Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2014

ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ 12η 1 – 2.2.2014
Ο Παύλος και ο Σίλας στους Φιλίππους
Ο Παύλος και ο Σίλας μετά από την επίσκεψή τους στη Τρωάδα πήγαν στους Φιλίππους της Μακεδονίας, την σπουδαιότερη τότε πόλη της περιοχής, που ήταν και αποικία των Ρωμαίων. Σήμερα οι Φίλιπποι είναι η Καβάλα. Εκεί παρέμειναν μερικές μέρες και όταν ήρθε το Σάββατο, βγήκανε έξω από την πόλη, στο ποτάμι, όπου σκέφτηκαν ότι θα ήταν τόπος προσευχής των Ιουδαίων. Εκεί κάθισαν και μιλούσαν στις γυναίκες που είχαν συγκεντρωθεί. Μια γυναίκα από τα Θυάτειρα που λεγόταν Λυδία, έμπορος πορφυρών υφασμάτων, προσήλυτη, άκουγε και ο Κύριος άνοιξε την καρδιά της ώστε να δίνει προσοχή σ' αυτά που έλεγε ο Παύλος. Όταν βαφτίστηκε αυτή και όλη η οικογένειά της, παρακάλεσε τους αποστόλους: «Αν με κρίνετε πιστή στον Κύριο, ελάτε να μείνετε σπίτι μου» και το ζήτησε με πολύ επιμονή.
Μια μέρα, καθώς ο Παύλος με το Σίλα πήγαιναν στον τόπο της προσευχής, συνάντησαν μια δούλη που είχε μαντικό πνεύμα και με τις μαντείες της έφερνε πολλά χρήματα στους κυρίους της. Αυτή ακολουθούσε τον Παύλο και το Σίλα και φώναζε: «Αυτοί οι άνθρωποι είναι δούλοι του ύψιστου Θεού, που σας κηρύττουν την οδό της σωτηρίας!». Αυτό το έκανε πολλές μέρες. Ο Παύλος αγανάκτησε, γύρισε πίσω στο πνεύμα και είπε: «Σε διατάζω στο όνομα του Ιησού Χριστού να βγεις έξω απ' αυτήν». Την ίδια στιγμή το πνεύμα βγήκε. Όταν κατάλαβαν τα αφεντικά τη γυναίκας ότι μαζί με το πνεύμα χάθηκαν και οι ευκαιρίες να κερδίζουν χρήματα απ' αυτήν, έπιασαν τον Παύλο και το Σίλα και τους έσυραν στην αγορά για να τους παρουσιάσουν στις αρχές. Τους οδήγησαν μπροστά στους ανώτατους άρχοντες της πόλης και είπαν: «Αυτοί οι άνθρωποι είναι Ιουδαίοι και προκαλούν ταραχές στην πόλη. Θέλουν να μας φέρουν έθιμα, που δεν επιτρέπεται σε μας που είμαστε Ρωμαίοι να τα δεχτούμε ή να τα τηρούμε». Εναντίον τους ξεσηκώθηκε τότε και ο λαός. Οι άρχοντες τους έσκισαν τα ρούχα και έδωσαν διαταγή να τους ραβδίσουν. Αφού τους έδωσαν πολλά χτυπήματα, τους έβαλαν στη φυλακή κι έδωσαν εντολή στο δεσμοφύλακα να τους φυλάει ασφαλισμένους καλά. Αυτός τους έβαλε τότε στο πιο εσωτερικό κελί και για ασφάλεια έσφιξε τα πόδια τους στην ξυλοπέδη.
