Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2013

ΚΑΤΡΗΧΗΤΙΚΟ ΜΑΘΗΜΑ

ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ   14                                                                                  16 και 17.2.2013

Ο άγιος Ιωάννης ο Ρώσος 

Ο άγιος Ιωάννης γεννήθηκε σε ένα χωριό της λεγομένης Μικράς Ρωσίας το 1690, από γονείς ευλαβείς και ενάρετους. Έλαβε μέρος στον πόλεμο  εναντίον των Τούρκων κατά το 1711 και συνελήφθη αιχμάλωτος από τους Τατάρους, οι οποίοι τον πούλησαν σε έναν Τούρκο αξιωματικό, που καταγόταν από το Προκόπι της Μικράς Ασίας. Ο αγάς τον πήρε μαζί του στο χωριό του. Πολλοί από τους αιχμαλώτους συμπατριώτες του αρνήθηκαν την πίστη του Χριστού και έγιναν Μουσουλμάνοι, είτε γιατί κάμφθηκαν από τις απειλές, είτε γιατί δελεάστηκαν από τις υποσχέσεις και τις προσφορές υλικών αγαθών.
Ο Ιωάννης, όμως, ήταν από μικρός αναθρεμμένος με παιδεία και νουθεσία Κυρίου και αγαπούσε πολύ τον Θεό και την πίστη των πατέρων του. Έτσι, λοιπόν έκανε υπομονή στη δουλεία και στην κακομεταχείριση του αφέντη του και στις ύβρεις και τα πειράγματα των Οθωμανών, οι οποίοι τον φώναζαν «κιαφίρ», δηλαδή άπιστο, φανερώνοντάς του την περιφρόνηση και την απέχθειά τους. Στον αφέντη του και σε όσους τον παρακινούσαν να αρνηθεί την πίστη του, αποκρινόταν με σθεναρή γνώμη ότι προτιμούσε να πεθάνει, παρά να πέσει σε τέτοια φοβερή αμαρτία.
Ο Θεός, βλέποντας την πίστη του και ακούγοντας την ομολογία του, μαλάκωσε την σκληρή καρδιά του αγά και με τον καιρό τον συμπάθησε. Έμεινε, λοιπόν, ήσυχος ο μακάριος Ιωάννης από τις υποσχέσεις και απειλές του Οθωμανού κυρίου του, ο οποίος τον είχε διορισμένο στον στάβλο του, για να φροντίζει τα ζώα του. Σε μία γωνιά του στάβλου ξάπλωνε το κουρασμένο σώμα του. Ήταν δε αφοσιωμένος στο έργο του, περιποιούμενος με στοργή τα ζώα του κυρίου του, τα οποία αισθάνονταν τόση την προς αυτά αγάπη του Αγίου, ώστε να τον ζητούν όταν απουσίαζε, να τον προσβλέπουν με αγάπη και να χρεμετίζουν με χαρά όταν τα χάιδευε, ωσάν να συνομιλούσαν μαζί του.
Με τον καιρό ο αγάς τον αγάπησε, καθώς και η σύζυγός του, και του έδωσαν για κατοικία ένα μικρό κελί κοντά στον αχυρώνα. Όμως ο Ιωάννης δεν δέχθηκε και εξακολούθησε να κοιμάται στον στάβλο. Κάθε νύχτα ο στάβλος γέμιζε από τις προσευχές του Αγίου και η κακοσμία γινόταν οσμή ευωδίας πνευματικής. Ο μακάριος Ιωάννης έτρωγε ελάχιστα, πολλές φορές μόνο λίγο ψωμί και νερό, και νήστευε τις περισσότερες ημέρες. Με την ευλογία που έφερε ο Άγιος στον οίκο του Τούρκου Ιππάρχου, αυτός πλούτισε και έγινε ένας από τους ισχυρούς του Προκοπίου.
