Σάββατο 2 Μαΐου 2015

Η διαχείριση μιας απώλειας

Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός πως η φθορά επικρατεί στη ζωή μας. Χάνουμε αγαπημένα μας πρόσωπα εξ αιτίας του θανάτου, βλέπουμε τις σχέσεις μας με άλλους ανθρώπους να διαλύονται κυρίως από μικρο-εγωισμούς, τα όνειρά μας να μην μπορούν να πραγματοποιηθούν γιατί εκεί που στηρίξαμε τις ελπίδες μας δεν μπορούν να μας δώσουν νόημα ζωής ή ευτυχία, χάνουμε πολλές φορές και τον εαυτό μας γιατί δεν ξέρουμε ποιοι είμαστε, τι ζητάμε και που πορευόμαστε.
Την απώλεια ενός προσώπου πλήρους αγαθών έργων και ελεημοσυνών περιγράφει η σημερινή Αποστολική περικοπή από τις Πράξεις των Αποστόλων. Μάλιστα, περιγράφεται η παρουσία χηρών γυναικών που έκλεγαν γιατί έχασαν το στήριγμά τους. «Γιατί», άραγε το επέτρεψε αυτό ο Θεός; Και αυτή την τόσο καλή γυναίκα, την αγία, που τόσο βοηθούσε πήρε από τη ζωή;
Σε πολλές περιπτώσεις απώλειας ανθρώπων είτε ακούω που το φωνάζουν, είτε μου το λένε εμπιστευτικά, «ήθελα να σου προσφέρω κι άλλα», «δεν πρόσφερα ό,τι μπορούσα», «μήπως έπρεπε να κάνω και κάτι άλλο;»
Η κοινωνία με τα πρόσωπα είναι αυτή που δίνει το κατεξοχήν νόημα ζωής στον άνθρωπο. Ο άνθρωπος δεν υπάρχει για να είναι μόνος του. Την ίδια στιγμή, μέσα από την σχέση με τους άλλους ανθρώπους διαπιστώνει τον πραγματικό του εαυτό. Την δυνατότητα να αγαπήσει και τις δυσκολίες αυτής της κίνησης. Πόσο εγωκεντρικός είναι και πόσο δοτικός και ανοιχτός. Είμαστε πλασμένοι, ως εικόνες Θεού, για να κοινωνούμε ο ένας με τον άλλο. Κι αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο Χριστός σαρκώθηκε, σταυρώθηκε και αναστήθηκε. Για να μας δείξει ότι αυτή η κοινωνία δεν είναι μόνο οριζόντια, αλλά ξεκινά από την κάθετη διάστασή της. Από την σχέση μας με το Θεό, ο Οποίος «τον κόσμον ούτως ηγάπησε ώστε τον μονογενή αυτού υιόν δούναι, ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται, αλλ’ έχη ζωήν αιώνιον» (Θεία Λειτουργία του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου). Και ζωή είναι η κοινωνία. Η συνάντηση. Η σχέση μεταξύ των προσώπων.
Στην κοινωνία αυτή ο καθένας μας καλείται να δείξει αγάπη. Και η αγάπη ξεκινά από την απλή προσφορά. Από τα υλικά αγαθά, είτε όσα μας ανήκουν είτε όσα μπορούμε να δημιουργήσουμε, μέχρι την προσευχή και την πνευματική διακονία του πλησίον μας. Και η αγάπη γίνεται η αφετηρία της κοινωνίας με τους άλλους. Αυτή η έξοδος από τον εαυτό μας, όσο κι αν φαίνεται αυτονόητη, τελικά δεν είναι. Γιατί δεν είναι εύκολο να στερηθεί κάποιος χρόνο, διάθεση, αγαθά, ό,τι του ανήκει, για να το προσφέρει. Όχι ότι δεν είναι η φυσική μας κατάσταση. Αλλά επικρατεί το πνεύμα της αμαρτίας, δηλαδή της εγωισμού.
Ο χριστιανός συνήθως έχει τον λογισμό της ανταπόδοσης από το Θεό όποιας καλοσύνης, όποιας αγάπης, ακόμη και της συνολικής του επιλογής ως προσώπου να είναι η ζωή του σύμφωνη με το θέλημά Του. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μην μπορεί εύκολα να δεχθεί την δοκιμασία και την απώλεια. Έτσι φτάνει στο σημείο της απαρηγόρητης λύπης και του αναπάντητου «γιατί;», όταν διαπιστώνει ότι τόσο ο ίδιος όσο και οι οικείοι του, αλλά και οι σχέσεις του και τα αγαθά του και τα πρότυπά του υφίστανται την φθαρτότητα. Η πίστη όμως δεν νικιέται από την φθορά, αλλά επενδύει στην Ανάσταση. Και η ανάσταση δεν έρχεται χωρίς εμπιστοσύνη στο Θεό και το θέλημά Του, όπως επίσης και χωρίς την μετάνοια για τα λάθη και τις αμαρτίες μας. Καμία απώλεια δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί χωρίς την αυτογνωσία για την πορεία μας, όπως επίσης και χωρίς την αγάπη προς το Θεό. Δεν μας υποσχέθηκε ζωή χωρίς δυσκολίες. Το αντίθετο. Μας κάλεσε σε έναν πόλεμο τόσο εναντίον του κακού, όσο και εναντίον του ό,τι μας χωρίζει από Εκείνον. Και αυτός ο πόλεμος είναι συνεχής και συνοδεύεται αναπόφευκτα από απώλειες. Πρωτίστως αυτήν του «άτρωτου εγώ μας». Του αταπείνωτου φρονήματος. Αν δεν χάσουμε αυτά, τότε δεν μπορούμε να διαχειριστούμε καμία απώλεια.