Ο Κύριος διέταξε το δαιμονικό πνεύμα να βγει από τον άνθρωπο. Και τότε ο δαιμονισμένος παρακαλεί το Χριστό να μην τον βασανίσει.
Το αίτημα του δαιμονισμένου ηχεί παράξενα. Βασανίζει ο Θεός τον άνθρωπο;
Εμείς γνωρίζουμε το Θεό ως το Θεό της αγάπης. Είναι δυνατόν Αυτός που είναι η όντως αγάπη να θέλει ο άνθρωπος να υποφέρει;
Ο ευαγγελικός λόγος βεβαίως αναφέρει ότι δεν ήταν ο δαιμονισμένος που μιλούσε, αλλά το δαιμόνιο.
Ο άνθρωπος μάλιστα που είχε κυριευθεί από τον διάβολο είναι ανώνυμος, ενώ το δαιμόνιο έχει όνομα. Ονομάζεται «λεγεών», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στο ερώτημα του Χριστού. Ο διάβολος καταλαμβάνει τον άνθρωπο, τον καθιστά ανώνυμο, τον καθιστά αναξιοπρεπή, επικίνδυνο για τους άλλους, τον απομακρίνει από το κοινωνικό σύνολο, τον αφήνει ανέστιο, τον οδηγεί στο μνήμα, τον νεκρώνει.
Βλέπουμε λοιπόν στο Ευαγγέλιο όχι ο Θεός, αλλά ο διάβολος να βασανίζει τον άνθρωπο. Κι όμως, ο άνθρωπος βρίσκεται σε τέτοια σύγχυση, που δεν γνωρίζει ποιος τον ελέγχει, ποιος τον ταλαιπωρεί, αλλά έχει γίνει ένα με τον βασανιστή του.
Πόσες φορές στη ζωή μας αναρωτιόμαστε γιατί ο Θεός να μας βασανίζει. Γιατί ο Θεός να επιτρέπει να χάνουμε την αξιοπρέπειά μας, καθώς οι άνθρωποι μάς περιφρονούν και μας λοιδορούν για τις επιλογές μας ή για τον χαρακτήρα μας, καθώς θεωρούμαστε ανέστιοι σε έναν κόσμο, ο οποίος μας θέλει ταυτισμένους με το πνεύμα και το ήθος του, καθώς ζούμε μοναχικοί επειδή πιστεύουμε στον Κύριο και δεν συσχηματιζόμαστε με το κοσμικό φρόνημα; Γιατί ο Θεός μας βασανίζει αφήνοντάς μας να περνάμε διάφορες δοκιμασίες; Γιατί το να είσαι χριστιανός σήμερα θεωρείται οπισθοδρόμηση και ξεπερασμένη επιλογή, ενώ προστίθεται στη ζωή μας το επιπλέον βάρος να μην έχουμε ούτε την χαρά να περνάμε καλά τόσο εμείς όσο και οι οικείοι μας;
Και δεν βλέπουμε οι άνθρωποι ότι αυτός που μας βασανίζει δεν είναι ο Θεός, αλλά ο διάβολος και το πειρασμικό πνεύμα. Δεν μας παρηγορεί το γεγονός ότι για το Θεό έχουμε όνομα και ότι δεν είμαστε απρόσωποι. Δεν μας παρηγορεί το γεγονός ότι έχουμε σπίτι, που είναι η Εκκλησία. Ότι έχουμε την αξιοπρέπειά μας, που μας δίδεται από την μετάνοια, καθότι αυτή λειτουργεί ως το κάλυμμα των αμαρτιών μας. Ότι μας δίδεται η ευκαιρία να αγαπήσουμε τον πλησίον μας, να προσφέρουμε σ’ αυτόν τα χαρίσματά μας, το περίσσευμα ή το υστέρημα των δωρεών του Θεού, υλικών και πνευματικών, ότι μπορούμε να καθόμαστε δίπλα στον Κύριο Ιησού τόσο στην θεία λειτουργία, όσο και σε κάθε πτυχή της ζωής της Εκκλησίας, να τρεφόμαστε από Εκείνον ως τον Άρτο της ζωής και να έχει η ζωή μας νόημα.
Βασανιζόμαστε από τον διάβολο οι άνθρωποι σήμερα. Με θέα τον κόσμο, μετρώντας τα πάντα με βάση την λεγεώνα της αμαρτίας, δεν χαιρόμαστε την χαρά της παρουσίας του Χριστού στη ζωή μας και στην ουσία ζηλεύουμε το να ζούμε εν τοις μνήμασι, όπως κάνουν όσοι είναι μακριά από το Θεό. Δεν βασανιζόμαστε από το Θεό. Γιατί ακόμη και τα όσα παραχωρεί ο Θεός να συμβαίνουν στη ζωή μας, είναι προς δόξαν Του, αλλά και για τη σωτηρία μας. Και αναπληρώνει τον κατά άνθρωπο πόνο με την ευλογία της δικής Του παρουσίας, δίδοντάς μας νόημα και χαρά.