Σάββατο 1 Αυγούστου 2015

«ὁ Θεός ἡμᾶς τοῦς Ἀποστόλους ἐσχάτους ἀπέδειξεν, ὡς ἐπιθανατίους»

«ὁ Θεός ἡμᾶς τοῦς Ἀποστόλους ἐσχάτους ἀπέδειξεν, ὡς ἐπιθανατίους»
Στην πολύ δύσκολη περίοδο των πρώτων χριστιανικών χρόνων, ο Απόστολος Παύλος περιγράφει στους Κορινθίους τις δυσκολίες που συναντούν στο έργο της διαδόσεως του Ευαγγελίου, και επισημαίνει ότι οι Απόστολοι είναι αυτοί που βρίσκονται στην ελεεινότερη θέση, σα να είναι καταδικασμένοι να πεθάνουν στην αρένα. Γίνονται θέαμα για τον κόσμο και για τους αγγέλους και για τους ανθρώπους. Παρουσιάζονται ως μωροί για το Χριστό, είναι αδύναμοι και περιφρονημένοι, πεινούν, διψούν, γυρνούν με κουρέλια, δεν έχουν μόνιμη κατοικία, τους χτυπούν οι άνθρωποι, εργάζονται για να επιζήσουν και έχουν καταντήσει σαν τα σκουπίδια όλου του κόσμου και τα αποβράσματα της κοινωνίας, προσπαθώντας στους εμπαιγμούς να απαντούν με καλά λόγια, στους διωγμούς με υπομονή και στις συκοφαντίες με φιλικά λόγια. Και όλα αυτά για να στηρίξουν στην πίστη τα πνευματικά τους παιδιά.
Και σήμερα, στην εξίσου δύσκολη εποχή, με τον ίδιο τρόπο καλούμαστε να συμπεριφερόμαστε και μεις, όχι μόνο οι κληρικοί που καθοδηγούμε τους πιστούς, αλλά και κάθε πιστός χριστιανός, αφού γίνεται παράδειγμα για όλους τους άλλους και εφ΄ όσον πολλοί παρακολουθούν τον τρόπο της ζωής του για να δουν αν υπάρχει συμφωνία πίστεως και ζωής.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η φράση του Παύλου για τους αποστόλους: «ως επιθανατίους απέδειξεν ο Θεός» (Α’ Κορ. 4, 9). Κάθε στιγμή στη ζωή τους είναι στιγμή προγεύσεως του θανάτου. Είναι σα να βρίσκονται στην επιθανάτια κλίνη και περιμένουν τον τερματισμό της ζωής. Φαντάζει ιδιαίτερα τρομακτική μια τέτοια θεώρηση. Το σπουδαίο είναι ότι λέγεται από έναν άνθρωπο ο οποίος μέσα του είχε τόση ζωή και τόση δύναμη, ώστε να νικά τον θάνατο κάθε ώρα και κάθε στιγμή, να μην καταβάλλεται ούτε από θλίψη, ούτε από στενοχώρια, ούτε από διωγμό, ούτε από την απειλή του μαχαιριού, ούτε από την φυλακή, ούτε από την απόρριψη. Κι όμως ο λόγος του είναι ξεκάθαρος: αισθάνεται ως επιθανάτιος, παρόλη την δυναμική του.
Τι σημαίνει αυτό στην πράξη; Και πως θα πρέπει να το βιώνουμε και μεις;
Σημαίνει πρώτον ότι βλέπει κάθε στιγμή της ζωής του ως την τελευταία του ευκαιρία να ζήσει το νόημα της. Και το νόημα είναι η παρουσία του Χριστού σ’ όλη του την ύπαρξη και η μεταμόρφωσή του κατά Θεόν. Προσδοκά την συνάντηση με το Χριστό χωρίς τέλος. Και αυτή η προσδοκία του προσδίδει χαρά. Συνήθως οι άνθρωποι όταν νιώθουν το θάνατο να έρχεται, παραλύουν. Και μόνο στη σκέψη της εξόδου απ’ αυτόν τον κόσμο αναπτύσσουν άμυνες φόβου, απόρριψης, προσποίησης ότι το γεγονός αυτό δεν θα συμβεί. Άλλοι αμαρτάνουν. Δύσκολα όμως κάποιος θα πει και θα βιώσει χαρά. Και όχι μόνο για τον βιολογικό θάνατο, αλλά και για κάθε μορφή θανάτου, είτε είναι στην όποια αποτυχία, είτε στην μη εκπλήρωση κάποιων στόχων, είτε σε οποιαδήποτε άλλη δοκιμασία, συκοφαντία, απόρριψη. Για τον Παύλο όμως το «επιθανατίους» δεν είναι τίποτε άλλο παρά η προσδοκία της πίστης που έχει δώσει ήδη νόημα στη ζωή. Δεν φοβάται να πεθάνει, γιατί γνωρίζει ότι ο θάνατος θα σηματοδοτήσει την αρχή της αιώνιας κοινωνίας με το Χριστό.
Δεύτερον σημαίνει ότι δεν μεταθέτει για το αύριο, το άμεσο ή το μακροπρόθεσμο την όποια διακονία του, με την πρόφαση ότι έχει καιρό. Ο χρόνος αποτελεί για τους ανθρώπους μία παγίδα και την ίδια στιγμή μία μεγάλη αφορμή άγχους. Άλλοι τρέχουν για να προλάβουν και άλλοι θεωρούν ότι έχουν πολύ χρόνο μπροστά τους για να πετύχουν αυτά που επιθυμούν. Για τον Παύλο όμως κάθε στιγμή είναι αφετηρία για προσφορά της πνευματικής διακονίας, να ακουστεί το μήνυμα της σωτηρίας, να διδαχθούν τα μηνύματα του Ευαγγελίου και να βιωθεί η πνευματική και ασκητική προσπάθεια της νίκης κατά του κακού και της αμαρτίας. Συνήθως οι άνθρωποι ασχολούμαστε με όλα τα άλλα στη ζωή μας, εκτός από την σωτηρία μας. Εκτός από την σχέση μας με το Θεό. Εκτός από το Ευαγγέλιο και τη βίωσή του.