Αφού, λοιπόν, ο αφέντης του Ιωάννη πλούτισε, αποφάσισε να υπάγει για προσκύνημα στη Μέκκα, τη ιερά πόλη των Μωαμεθανών. Πέρασαν αρκετές ημέρες από την αναχώρησή του, η σύζυγός του έκανε τραπέζι και προσκάλεσε τους συγγενείς και τους φίλους του ανδρός της, για να ευφρανθούν και να ευχηθούν να επιστρέψει υγιής στον οίκο του από το ταξίδι. Ο μακάριος Ιωάννης διακονούσε. Είχαν κι  ένα φαγητό, το οποίο άρεσε πολύ στον αγά, το λεγόμενο πιλάφι, το οποίο συνηθίζουν πολύ στην Ανατολή. Τότε η οικοδέσποινα θυμήθηκε τον σύζυγό της και είπε στον Ιωάννη: «Πόση ευχαρίστηση θα ένιωθε, Γιουβάν, ο αφέντης σου, αν ήταν εδώ και έτρωγε μαζί μας από τούτο το πιλάφι!». Ο Ιωάννης τότε ζήτησε από την κυρία του ένα πιάτο γεμάτο πιλάφι και είπε ότι θα το έστελνε στον αφέντη του στη Μέκκα. Στο άκουσμα των λόγων του γέλασαν οι προσκεκλημένοι. Αλλά η οικοδέσποινα είπε στην μαγείρισσα να δώσει το πινάκιο με το φαγητό στον Ιωάννη, σκεπτόμενη ή ότι ήθελε να το φάει ο ίδιος μόνος του ή να το πάει σε καμιά φτωχή χριστιανική οικογένεια, όπως συνήθιζε να κάνει, δίδοντας το φαγητό του.
Ο Άγιος το πήρε και πήγε στον στάβλο. Εκεί γονάτισε και έκανε προσευχή εκ βάθους καρδίας παρακαλώντας τον Θεό να στείλει το φαγητό στον αφέντη του! Πράγματι! το πιάτο με το φαγητό χάθηκε από τα μάτια του Οσίου. Ο μακάριος Ιωάννης επέστρεψε στην τράπεζα και είπε στην οικοδέσποινα ότι έστειλε το φαγητό στη Μέκκα. Ακούγοντας οι προσκεκλημένοι τον λόγο αυτό γέλασαν και είπαν ότι το έφαγε ο Ιωάννης. Αλλά ύστερα από λίγες ημέρες γύρισε από την Μέκκα ο κύριός του και έφερε μαζί του το χάλκινο πιάτο, προς μεγάλη έκπληξη των οικείων του. Μόνο ο μακάριος Ιωάννης δεν εξεπλάγη. Έλεγε, λοιπόν, ο αγάς πιο οικείους του: «Την δείνα ημέρα (και ήταν η ημέρα του συμποσίου, κατά την οποία είπε ο Ιωάννης ότι έστειλε το φαγητό στον αφέντη του), την ώρα κατά την οποία επέστρεψα από το μεγάλο τζαμί στον τόπο όπου κατοικούσα, βρήκα επάνω στο τραπέζι, σε έναν οντά (δωμάτιο) όπου τον είχα κλειδωμένο, τούτο το σαχάνι (πιάτο) γεμάτο πιλάφι. Στάθηκα με απορία, σκεπτόμενος, ποιος άραγε είχε φέρει εκείνο το φαγητό και προ πάντων δεν μπορούσα να εννοήσω με τί τρόπο είχε ανοίξει την πόρτα, την οποία είχα κλείσει καλά. Μη γνωρίζοντας πως να εξηγήσω αυτό το παράδοξο πράγμα, περιεργαζόμουν το πιάτο μέσα στο οποίο άχνιζε το πιλάφι και είδα με απορία ότι ήταν χαραγμένο το όνομά μου επάνω στο χάλκωμα, όπως σε όλα τα χάλκινα σκεύη της οικίας μας. Ωστόσο, με όλη την ταραχή όπου είχα από εκείνο το ανεξήγητο περιστατικό, κάθισα και έφαγα το πιλάφι με μεγάλη όρεξη, και ιδού το πιάτο που το έφερα μαζί μου, και είναι αληθινά το δικό μας». Ακούγοντας αυτή τη διήγηση οι οικείοι του αγά εξεπλάγησαν και απόρησαν, η δε σύζυγός του, του εξιστόρησε πως ζήτησε ο Ιωάννης το πιάτο με το φαγητό και είπε ότι το έστειλε στη Μέκκα, και ότι, ακούγοντάς τον να λέγει ότι το έστειλε, γέλασαν.
