Βασανιζόμενον πλοίον η ζωή των μαθητών χωρίς τον Χριστό. Ενώ γνώριζαν από φουρτούνες, από δοκιμασίες της θάλασσας, ενώ το πλοίο ήταν δικό τους και οι ίδιοι ήταν ψαράδες, απέναντι στις δυσκολίες του ανέμου ένιωθαν ότι βασανίζονται, γέμισε η καρδιά τους από φόβο και αγωνία για το τι μέλλει γενέσθαι. Και αυτός ο φόβος ήρθε σε έναν τόπο, τον οποίο γνώριζαν καλά. Ήταν η καθημερινότητά τους πριν συναντήσουν τον Χριστό. Ασφαλώς θα είχαν περιπέσει και στο παρελθόν σε αντίστοιχες φουρτούνες. Όμως τώρα απουσίαζε ο Διδάσκαλός τους. Ήταν μόνοι τους σ’ αυτή τη δοκιμασία. Και το βάσανο φαίνονταν χωρίς διέξοδο. Αντίστοιχη είναι και η δική μας ζωή. Δεν είναι μόνο οι υλικές δοκιμασίες, τις οποίες βιώνουμε στη λίμνη της ζωής. Είναι κυρίως ο φόβος και η αγωνία για το τι μέλλει γενέσθαι εξαιτίας του γεγονότος ότι αισθανόμαστε πως είμαστε μόνοι μας στη ζωή. Δεν βλέπουμε την παρουσία του Θεού, διότι είμαστε βέβαιοι για τη γνώση μας. Για τις δικές μας δυνάμεις. Για την ικανότητα να χειριστούμε το πλοίο της ζωής μας, μέρα και νύχτα, ανεξαρτήτως ανέμων. Θεωρούμε τους εαυτούς μας ικανούς και έτοιμους για κάθε περίσταση, με αποτέλεσμα όταν έρχεται μία μεγάλη δοκιμασία, ενίοτε και αναπάντεχα, να βασανιζόμαστε.
Βασανιζόμενον πλοίον η ζωή των μαθητών εξαιτίας του άγχους και του φόβου του θανάτου. Πώς είναι δυνατόν εμείς οι τόσο ικανοί και έμπειροι να κινδυνεύουμε να χάσουμε τη ζωή μας; Να μην μπορούμε να βρούμε αντίδοτο στον αναπάντεχο επισκέπτη, ο οποίος απειλεί να μας αρπάξει; Πώς ενώ παλεύουμε και γνωρίζουμε τι σημαίνει ζωή, ποια η αξία της, ενώ έχουμε τα αγαθά του πολιτισμού μας, την βεβαιότητα ότι είναι σύντομος ο δρόμος προς την απέναντι όχθη, την σωτηρία, την επιβίωση, διαπιστώνουμε ότι ο θάνατος καραδοκεί; Και θάνατος δεν είναι μόνο η αδυναμία του σώματος, του μυαλού, της καρδιάς να κρατήσει τη νεότητά του, τις δυνάμεις του, τη δίψα για πορεία που θα κρατήσει χρόνια, να υπερβεί τη φθορά, είναι και η αδυναμία της ψυχής να ελπίσει στον Δωρεοδότη της αιωνιότητας, να νικήσει τον εγκλωβισμό της στην εγκεφαλικότητα και να αναζητήσει φως και αγάπη.
Βασανιζόμενον πλοίον η ζωή των μαθητών, διότι δεν είναι δυνατή η πίστη. Έχουν δει τα θαύματα. Πριν από λίγο ο Διδάσκαλός τους προσέφερε τροφή σε χιλιάδες. Ξέρουν ότι ουσιαστικά δεν είναι μόνοι τους. Έχουν ως βάση της πορείας τους την παράδοσή τους, τη θρησκευτικότητά τους, ό,τι τους έκανε αναζητητές του Θεού και την ίδια στιγμή γνώρισαν τον Ίδιο τον Θεό που έγινε άνθρωπος, που τους συνάντησε, τους κάλεσε, τους διάλεξε, τους έδωσε τον εαυτό του, τους έδειξε τη δύναμή Του με το πλήθος των θαυμάτων που έχει επιτελέσει και όμως εκείνοι επιμένουν να αισθάνονται μόνοι τους. Δεν τολμούν να Τον επικαλεστούν, να προσευχηθούν σ’ Αυτόν εκείνη τη δύσκολη ώρα, διότι θεριεύει μέσα τους ο ορθολογισμός και λιγοστεύει ή εξαντλείται η πίστη. Είναι το ανθρώπινο «εγώ» που μπαίνει μπροστά κάθε δύσκολη ώρα. Είναι η αδυναμία να νιώσουν ότι Αυτός στον Οποίο πιστεύουν είναι δίπλα τους και τους παρακολουθεί, ακόμη κι αν δεν Τον βλέπουν. Αυτός είναι και ο δικός μας δρόμος. Πρώτα το «εγώ» μας και μετά η πίστη. Ξέρουμε ότι υπάρχει, αλλά δεν είναι δυνατή η αγάπη μας προς Εκείνον, ώστε Εκείνος να είναι η αρχή και το τέλος μας, το φως στο σκοτάδι μας.
Ο Χριστός περπατά στα κύματα για να δείξει στους μαθητές Του και στον καθέναν μας ότι δεν είμαστε μόνοι μας. Ότι ο θάνατος δεν μπορεί να μας νικήσει αν πιστεύουμε σ’ Αυτόν, ακόμη κι αν το ξημέρωμα αργεί και ο άνεμος είναι εναντίος. Αρκεί να αφήνουμε κατά μέρος το εγώ μας, τις γνώσεις μας, την πεποίθηση στον κόσμο και στον εαυτό μας και να Τον αφήνουμε Εκείνος να κοπάσει τον άνεμο και να κατευθύνει το πλοίο της ζωής μας στα ήρεμα νερά της Εκκλησίας, δηλαδή της κοινωνίας με το Θεανδρικό Πρόσωπο του Κυρίου. Κι εδώ η απόφαση είναι προσωπική, αλλά και συλλογική. Διότι στο πλοίο της ζωής επιβαίνουμε όλοι και ο καθένας μας μπορεί, εκτός από τους δικούς του κόπους, τις δικές του παραδόσεις, τον τρόπο που βλέπει την πορεία και τις δοκιμασίες, να εμπνεύσει στον άλλο την νίκη κατά της ολιγοπιστίας. Και τότε θα περάσουμε στη απέναντι όχθη, τόσο του παρόντος βίου, όσο και της αιωνιότητας.