Γύρω στα μεσάνυχτα, ο Παύλος και ο Σίλας προσεύχονταν και έψελναν ύμνους στο Θεό. Οι φυλακισμένοι τους άκουγαν. Ξαφνικά έγινε σεισμός μεγάλος, τόσο που σαλεύτηκαν τα θεμέλια της φυλακής. Αμέσως άνοιξαν όλες οι πόρτες και τα δεσμά όλων των φυλακισμένων λύθηκαν. Ο δεσμοφύλακας ξύπνησε κι όταν είδε τις πόρτες της φυλακής ανοιχτές, έβγαλε το σπαθί του κι ήθελε να σκοτωθεί, επειδή νόμιζε πως οι φυλακισμένοι είχαν δραπετεύσει. Τότε ο Παύλος φώναξε δυνατά: «Μην κάνεις κανένα κακό στον εαυτό σου, γιατί όλοι είμαστε εδώ!». Ο δεσμοφύλακας ζήτησε να του φέρουν φώτα, πήδηξε μέσα στο κελί και τρομαγμένος έπεσε στα πόδια του Παύλου και του Σίλα. Υστερα τους έβγαλε έξω και τους ρώτησε: «Κύριοι, τι πρέπει να κάνω για να σωθώ:». Κι αυτοί του είπαν: «Πίστεψε στον Κύριο Ιησού Χριστό και θα σωθείς και εσύ και το σπίτι σου». Και κήρυξαν σ' αυτόν και σ' όσους ήταν στο σπίτι του το λόγο του Κυρίου.
Ο δεσμοφύλακας τους πήρε την ίδια ώρα μέσα στη νύχτα κι έπλυνε τις πληγές τους. Υστερα βαφτίστηκε αμέσως ο ίδιος και όλη η οικογένειά του. Κατόπιν τους ανέβασε στο σπίτι του και τους έστρωσε τραπέζι. Ήταν ευτυχής που κι αυτός και όλη η οικογένειά του είχαν βρει την πίστη στο Θεό.
Όταν ξημέρωσε, οι άρχοντες έστειλαν τους κλητήρες στο δεσμοφύλακα και του είπαν: «Απόλυσε τους ανθρώπους εκείνους». Ο δεσμοφύλακας μετέφερε τα λόγια αυτά στον Παύλο, λέγοντας: «Οι άρχοντες έστειλαν εντολή ν' απολυθείτε. Τώρα λοιπόν βγείτε και πηγαίνετε στο καλό». Ο Παύλος όμως είπε στους κλητήρες: «Μας έδειραν δημοσίως χωρίς να μας δικάσουν, αν και είμαστε Ρωμαίοι πολίτες, και μας έκλεισαν στη φυλακή. Και τώρα μας διώχνουν στα κρυφά; Όχι βέβαια! Να έρθουν να μας βγάλουν αυτοί οι ίδιοι». Οι κλητήρες μετέφεραν στους άρχοντες τα λόγια αυτά. Εκείνοι όταν άκουσαν ότι είναι Ρωμαίοι, φοβήθηκαν. Ήρθαν και τους ζήτησαν συγνώμη, τους έβγαλαν έξω και τους παρακάλεσαν να φύγουν από την πόλη. Αυτοί, βγήκαν από τη φυλακή και πήγαν στο σπίτι της Λυδίας. Εκεί είδαν τους χριστιανούς, τους ενθάρρυναν και αναχώρησαν.
(Πράξ. 16, 12-40)
Ερμηνευτικά σχόλια:

Προσήλυτη: ήταν ειδωλολάτρισσα και πίστεψε αρχικά στο Θεό των Ιουδαίων, δηλαδή στο Θεό της Παλαιάς Διαθήκης.
Παύλος και Σίλας: ο Παύλος και ο Σίλας βρίσκονται σε μια περιοδεία, ένα ταξίδι δηλαδή σε πολλά μέρη με σκοπό να μιλήσουν στους ανθρώπους για το Χριστό, την εκκλησία Του και να βαφτίσουν χριστιανούς όσους το επιθυμούν. Μιλάνε λοιπόν στον κόσμο για το Χριστό ξέροντας πως άλλοι θα τους ακούσουν πρόθυμα και με αγάπη ενώ άλλοι θα τους αρνηθούν και θα τους πολεμήσουν ακόμη. Αυτό είναι η ιεραποστολή που ζητά η εκκλησία μας, να μην κρατήσουμε ό, τι ξέρουμε και ό, τι ζούμε μόνο για τον εαυτό μας, αλλά να το μοιραστούμε με τους άλλους, ακόμα και αν αυτοί δε μας πιστέψουν.