Αυτό το θαύμα μαθεύτηκε σε όλο το χωριό και στη γύρω περιοχή και όλοι θεωρούσαν πλέον τον Ιωάννη ως άνθρωπο δίκαιο και αγαπητό στον Θεό, τον έβλεπαν δε με φόβο και σεβασμό, και δεν τολμούσε κανείς να τον ενοχλήσει. Ο κύριός του και η σύζυγός του τον περιποιούνταν περισσότερο και τον παρακαλούσαν πάλι να φύγει από τον στάβλο και να κατοικήσει σε ένα οίκημα, το οποίο ήταν κοντά στον στάβλο, όμως εκείνος δεν ήθελε να αλλάξει κατοικία.
Αλλά ύστερα από λίγα χρόνια, κατά τα οποία έζησε ο Ιωάννης με νηστεία, προσευχή και την ταλαιπωρία, πλησιάζοντας στο τέλος της ζωής του, ασθένησε. Προαισθανόμενος ο Όσιος το τέλος του, ζήτησε να κοινωνήσει των Αχράντων Μυστηρίων και γι' αυτό έστειλε και κάλεσε έναν ιερέα. Αλλά ο ιερεύς φοβήθηκε να μεταφέρει φανερά τα Άγια Μυστήρια στο στάβλο, εξαιτίας του φανατισμού των Τούρκων. Όμως σοφίστηκε, κατά Θεία φώτιση, και πήρε ένα μήλο, το έσκαψε, έβαλε μέσα την Θεία Κοινωνία και έτσι μετέβη στο στάβλο και κοινώνησε τον μακάριο Ιωάννη. Ο Ιωάννης, μόλις έλαβε το Άχραντο Σώμα και το Τίμιο Αίμα του Κυρίου, παρέδωσε την αγία ψυχή του στα χέρια του Θεού, τον Οποίο τόσο αγάπησε. Ήταν το 1730.
Το 1733 μ.Χ., το ακέραιο και ευωδιάζον ιερό λείψανο του Οσίου Ιωάννου μεταφέρθηκε, μετά την εκταφή του, αρχικά στη λατομημένη σε βράχο εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, αργότερα στο νεόδμητο ναό του Αγίου Βασιλείου και τέλος σε ναό που ανεγέρθηκε προς τιμήν του. Εκεί κατέφθαναν αναρίθμητοι προσκυνητές και πάσχοντες από διάφορα νοσήματα που εύρισκαν την θεραπεία τους.
Το 1832  έγινε πόλεμος στην περιοχή και ο τούρκος στρατηγός Οσμάν πασάς εισήλθε στο Προκόπι, το λεηλάτησε και το κατέστρεψε. Κάποιοι από τους στρατιώτες εισήλθαν και στο ναό. Άρπαξαν τα ιερά σκεύη και άνοιξαν τη λάρνακα του Οσίου ελπίζοντας να βρουν και εκεί χρυσαφικά και ασημικά. δεν βρήκαν όμως τίποτε. Από το κακό τους, που βγήκαν γελασμένοι και για να κοροϊδέψουν τη χριστιανική πίστη, αποφάσισαν να κάψουν το ιερό λείψανο. Το ιερό λείψανο του Οσίου Ιωάννου όμως όχι μόνο έμεινε άφλεκτο, αλλά και φάνηκε στους άπιστους ότι ζούσε, τους φοβέριζε και τους έδιωχνε από τον περίβολο της εκκλησίας. Την επόμενη ημέρα γέροντες Χριστιανοί βρήκαν τα ασημικά, που είχαν αφήσει από τον τρόμο τους οι Τούρκοι στρατιώτες, πήραν με ευλάβεια το ιερό λείψανο που είχε μόνο λίγο μαυρίσει από τον καπνό και το τοποθέτησαν πάλι μέσα στη λάρνακα.
Το ιερό λείψανο μεταφέρθηκε στην Εύβοια τον Οκτώβριο του 1924 μαζί με τους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας. Από τότε το λείψανο του Αγίου Ιωάννου του Ρώσου φυλάσσεται  στο ( νέο) Προκόπι Ευβοίας , παραμένει άφθαρτο και θαυματουργεί.
            Τη μνήμη του η Εκκλησία γιορτάζει στις 27 Μαΐου, ημέρα της κοιμήσεώς του.

