Σάββατο 12 Μαΐου 2018

«τυφλός ων άρτι βλέπω»

Η όραση είναι μάλλον η πιο πολύτιμη από τις αισθήσεις του ανθρώπου. Με την όραση καταφέρνουμε να έχουμε την εικόνα των πραγμάτων και τα αντιλαμβανόμαστε στο βάθος τους, να έχουμε την πληρότητά τους. Όταν δεν βλέπει, υποθέτει άρα πάντα θα έχει το φόβο του αγνώστου.
Υπάρχουν βεβαίως και αυτά που δεν βλέπονται με τα μάτια του σώματος. Αλλά γίνονται αντιληπτά από τα μάτια της ψυχής. Ο Θεός είναι ένας από αυτούς που δεν γίνεται ορατός από τα σωματικά μάτια, αλλά από τα μάτια της ψυχής. Αισθανόμαστε την ύπαρξή Του, κατανοούμε το θέλημά Του, γνωρίζουμε τον τρόπο Του –την αγάπη-. Τυφλός τότε είναι όποιος δει την αλήθεια, όποιος θεωρεί ότι ο κόσμος υπάρχει όσο αυτός υπάρχει και ξεχνά ότι ο κόσμος θα υπάρχει και μετά από αυτόν, όποιος θεωρεί ότι το «εγώ» είναι πάνω από όλα τα άλλα.
«Έν οίδα, ότι τυφλός ων άρτι βλέπω» (Ιωάν. 9, 25). «Ένα ξέρω, πως, ενώ ήμουν τυφλός, τώρα βλέπω». Αυτό είναι που αναφωνεί ο πρώην τυφλός σε εκείνους που αμφισβητούν όχι τόσο το θαύμα, όσο Αυτόν που το έκανε, δηλαδή τον Χριστό. Η πίστη στον Χριστό κάνει τον πρώην τυφλό να γνωρίζει γιατί βλέπει, γιατί ζει, σε Ποιον πιστεύει, Ποιος είναι η Αλήθεια του κόσμου. Και αυτή την επίγνωση δεν θα του την στερήσει τίποτε, ούτε η απόρριψη των τυπολατρών, ούτε το να εκδιωχθεί και πάλι από την θρησκευτική του κοινότητα, που, μεγάλη ειρωνεία, συνεχίζεται, διότι πριν βρει το φως του θεωρούνταν αμαρτωλός και επομένως απόβλητος, ενώ μετά, που ο Χριστός του έδωσε το φως του, πάλι θεωρείται απόβλητος, διότι πιστεύει στον Χριστό, το φως του κόσμου και των ανθρώπων. Σ’ αυτόν που οι οικείοι του δεν τολμούν ή δεν θέλουν να πιστέψουν. Η αλήθεια έχει και το τίμημά της.
Ο λόγος του πρώην τυφλού «τυφλός ων άρτι βλέπω» αποτελεί πρόταση και για την δική μας πορεία. Μόνο που αυτό είναι για μας συνήθως ζητούμενο. Επειδή η καρδιά μας δεν είναι πάντοτε δοσμένη στον Χριστό, μολονότι η σωματική μας όραση υφίσταται, δυσκολευόμαστε να δούμε αληθινά. Έτσι αδιαφορούμε για τον κόσμο μας ή θεωρούμε ως αυτονόητη την ύπαρξή του και δεν δοξάζουμε τον Θεό για ό,τι μας έδωσε. Κυρίως όμως δεν μπορούμε να δούμε αληθινά τον πλησίον μας. Λειτουργώντας με κριτήριο τον εαυτό μας και την οιασδήποτε μορφής γνώση που έχουμε, είτε θρησκευτική είτε κοσμική, νομίζουμε ότι τα ξέρουμε όλα και μπορούμε να ερμηνεύσουμε καθετί που συμβαίνει, χωρίς να το περάσουμε μέσα από το θέλημα του Χριστού, μέσα από το Ευαγγέλιο. Ο πρώην τυφλός πήγε στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ, όντας σταλμένος από τον Χριστό και υπακούοντας στον λόγο Του, για να νιφθεί από τον πηλό, με τον οποίο ο Κύριος του ξαναέδωσε την όραση. Ας νιβόμαστε κι εμείς στην ζωή της Εκκλησίας, στα μυστήρια, στην άσκηση, στην αγάπη, για να μπορούμε να αναφωνούμε αναστημένοι πλέον από την τύφλωση του εγωκεντρισμού: «τυφλός ων άρτι βλέπω»!