Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2016

ἂ δέ ἡτοίμασας τίνι ἒσαι

«ἂ δέ ἡτοίμασας τίνι ἒσαι;»
Μια από τις πιο λιτές και την ίδια στιγμή πιο συγκλονιστικές παραβολές που είπε ο Χριστός για να δώσει στους ανθρώπους να κατανοήσουν τα μυστήρια της Βασιλείας του Θεού, να δούνε τον εαυτό τους σε σχέση μ’ αυτήν και να προβληματιστούν ώστε να μπούνε στην λογική της μετάνοιας, αφού δώσουν την αληθινή προοπτική στον τρόπο της ζωής τους είναι αυτή του άφρονα πλούσιου. Δεν υπάρχει άλλος άνθρωπος σ’ αυτήν. Ο πλούσιος είναι τόσο εγωπαθής, τόσο κλεισμένος στον εαυτό του, στην ηδονή που ο πλούτος του δίνει, ώστε ακόμη και τα λεγόμενα στην παραβολή είναι μονόλογος του πλουσίου, ένας διάλογος ουσιαστικά με τον εαυτό του ως φανταστικό ακροατή. Όχι μόνο δεν θέλει να προσφέρει κάτι από την ευφορία της χώρας του, αλλά δεν επιθυμεί ούτε τις σκέψεις του να μοιραστεί με κάποιον άλλο. Έχει χτίσει τα τείχη της εγωκεντρικότητας με τέτοιον τρόπο, ώστε και η χαρά του ακόμη να περιορίζεται στον ίδιο.
Σ’ αυτό το κλίμα λοιπόν αποφασίζει να γκρεμίσει τις αποθήκες του, να σοδιάσει ό,τι η γη του του έδωσε κι να πει στον εαυτό του «φάγε, πίε, ευφραίνου». Εκείνη την στιγμή της αποκορύφωσης της εγωκεντρικής ευτυχίας, του θριάμβου του ατομισμού, ακούγεται η φωνή ενός Προσώπου, το οποίο ήταν το μόνο που άκουγε χωρίς να φαίνεται, τον διάλογο του πλουσίου με τον εαυτό του. Είναι ο Θεός, Τον Οποίο ο πλούσιος είχε διαγράψει από την ζωή του, καθώς δεν σκέφτηκε καν να Τον ευχαριστήσει για την ευφορία των καρπών της γης του, ίσως αποδίδοντας τα πάντα στην καλή του τύχη ή στον κόπο του. Και ο Θεός, χωρίς να διαλέγεται με τον πλούσιο, του απευθύνει το αμείλικτο ερώτημα, αφού τον ενημερώνει ότι την ίδια κιόλας νύχτα (ο χρόνος που ο άνθρωπος βλέπει τον εαυτό του και καταστρώνει τα σχέδια της ζωής του, αμαρτάνει ή και αγιάζει) η ζωή του θα τελειώσει: «ά δε ητοίμασας τίνι έσται»; (Λουκ. 12, 20).