Β. Ερμηνευτικά σχόλια

Είχε μεγαλώσει με παιδεία και νουθεσία Κυρίου… είχε αγάπη:  οι γονείς του τού έμαθαν την αγάπη κι εκείνος επέλεξε να την εφαρμόσει. Κάποιοι άλλοι συμπατριώτες του αλλαξοπίστησαν για διάφορους λόγους. Εκείνος έμεινε σταθερός χωρίς να παρασυρθεί, χωρίς να νοιαστεί για τον εαυτό του, τα δικαιώματά του και την καλοπέρασή του, χωρίς να πει «εγώ», χωρίς να πει «γιατί». Όχι μόνο δεν παραπονέθηκε για ό, τι του συνέβη αλλά έκανε την υπομονή του, την προσευχή του και συνέχιζε τον αγώνα του.
Τον φώναζαν κιαφίρ, άπιστο: εκείνος προσευχόταν, συμπεριφερόταν καλά στους άλλους και η ανταπόδοσή τους ήταν η περιφρόνηση και η κοροϊδία. Κι αυτός όχι μόνο δεν απαντούσε αλλά ούτε νευρίαζε. Ούτε κρατούσε κακία, ούτε ήθελε το κακό τους. Ήταν ταπεινός και πράος. Έκανε όσο καλύτερα μπορούσε τη δουλειά του  με ηρεμία , αγάπη  και προσευχή.
Ο αγάς τον αγάπησε , ήθελε να του δώσει κελί να μείνει: το πνεύμα του Θεού που έκανε τον Άγιο να ξεχωρίζει το αντιλαμβάνονταν άνθρωποι και ζώα. Ο Αγάς  και η οικογένειά του τού πρόσφεραν καλύτερο χώρο να μείνει και τα ζώα τον αποζητούσαν όταν δεν ήταν στο στάβλο. Ο ίδιος προτίμησε να μένει στη βρωμιά του στάβλου, για να μιμηθεί τη φάτνη όπου γεννήθηκε ο Χριστός, για να ταπεινώνεται ταλαιπωρούμενο σωματικά και να μπορεί να προσεύχεται περισσότερο. Δεν φρόντιζε το σώμα του παρά όσο λιγότερο γινόταν και ο νους και η καρδιά του ήταν προσηλωμένη στο Θεό. Ο Άγιος όμως ήταν πολύ εργατικός και καθόλου τεμπέλης. Και μάλιστα η εργατικότητά του δεν σχετιζόταν με την αναγνώριση του κόπου του από το αφεντικό του ή με τη σκέψη ότι ο κύριός του ήταν μουσουλμάνος, δηλαδή διαφορετικός στην πίστη από τον ίδιο. Εργαζόταν γιατί ήξερε ότι αυτή ήταν η εντολή του Θεού. Αυτό είναι σπουδαίο σε μια εποχή κατά την οποία για όλα μας φταίνε οι άλλοι.
Ο Αγάς πλούτισε με την ευλογία του Αγίου:  Χάρη στην επιμονή , την προσευχή, την ταπείνωση  και την αγάπη του Αγίου ο αφέντης άλλαξε εσωτερικά, μαλάκωσε αλλά η ευλογία του Αγίου, του πρόσφερε και υλικά αγαθά, πλούτισε. Ο αγάς φαίνεται πώς είχε καλή προαίρεση και η αγαθή καρδιά του Ιωάννη τον έκανε καλύτερο. Συνήθως οι άνθρωποι όσο μεγαλώνουν αλλάζουν προς το χειρότερο, όμως σ΄ αυτή την περίπτωση η προσευχή  έφερε βελτίωση ακόμα και σε έναν  μουσουλμάνο. Θα μπορούσε πολύ εύκολα ο Ιωάννης να παραπονιέται για την κακή του τύχη, να κατηγορεί το Θεό για την αδικία, την οποία του « έστειλε». Εκείνος όμως μετέτρεψε την ταλαιπωρία του  σε αφορμή δοξολογίας στο Θεό, το κρεβάτι του  στο στάβλο από αιτία ντροπής και αγανάκτησης σε δυνατότητα να μοιάσει στη Χριστό, τις κοροϊδίες και τα πειράγματα σε εξάσκηση ανεξικακίας και υπομονής. Και τελικά μέσα απ΄ αυτή τη δυσκολία κατόρθωσε να αλλάξει πρώτα ο Ιωάννης τον εαυτό του, πιέζοντάς τον προς το καλό, και κατόπιν τους γύρω του, αρχικά το αφεντικό και την οικογένεια του και στη συνέχεια τους υπόλοιπους στο Προκόπι. Αγιάζοντας ο ίδιος με τη χάρη του Θεού, έκανε τον στάβλο να ευωδιάζει την ώρα της προσευχής αλλά και μετά θάνατον, ακόμα και σήμερα κάνει θαύματα και μας βοηθά με το παράδειγμα του και τις μεσιτείες του να αλλάξουμε κι εμείς. 

