Ο διάβολος τρελαίνει τον άνθρωπο, όταν τον ελέγχει. Τον κάνει να μην έχει σειρά στη ζωή του. Να φάσκει και να αντιφάσκει. Να μην μπορεί να ισορροπήσει. Και ο τελικός σκοπός του διαβόλου είναι να πάρει τη ζωή του ανθρώπου, όχι κατ’ ανάγκην τη βιολογική, αλλά, κυρίως, την πνευματική, να τον απομακρύνει από τον Θεό. Έτσι, τον κάνει να μην λειτουργεί ισορροπημένα. Άλλα θέλουμε, άλλα λέμε και άλλα κάνουμε. Ή άλλο ζητάμε και γκρινιάζουμε και όταν αυτό γίνει και πάλι δεν ικανοποιούμαστε, αλλά για να ταλαιπωρήσουμε τους άλλους τους ζητάμε τα αντίθετα. Αυτή η κατάσταση προεκτείνεται σε όλες τις αντιφάσεις του ανθρώπου. Όταν ο νους και η καρδιά μας, η ύπαρξή μας δεν είναι αποφασισμένη να ακολουθεί μία σειρά, να έχει συνέπεια, να μην υποκρίνεται, αλλά να είναι ειλικρινής, τότε βαδίζει προς μία καταστροφικότητα, η οποία είναι και ψυχολογική, αλλά και κοινωνική. Ψυχολογική, διότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να δικαιολογήσει τον εαυτό του, γιατί κάνει ό,τι κάνει, όπως επίσης και γιατί δεν μπορεί να είναι ευτυχισμένος. Παράλληλα, ένας ασταθής άνθρωπος δεν γεννά εμπιστοσύνη στις σχέσεις του, με αποτέλεσμα αυτές γρήγορα να διαλύονται και τα τραύματα να γίνονται εμφανή, καθώς η αγάπη δεν είναι δυνατή.
Ο διάβολος βεβαίως βοηθιέται από την ελευθερία μας, η οποία μας πείθει ότι δε χρειάζονται τρία πολύτιμα στοιχεία, όπως ο Χριστός επισημαίνει: η πίστη, η προσευχή και η νηστεία. Παρότι δεν φαίνεται ότι συμβάλλουν στην ισορροπία του εαυτού μας, εντούτοις αυτά τα τρία στοιχεία είναι πολυτιμότατα, για να νικήσουμε την αντιφατικότητά μας και να χτίσουμε έναν δυνατό χαρακτήρα, με νόημα και σταθερότητα. Η πίστη μας δίνει την βεβαιότητα ότι δεν είμαστε μόνοι μας στον αγώνα για βούληση προς το αγαθό, για σταθερότητα, για υπέρβαση του φόβου της ήττας ή των συνεπειών των επιλογών μας σε σχέση με τους άλλους που ζητούν ευκολία. Υπάρχει ο Θεός, ο Οποίος μας βοηθά να νικήσουμε το πειρασμό να παραδινόμαστε άλλοτε στη φωτιά και άλλοτε στο νερό και, ταυτόχρονα, να αποκτούμε ίαση στην ψυχή μας, να ξέρουμε ποιοι είμαστε και πού πορευόμαστε. Η προσευχή είναι η υπέρβαση του εγωκεντρισμού μας. Είναι η πίστη στην πράξη. Η αίσθηση ότι δεν είναι το δαιμονικό πνεύμα, το κακό, ο εγωκεντρικός τρόπος του πολιτισμού, η υπερήφανη αίσθηση της παντογνωσίας το κλειδί, αλλά η ταπεινή εναπόθεση στον Θεό των αδυναμιών μας και η εκζήτηση της βοήθειάς Του. Η νηστεία πάλι βάζει τον εαυτό μας σε πειθαρχία. Χωρίς να περιορίζει το εύρος των επιλογών μας, διότι δεν παύουμε να είμαστε ελεύθεροι, μας βάζει όρια και μέτρα επειδή εμείς το διαλέγουμε. Νικάμε το θέλημά μας και μέσα από την υπακοή στο θέλημα του Θεού δείχνουμε στο δαιμονικό πνεύμα ότι υπάρχει αυτός ο δρόμος, τον οποίο αυτό δε θέλησε να ακολουθήσει, αλλά και στον εαυτό μας ότι μπορούμε, σε πείσμα των καιρών, να ακολουθήσουμε αυτό που αποφασίζουμε, να υπολογίσουμε τις συνέπειες της αντιφατικότητας και να κάνουμε όσα θεωρούμε σωστά, όσα λέμε, όσα εννοούμε, με σχέδιο. Με πειθαρχία στον εαυτό μας. Με επίγνωση του τι μπορούμε και τι όχι και με εμπιστοσύνη στη χάρη του Θεού που αναπληρώνει τα ελλείποντά μας.
Οι καιροί μας επιβραβεύουν το ψέμα. Η αντιφατικότητα μας βγάζει ψεύτες. Καμαρώνουμε κάποτε γι’ αυτό ή δεν μας ενδιαφέρει, διότι έχουμε και θρασύτητα. Το να πέφτουμε στη φωτιά και στο νερό ταυτόχρονα δεν είναι πρόβλημα για μας, αρκεί να κάνουμε το θέλημά μας και μάλιστα, αυτό της στιγμής. Είτε το κατανοούμε είτε όχι, ουσιαστικά είμαστε παραδομένοι στον τρόπο του δαιμονικού πνεύματος. Αν όμως θέλουμε να ανήκουμε στην μεταμορφωμένη και αναστημένη γενιά, ο Χριστός μας δείχνει την αλήθεια και μας προτείνει την ίαση της αντιφατικής ψυχής. Μας δείχνει το δρόμο της πίστης, της προσευχής, της νηστείας, για να μπορούμε να έχουμε ισχυρή βούληση, να θέλουμε και να παλεύουμε!