Σήμερα, όμως, το ερώτημα της σωτηρίας έχει πάψει να είναι αυτονόητο. Ο άνθρωπος, παραδομένος στον υλισμό, έχει υποκύψει σε ένα πνεύμα μηδενισμού που ο ορθολογιστικός πολιτισμός μας έχει επιφέρει. Δεν πιστεύουμε οι περισσότεροι ότι υπάρχει σωτηρία, ότι υπάρχει μεταθανάτια ζωή. Αντίθετα, έχουμε θεοποιήσει τον χρόνο και ιδιαίτερα το παρόν. Το «εδώ και τώρα». Η ζωή περικλείεται στις χρονικές διαστάσεις. Η θρησκεία θεωρείται στοιχείο του χτες. Ακόμη και η αγιότητα, η απτή δηλαδή απόδειξη ότι υπάρχει αιωνιότητα, χλευάζεται. Ακόμη κι αν μας βεβαιώνουν άνθρωποι ότι έζησαν σημεία, τα οποία ξεπερνούν τον ορθολογισμό, δεν θέλουμε οι πολλοί να τους πιστέψουμε. Αλλά και όσοι πιστεύουν, μάλλον από συνήθεια ακολουθούν οι περισσότεροι την θρησκευτική ζωή. Από παράδοση. Το ερώτημα της σωτηρίας τους απασχολεί όταν διαπιστώνουν ότι ο χρόνος και οι δυνάμεις τους εγκαταλείπουν ή όταν βιώνουν τον θάνατο στα πρόσωπα των οικείων. Κι εκεί όμως η πίστη δεν είναι πάντοτε θερμή. Μάλλον λειτουργεί παρηγορητικά. Το παν είναι η εδώ και τώρα ζωή. Για τα υπόλοιπα απομένει μία αδιόρατη ελπίδα.
Κάποτε ένας πλούσιος νεαρός ρώτησε τον Χριστό: « τι αγαθόν ποιήσω ίνα έχω ζωήν αιώνιον;» (Ματθ. 19, 16). Ο άνθρωπος αυτός είχε έντονη μέσα του την υπαρξιακή αγωνία της σωτηρίας. Ήταν πιστός στον Θεό και στην πατροπαράδοτη θρησκεία και τηρούσε όλες τις κύριες εντολές του μωσαϊκού νόμου. Δεν είχε φονεύσει, δεν μοίχευε, δεν έκλεβε, δεν ψευδομαρτυρούσε, τιμούσε τον πατέρα και την μητέρα του και αγαπούσε τον πλησίον του όπως τον εαυτό του. Αξιοποιούσε τον χρόνο που του δόθηκε για να είναι εντάξει με τις θρησκευτικές επιταγές. Όμως το υπαρξιακό άγχος παρέμενε έντονο στην ψυχή του. Μήπως του έλειπε κάτι άλλο για να σωθεί; Ένιωθε ότι η θρησκευτικότητα δεν ήταν αρκετή. Και όντως ο Χριστός του προτείνει να πουλήσει τα υπάρχοντά του, να μοιράσει τα χρήματα στους φτωχούς, να αποκτήσει θησαυρό στον ουρανό και να Τον ακολουθήσει. Κι εκείνος, λυπημένος, διότι η ελπίδα του ήταν στα αγαθά του, θα φύγει, προτιμώντας αντί για την αντιμετώπιση και υπέρβαση του υπαρξιακού του άγχους, να παραμείνει στην βεβαιότητα των υλικών πραγμάτων. Αντί για την αιωνιότητα, να κρατήσει το «εδώ και τώρα». Κι έτσι το ερώτημα γι’ αυτόν θα παραμείνει αναπάντητο.
Η απάντηση της χριστιανικής μας πίστης είναι ξεκάθαρη. Για να περάσουμε στην αιωνιότητα, για να υπερβούμε το υπαρξιακό άγχος, χρειάζεται να πάψουμε να εμπιστευόμαστε το «εδώ και τώρα». Να βλέπουμε τη ζωή στην αιώνια προοπτική της. Να εμπιστευόμαστε τον ουρανό, δηλαδή με την πίστη στον Θεό να επιλέξουμε να ακολουθήσουμε τον Υιό Του, τον Κύριό μας, έχοντας σχέση μ’ Αυτόν. Να Τον ακολουθήσουμε στην οδό της αγάπης. Της ταπείνωσης. Της συγχώρεσης. Του φωτός και της θυσίας. Και αυτή η οδός δεν είναι ηθικολογική. Είναι οδός αφιέρωσης και υπέρβασης κάθε φόβου και κάθε υλικού στηρίγματος. Είναι οδός βαθιάς πίστης και εμπιστοσύνης στον ουρανό. Και εκεί που κάποτε αυτή η οδός φαίνεται αδύνατον να κατασταθεί οικεία σε μας, καθώς το «εδώ και τώρα» κυριαρχεί, η πίστη μας δείχνει ότι για τον Θεό είναι όλα δυνατά.
Ακόμη και όταν ο σύγχρονος άνθρωπος διαπιστώσει ότι ο πολιτισμός, τα αγαθά, οι απολαύσεις δεν είναι ικανά να θεραπεύσουν το υπαρξιακό άγχος, καταφεύγει σε ειδικούς επιστήμονες της ψυχικής υγείας για να τον βοηθήσουν ώστε να νικήσει τον εαυτό του. Δεν μπορούν όμως να μας δώσουν την μία και αυθεντική απάντηση στο ερώτημα της σωτηρίας και της αιωνιότητας γιατί η επιστήμη δεν επαρκεί. Δύναται να σωθεί αυτός που εμπιστεύεται τα πάντα στον Χριστό, αυτός που ακολουθεί την οδό του ουρανού. Κάθε ανθρώπινο παρηγορεί ή και εξαπατά. Ακόμη και η θρησκευτικότητα είναι χρήσιμη, αλλά δεν σώζει, γιατί μεταθέτει το ερώτημα όχι στο «Ποιος;» αλλά στο «Πώς;». Η Εκκλησία μας δείχνει το «Ποιος;». Οι απόστολοι ρωτούν το Χριστό «ποιος μπορεί να σωθεί», αλλά ο Χριστός απαντά «Ποιος είναι αυτός που σώζει, τα αδύνατα παρ΄ ανθρώποις δυνατά παρά τω Θεώ». Αυτός είναι που καθιστά δυνατή την σωτηρία και υπαρκτή την αιωνιότητα. Με πρότυπα τους Αγίους που Τον έζησαν και Τον ζούνε, μπορούμε κι εμείς τελικά να Τον ακολουθήσουμε, βάζοντας τα τερπνά του κόσμου στην πραγματική τους διάσταση!
Ας ξαναφέρουμε στο προσκήνιο το ερώτημα της σωτηρίας. Και ας αναδιατυπώσουμε το «τις άρα δύναται σωθήναι;» (Ματθ. 19,25) των μαθητών, αντικαθιστώντας το με το «Τις άρα δύναται σώσαι ημάς;» και ας εμπιστευθούμε τον Χριστό!