Ο Χριστός ζητά από τον άνθρωπο να μη μένει προσκολλημένος στους εγγύς, στην οριζόντια διάσταση της ζωής, αλλά να κοιτάξει στον ουρανό και ταυτόχρονα να δει τον πανταχού Παρόντα Θεό και να Τον αναγνωρίσει ως τον κατ’ εξοχήν οικείο του. Να κατανοήσει ότι η ζωή είναι δώρο του Θεού. Ότι η ταυτότητα του ανθρώπου, για να είναι πλήρης και αυθεντική χρειάζεται τον Θεό, διότι μόνο Αυτός δίνει αιωνιότητα, δηλαδή δεν αφήνει τον άνθρωπο να χαθεί μετά τον θάνατο. Ότι ο Θεός αγαπά τόσο τον άνθρωπο, ώστε έγινε γι’ αυτόν άνθρωπος.
Χωρίς την αγάπη προς τον Χριστό ως προτεραιότητα, η φυσική συγγένεια διασώζει έντονα τα στοιχεία της κτητικότητας, του εγωισμού, της αίσθησης της ανταπόδοσης, του παράπονου, της υπερηφάνειας, αλλά και της ματαιότητας. Γιατί η φυσική συγγένεια είναι για τον παρόντα κόσμο και χρόνο. Χρειάζεται, αλλά δεν αρκεί. Δεν την καταργεί η Εκκλησία, αλλά υποδεικνύει την σχετικότητά της. Η σχέση με τον Χριστό ανοίγει την οδό της αιωνιότητας. Και αυτή η οδός βιώνεται στην Εκκλησία από τους ανθρώπους που θέλουν να ακολουθήσουν τον Χριστό, να γίνουν Άγιοι δηλαδή εν Αγίω Πνεύματι. Διότι δεν είναι εφικτή αυτή η σχέση αν ο άνθρωπος δεν αφεθεί στην χάρη του Πνεύματος. Αυτό ανοίγει τις αισθήσεις πνευματικά. Αυτό κάνει την καρδιά έτοιμη να ακολουθήσει τον Χριστό, αίροντας κάθε σταυρό. Αυτό βοηθά όποιον αγωνίζεται να μην νικιέται από τα πάθη. Αυτό οδηγεί στην υπέρβαση ακόμη και της ανάγκης για ζωή, στην μαρτυρία και το μαρτύριο. Αυτό βιώσανε οι Άγιοι της Εκκλησίας μας και η παρουσία τους στην ζωή μας είναι απόδειξη ότι βάζοντας τον Χριστό ως προτεραιότητα ανοιγόμαστε στην Αλήθεια που νικά κάθε χρόνο, κάθε συγγένεια, κάθε πρόσκαιρο.