Σκληρό το ερώτημα του Θεού, το οποίο απευθύνεται σε όλους μας και δεν είναι αναγκαίο να φτάσει η ώρα του θανάτου για να το απαντήσουμε. Πρωτίστως μας ρωτά τι έχουμε ετοιμάσει στη ζωή μας. Πού είναι δηλαδή η καρδιά μας. Είναι στα υλικά αγαθά; Στις σχέσεις μας με τους οικείους μας; Στις ηδονές της παρούσας ζωής; Στους στόχους και τα όνειρά μας; Στην κριτική του κόσμου και των άλλων ανθρώπων; Είναι στο Θεό και στην αγάπη; Ο άφρων πλούσιος έχει δώσει την απάντηση. Ό,τι έχει ετοιμάσει έχει να κάνει με τον εαυτό του, το εγώ του. Θεωρεί τον τρόπο της ζωής του, αυτά που έχει ιδιοκτησία του. Δεσπόζει το «μου» στον διάλογο με τον εαυτό του. «Καθελώ μου», «Ψυχή μου». Δεν έχει ετοιμάσει κάτι που να θέλει να το προσφέρει στους άλλους, στο Θεό. Και η ώρα του θανάτου γίνεται λογοδοσία γι’ αυτόν. Δεν θα υπάρξει κανείς να τον υπερασπιστεί ενώπιον του Θεού, ούτε και κάποιος που να τον λυπηθεί αληθινά. Ήταν αυτός και ο εαυτός του. Το ερώτημα έρχεται και σε εμάς, διαπεραστικό. Επενδύουμε στον εαυτό μας, στο εγώ μας, ή ό,τι έχουμε προσπαθούμε να το μοιραστούμε με τους άλλους; Προσπαθούμε να αφήσουμε χώρο στην καρδιά μας για τους άλλους, στη ζωή μας, στα αγαθά μας, στις σκέψεις μας, σε κάθε τι; Κι αυτό με καλοσύνη και επίγνωση ότι χωρίς αγάπη η ζωή τελικά δεν έχει ουσιαστική αξία.
Σκληρό το ερώτημα του Θεού διότι μας υποδεικνύει ότι κάθε τι το οποίο έχουμε ετοιμάσει θα αποκτήσει νέο ιδιοκτήτη. Και αν για τα υλικά αγαθά αυτό είναι φυσικό και αναμενόμενο, αυτό που δεν προσέχουμε είναι πως και ό,τι άλλο ετοιμάζουμε, είτε για τον εαυτό μας είτε για τους άλλους, αποκτά νέο ιδιοκτήτη. αι το αντίστροφο, εφόσον η κακία, ο εγωκεντρισμός, η απληστία, η αγνωμοσύνη είναι ό,τι ετοιμάζουμε, σε πολλούς θα μεταδοθούν. Και στην αιωνιότητα όμως, θα κριθούμε με βάση ό,τι έχουμε ετοιμάσει στη ζωή μας.
Αυτό το « τίνι» του Θεού είναι φράση που χρειάζεται να μας προβληματίσει. Κάθε αγαθό στη ζωή είναι, εκτός από καρπός του κόπου μας, και δωρεά Εκείνου. Από την ίδια τη ζωή μας, μέχρι κάθε σχέση, κάθε κατάσταση η οποία μας προσφέρει αληθινή χαρά. Αλλά και κάθε δοκιμασία, είναι παραχώρηση από Εκείνον, για να μπορέσουμε να βρούμε τον δρόμο μας. Αληθινά δική μας είναι μόνο η αμαρτία, η εκλογή της ύπαρξής μας να σκέπτεται, να πράττει, να ζει χωρίς Θεό. Αυτό ήταν τελικά ο τρόπος του άφρονα πλούσιου. Ένας τρόπος που απέκλεισε το Θεό από τη ζωή του και τον έκανε να κλειστεί στον εαυτό του. Και όταν ο Θεός έρχεται να τον συναντήσει, η ιδιοκτησία του πλουσίου, ο εαυτός του επιστρέφει στο Θεό. Μόνο που τώρα δεν έχει πάνω του ίχνος αγάπης, για να μπορέσει να κρατηθεί από το Θεό. Να γίνει ο Θεός Εκείνος ο Τις που θα κρατήσει τον εαυτό του πλουσίου στην αιωνιότητα.
Ο Χριστός δεν δίνει για λογαριασμό του πλουσίου απάντηση, ούτε καν γράφει ότι πήγε στην κόλαση. Μας αφήνει να προβληματισθούμε και να δώσουμε εμείς την δική μας. Απάντηση μοναξιάς, εγωκεντρισμού, επένδυσης στον εαυτό μας και στα ίδια ή απάντηση εξόδου από το « εγώ» μας και απόφαση μοιράσματος, ευχαριστίας, αγάπης για να γίνει ο Θεός Εκείνος ο « Τις», στον Οποίο θα θέλαμε να ανήκουμε.