Αυτοεκτίμηση έχει αυτός που έχει αυτογνωσία. Που γνωρίζει τα όριά του. Που αγαπά και δίνει. Που έχει επίγνωση του ποιος είναι, αλλά και ποια είναι τα χαρίσματά του και την ίδια στιγμή που γνωρίζει ότι δεν μπορεί να ευχαριστήσει τους άλλους, ίσως και ποτέ. Αυτοεκτίμηση όμως, για την χριστιανική παράδοση, έχει ο καθένας που πιστεύει ότι η αξία του είναι τόσο μοναδική και ανυπολόγιστη, ώστε ο Θεός να γίνει άνθρωπος, να πεθάνει και να αναστηθεί γι’ αυτόν, χωρίς να υπολογίσει την ανταπόκρισή του. Αν ο Θεός ενηνθρώπησε, σταυρώθηκε, πέθανε, αναστήθηκε για μένα, χωρίς να περιμένει τίποτε από μένα, από τη στιγμή που η σχέση μας στηρίζεται στην απόλυτη ελευθερία, πώς είναι δυνατόν να μην αξίζω;
Η σχέση μας με τον Θεό, αλλά και με τους άλλους αποκαλύπτει κυρίως αυτό που ονομάζουμε στην εκκλησιαστική γλώσσα «τάλαντα». Ο καθένας από εμάς είναι «μυρίων ταλάντων οφειλέτης» (Ματθ. 18, 24) έναντι του Θεού. Κάθε τι που έχουμε και όχι μόνο υλικό, αλλά και ως στοιχείο του χαρακτήρα μας, αποτελεί δωρεά του Θεού, ώστε να μπορούμε να σπουδάζουμε στη ζωή την αγάπη. Να εργαστούμε και να το πολλαπλασιάσουμε. Να το προσφέρουμε στον πλησίον και την ίδια στιγμή να δοξάσουμε ευχαριστιακά τον Θεό για το ότι μας το έδωσε. Και γι’ αυτό το τάλαντό μας είναι ένας επιπλέον λόγος αυτοεκτίμησης. Πάλι μας αγαπά ο Θεός τόσο, ώστε να μας δίνει την δυνατότητα να έχουμε στοιχεία με βάση τα οποία θα αγαπήσουμε και θα αγαπηθούμε.
Κάθε στιγμή της ζωής μας όμως χρειάζεται να έχουμε κατά νουν ότι θα λογοδοτήσουμε για ό,τι μας δόθηκε και το αφήσαμε αναξιοποίητο. Για ό,τι κληθήκαμε, επειδή ο δρόμος της ζωής μας είναι η αγάπη, να το προσφέρουμε ακριβώς για να φανεί η αγάπη, κι εμείς αδιαφορήσαμε. Είπαμε ότι έχουμε χρόνο ή το σπαταλήσαμε με γνώμονα τον εαυτό μας και την ατομική μας απόλαυση. Αν θέλουμε βεβαίως να είμαστε ειλικρινείς, μάλλον ουδείς εξ ημών θα μπορούσε να βρει δικαίωση ενώπιον του Θεού. Διότι η οφειλή μας ήταν και θα είναι αναρίθμητη, καθώς ουδέποτε μπορούμε να ανταποδώσουμε στον Θεό ό,τι μας προσέφερε, όσο κι αν στη θρησκευτική ζωή φαντασιωνόμαστε ότι κάτι τέτοιο είναι εφικτό. Υπάρχει και η μετάνοια για ό,τι δεν μπορέσαμε. Και η μετάνοια προϋποθέτει ταπείνωση. Επίγνωση του χρέους μας και έκκληση στην μακροθυμία του Θεού. Όμως συχνά ο εγωισμός μας και η αίσθηση ότι εμείς είμαστε οι κριτές του εαυτού μας και του κόσμου, δεν μας επιτρέπουν να μετανοήσουμε για ό,τι δεν μπορέσαμε. Εμμένουμε στην αίσθηση ότι δεν χρωστούμε σε κανέναν ή, ακόμη χειρότερα, έχουμε διαίωμα να κάνουμε ό,τι θέλουμε με τα τάλαντά μας, διότι δεν είμαστε διαχειριστές τους, αλλά μας ανήκουν.
Ο Θεός αγαπά απροϋπόθετα. Και η μακροθυμία Του είναι δεδομένη. Έτσι είναι πρόθυμος να μας δώσει δεύτερες ευκαιρίες. Να μας ανεχτεί και τελικά να μας συγχωρήσει. Εκεί όμως έρχεται το δεύτερο κλειδί για να κατανοήσουμε ότι η ευθύνη μας κρίνεται από την δύναμη της αγάπης. Διότι οι άνθρωποι αλληλο-οφείλουμε στους συνανθρώπους μας. Όπως τα αναξιοποίητα χαρίσματά μας δημιουργούν βάρη ενώπιον του Θεού, έτσι και έναντι των ανθρώπων. Άλλοτε οφείλουμε, άλλοτε μας οφείλουν. Η μακροθυμία του Θεού όμως θα κριθεί από τη δική μας μακροθυμία. Από τον τρόπο με τον οποίο θα αντιμετωπίσουμε το χρέος των άλλων έναντί μας. Θα είμαστε συγχωρητικοί και αγαπητικοί ή θα είμαστε απαιτητικοί, δίκαιοι, αχάριστοι και αγνώμονες έναντι του Θεού που μακροθυμεί για να μακροθυμήσουμε κι εμείς έναντι της εικόνας Του που είναι ο συνάνθρωπος; Κι ενώ έναντι του Θεού ζητούμε αγάπη, έναντι των άλλων ζητούμε δικαιοσύνη. Απέναντι στον Ισχυρό παρακαλούμε. Απέναντι στον αδύναμο απαιτούμε και συντρίβουμε. Μόνο που αν επιλέξουμε αυτήν την οδό, τότε οδηγούμε και τον Θεό σ’ αυτήν την επιλογή. Της δικαιοσύνης. Θα μας αφαιρεθούν λοιπόν τα τάλαντα και θα μας απαιτηθεί να πληρώσουμε τα χρέη μας. Και τότε τίποτε δεν θα μπορεί να μας σώσει. Δηλαδή, με τον τρόπο που εμείς κρίνουμε τους άλλους θα κριθούμε και με τον τρόπο που εμείς μετράμε τους άλλους θα μετρηθούμε. Άρα καταλαβαίνουμε ότι εμείς κρατάμε στο χέρι μας την κρίση μας;