Ερωτήσεις

1.                              Πώς αντέδρασε ο Ιωάννης στο γεγονός ότι πουλήθηκε δούλος;
2.                  Γιατί οι μουσουλμάνοι κορόιδευαν τον άγιο;
3.                  Ο άγιος τεμπέλιαζε κατηγορώντας τους άλλους, γι’ αυτό πού του συνέβη;
4.                  Γιατί  ο άγιος δεν πήγε στο δωμάτιο που του πρότεινε ο αγάς, αλλά παρέμεινε στο στάβλο;
5.                  Γιατί άλλαξε γνώμη ο αγάς για τον Ιωάννη;
6.                  Πόσο βοηθά η εργατικότητα και η συνέπεια στο να αλλάξουν οι άλλοι γνώμη για μας;

Συμπέρασμα

Η Εκκλησία μας λέει ότι στη ζωή χρειάζεται εργατικότητα, αγάπη και αφοσίωση, που κάνει ακόμη και όσους δεν μας συμπαθούν να αλλάζουν στάση έναντί μας.

Απολυτίκιο Αγίου Ιωάννου του Ρώσου (ήχος Δ’. Ταχύ προκατάλαβε)

Εκ γης ο καλέσας σε προς ουρανίους μονάς, τηρεί και μετά θάνατον αδιαλώβητον το σκήνος σου όσιε. Συ γαρ εν τη Ασία ως αιχμάλωτος ήχθης, ένθα και ωκειώθης τω Χριστώ Ιωάννη. Αυτν ουν ικέτευε, σωθήναι τας ψυχάς ημών.
Παιχνίδι
ΠΤΔΚΞΞΗΓΗΣΚΞΚΗΙΩΑΝΝΗΣΑΒΔΟΗΓΦΡΩΣΟΣΜΞΗΓΦ
ΔΣΑΟΣΙΟΣΦΓΗΞΚΘΥΤΡΝΗΣΤΕΙΑΦΓΗΞΚΛΗΗΚΞΗΓΗΞ
ΚΛΟΙΜΑΚΑΡΙΟΣΚΞΗΓΦΜΥΣΤΗΡΙΟΚΞΗΓΗΞΚΛΟΙΘΥΗΝ
ΞΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣΨΗΓΦΞΚΜΚΞΗΓΑΦΘΑΡΤΟΚΞΗΦΝ
ΞΣΚΙΞΗΣΩΜΑΓΦΠΡΟΣΕΥΧΗΚΞΗΗΓΦΗΞΚΞΚΛΟΙΚΞΗΓ
ΜΗΛΟΧΩΝΗΓΞΚΦΘΑΥΜΑΛΚΞΗΓΦΔΣΡΤΥΘΙΕΥΒΟΙΑΣΚΞΗΓΔΝ
ΠΡΟΚΟΠΙΞΗΝΒΔΗΛΚΞΗΓΥΘΙ


Να βρεις τις λέξεις και να τις κυκλώσεις