«Αυτοί οι άνθρωποι είναι δούλοι του ύψιστου και μας κηρύττουν την οδό της σωτηρίας»: θα αναρωτιόταν κανείς αν υπάρχει κάποιο ψέμα, κάτι κακό στα λόγια αυτής της γυναίκας. Αυτή η γυναίκα πράγματι λέει κάτι που είναι αληθινό, όμως πίσω απ' αυτό κρύβεται κάποιος κακός σκοπός. Οι άνθρωποι που θα πίστευαν τον Παύλο και το Σίλα, θα αναγνώριζαν πως αυτή η γυναίκα έχει προφητικές ικανότητες και μιλάει σωστά. Έτσι, μετά την αποχώρηση του Παύλου, θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί την εμπιστοσύνη των ανθρώπων γι' αυτήν και να συκοφαντήσει όχι μόνο τους αποστόλους, αλλά και τον ίδιο το Χριστό. Αυτός ήταν ο σκοπός του δαιμονικού πνεύματος μέσα της.
Ο Παύλος και ο Σίλας προσεύχονταν και έψελναν ύμνους στο Θεό: βλέπουμε ότι οι απόστολοι δεν ξεχνάνε να προσευχηθούν στο Θεό. Ό, τι κάνουν δεν το καταφέρνουν μόνοι τους, αλλά είναι έργο του Θεού. Προσεύχονται, γιατί αγαπάνε το Θεό και ξέρουν ότι έχουν ανάγκη τη βοήθειά του. Αυτό τους προστατεύει από την υπερηφάνεια και αυτό θέλει ο Θεός και από μας. Να μην ξεχνάμε να προσευχόμαστε σ' Αυτόν, να Του μιλάμε όχι μόνο ατομικά, αλλά και συλλογικά μέσα στην εκκλησία και έχουμε πολλές ευκαιρίες μέσα από τις ακολουθίες.
«Μην κάνεις κανένα κακό στον εαυτό σου, γιατί όλοι είμαστε εδώ»: ο Παύλος και ο Σίλας δε γνωρίζουν στους ανθρώπους το Χριστό μόνο μέσα από τα λόγια, αλλά κυρίως μέσα από την αγάπη. Ο Θεός είναι αγάπη και αυτήν ζητάει και από μας. Οι χριστιανοί είναι άνθρωποι που αγαπούν πάνω απ' όλα το Θεό και μαζί όλο τον κόσμο. Και η αγάπη δεν είναι μόνο στα λόγια αλλά φαίνεται από το πόσο θέλουμε οι άνθρωποι να γνωρίσουν το Χριστό και να χαρούν μαζί μας. Βλέπουμε λοιπόν στην ιστορία μας πως οι απόστολοι δεν εγκαταλείπουν το δεσμοφύλακα για να σωθούν οι ίδιοι, αλλά θέλουν πρώτα να σωθεί αυτός. Έτσι γίνεται και ο άνθρωπος αυτός γίνεται χριστιανός γνωρίζοντας πρώτα απ' όλα την αγάπη. Την αγάπη είναι που ζητάει ο Χριστός και από μας. Με τους τρόπους αυτούς, το να μιλάμε και στους άλλους για το Χριστό, να συμμετέχουμε στη ζωή της Εκκλησίας με προσευχή και πίστη και με την αγάπη κάνουμε το βάπτισμά μας ενεργό και δεν είμαστε χριστιανοί για να είμαστε, αλλά ζούμε αληθινά την πίστη μας.
Ερωτήσεις:
1. Τι θέλουν να κάνουν ο Παύλος και ο Σίλας μέσα από την περιοδεία τους και πως το εφαρμόζουν;
2. Γιατί ο Παύλος ενοχλείται από τα λόγια της δούλης;
3. Γιατί προσεύχονται στη φυλακή οι απόστολοι;
4. Από ποια σημεία φαίνεται η αγάπη των αποστόλων στην ιστορία;
5. Πώς μπορούμε εμείς σήμερα να μοιάσουμε στον Παύλο και το Σίλα;
Συμπέρασμα
Η Εκκλησία ζητά από μας να ανανεώνουμε το βάπτισμά μας με τη συμμετοχή στην πνευματική της ζωή (ιεραποστολή, λατρεία, αγάπη).