύχει κανείς αυθεντικά.
Στην προβληματική μας στάση έναντι της αλήθειας συμβάλλει αποφασιστικά η λογική της σύγκρισης. Μας παρηγορεί το γεγονός ότι δεν είμαστε όπως οι άλλοι άνθρωποι. Ο καθένας μας χρησιμοποιεί στον εαυτό του ως άλλοθι το γεγονός ότι σε σχέση με τους άλλους είμαστε καλύτεροι ή δεν είμαστε τόσο άσχημα. Διαφέρουμε. Και μπορεί να είναι αλήθεια. Και τολμούμε να πούμε ότι ο Θεός δεν θα μας λησμονήσει. Θα αναγνωρίσει τον κόπο μας και ότι θα μας ανταμείψει. Γι’ αυτό και δυσκολευόμαστε, για παράδειγμα, να κατανοήσουμε γιατί υφιστάμεθα δοκιμασίες στη ζωή μας, ενώ ενώπιον του Θεού είμαστε εντάξει. Και μπορεί κι αυτό να είναι αλήθεια. Μέσα όμως από τη σύγκριση λησμονούμε ότι ο Θεός δεν μας κρίνει με βάση τι είναι οι άλλοι, αλλά με βάση ποιοι είμαστε εμείς. Με βάση όχι την έλλειψη της κακίας, που είναι κι αυτή αμφίβολη, αλλά με βάση το πόσο προχωρήσαμε στο αληθινό νόημα της πνευματικής ζωής που είναι η ταπείνωση, η αγάπη και η εκζήτηση του ελέους και της ευσπλαχνίας του Θεού, όπως επίσης και της άφεσης που ζητούμε από Εκείνον και από όσους δυσκολέψαμε στη ζωή μας.
Ο τελώνης και η αλήθεια του αποτελούν ένα παράδειγμα που μας καλεί να ξαναδούμε τη ζωή μας. Την αλήθεια. Να μην εγκλωβιστούμε στην αλήθεια μας, αλλά να κρίνουμε τους εαυτούς μας με βάση αυτό που θέλει ο Θεός.