Σάββατο 19 Μαΐου 2018

Νυν έγνωκαν ότι πάντα όσα δέδωκάς μοι παρά σου εστίν

«Νυν έγνωκαν ότι πάντα όσα δέδωκάς μοι παρά σου εστίν» (Ιωάν. 17,7). «Αυτοί τώρα ξέρουν πως όλα όσα μου έδωσες προέρχονται από σένα», λέει ο Χριστός στην τελευταία προσευχή Του στον Θεό Πατέρα λίγο πριν την σύλληψή Του στον κήπο της Γεθσημανή. Οι μαθητές Του και κατ’ επέκτασιν όλοι οι άνθρωποι που πιστεύουν σ’ Αυτόν γνωρίζουν ότι ο Χριστός είναι ο Θεός που έγινε άνθρωπος. Μόνο που η ανθρώπινη φύση ενώθηκε με την θεία και έλαβε από αυτήν τα πάντα, που προέρχονται από τον Πατέρα. Δεν είναι επιδεχόμενη θεώσεως η ανθρώπινη φύση του Χριστού, αλλά έχει ήδη θεωθεί.
Υφίσταται τους πειρασμούς του παλαιού ανθρώπου, όπως διεφάνη στην έρημο του Ιορδάνου μετά την Βάπτιση. Ο διάβολος ξεκινά από το αδιάβλητο πάθος της πείνας για να κάνει και τον Χριστό εξαρτημένο από την παράδοση στο χορτασμό της σάρκας που ξεχνά τον Θεό, στην φιληδονία δηλαδή. Ο διάβολος θέλει να ρίξει τον Χριστό στο πάθος της φιλοδοξίας, ή να αιχμαλωτίσει την καρδιά Του στον πλούτο των θησαυρών και της εξουσίας, ώστε να λατρέψει εκείνον ως θεό, να υποταχτεί στο κακό. Ο διάβολος πειράζει τον Χριστό με την θλίψη του θανάτου, της εγκατάλειψης δηλαδή από τον Θεό στην αγωνία της Γεθσημανή, ώστε ο Χριστός να αισθανθεί απόλυτα μόνος και να αρνηθεί τη αποστολή Του, που είναι η σωτηρία των ανθρώπων. Να βάλει δηλαδή την δική Του ζωή πιο πάνω από την ζωή των πάντων. Όμως ο Χριστός είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος και η ανθρώπινη φύση Του έχει λάβει πλέον μέσα από την κοινωνία με την θεία δωρεά να νικά τους πειρασμούς, καθώς ο Χριστός δεν σκέφτεται, δεν δρα, δεν ζει με τα κριτήρια του κόσμου, του παλαιού ανθρώπου.
Αυτός είναι ο δρόμος για όλους μας μέσα στην Εκκλησία. Όπως ο Χριστός νίκησε αυτούς τους πειρασμούς επικαλούμενος τον Θεό, έτσι κι εμείς. Μπορούμε να νικήσουμε τον παλαιό άνθρωπο εντός μας αρκεί να γνωρίσουμε και να αναγνωρίσουμε πως ό,τι έχουμε από τον Θεό μας δόθηκε και στον Θεό καλούμαστε να το επιστρέψουμε. Και την ίδια στιγμή να εκτιμήσουμε τον νέο άνθρωπο, ο οποίος μας δόθηκε στην Εκκλησία, στο μυστήριο του Βαπτίσματος, αλλά και στην μετοχή στην σύνολη εκκλησιαστική ζωή, από την οποία γιατρευόμαστε υπαρξιακά και αγιαζόμαστε.
Σ’ αυτόν τον δρόμο οδηγοί μας αδιάψευστοι είναι όσοι προηγήθηκαν από εμάς και ιδιαίτερα οι Πατέρες της Εκκλησίας. Αυτοί δηλαδή οι οποίοι μπόρεσαν μέσα από την ζωντανή σχέση με τον Χριστό και την αγάπη προς την Εκκλησία να ξεδιαλύνουν τις αλήθειες της πίστης. Άλλοι ήταν μορφωμένοι. Άλλοι ήταν απλοί. Άλλοι συνέβαλαν στον γόνιμο διάλογο του χριστιανισμού με τον ελληνισμό. Άλλοι ποίμαναν το ποίμνιό τους με ταπείνωση και αγάπη. Έγιναν κανόνες πίστεως όχι μόνο με τις διδασκαλίες τους αλλά και με το ήθος τους. Πέτυχαν έτσι την ευλογημένη ενότητα να αισθάνονται ότι ο ένας συμπληρώνει τον άλλο εν Αγίω Πνεύματι και αληθεία. Και μέσα από τις Συνόδους, ιδίως τις Οικουμενικές, διατύπωσαν την διδασκαλία που ανακαινίζει τον άνθρωπο, τον κάνει να μαθαίνει και να ζει ποιος είναι ο Χριστός και την ίδια στιγμή προφύλαξαν την Εκκλησία από την λύμη των αιρέσεων δίδοντας στον κόσμο να κατανοήσει ότι ο Χριστός είναι η Αλήθεια και η Εκκλησία μπορεί να δώσει την αυθεντική ερμηνεία για το Πρόσωπο του Χριστού, διασώζοντας τον κόσμο και τον καθέναν.
Αυτόν τον πατερικό δρόμο, με εμπιστοσύνη στην Εκκλησία, ας ακολουθήσουμε στους καιρούς που ο παλαιός άνθρωπος και ο διάβολος φαίνεται να θριαμβεύουν!