Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2013

Βίβλος γενέσεως Ιησού Χριστού

«Βίβλος γενέσεως Ιησού Χριστού, υιού Δαυίδ υιού Αβραάμ» (Ματθ. 1,1). Με αυτή τη φράση ξεκινά το πρώτο Ευαγγέλιο της Καινής Διαθήκης. Και το απόσπασμα από τον ευαγγελιστή Ματθαίο έχει οριστεί από την Εκκλησία να διαβάζεται την Κυριακή πριν τη Γέννηση του Χριστού, τόσο για να μας υπενθυμίζει ότι ο Χριστός ήταν τέλειος άνθρωπος, με καταγωγή, πατρίδα, προγόνους και παρελθόν, όσο και να μας δείξει ότι η τομή την οποία έκανε στην Ιστορία του κόσμου δεν ήταν από έναν Θεό που μεταμορφώθηκε σε άνθρωπο, αλλά από Εκείνον που προσέλαβε την ανθρώπινη φύση, την ένωσε με την θεϊκή και την οδήγησε στον προορισμό της, που δεν είναι άλλος από την θέωση, την κοινωνία δηλαδή του ανθρώπου με το Θεό.
Η παράθεση των ονομάτων μαρτυρεί την πεποίθηση της Εκκλησίας ότι ο Χριστός ως άνθρωπος υπήρξε ιστορικό πρόσωπο. Δεν είναι μόνο οι μαρτυρίες των ιστορικών της εποχής και μάλιστα των μη χριστιανών (Τάκιτος, Ιώσηπος) που τεκμηριώνουν την βεβαιότητα της Εκκλησίας. Είναι και το γεγονός ότι ο Χριστός θεωρήθηκε από τους συμπατριώτες Του γνήσιος Ιουδαίος. Θα συναντήσουμε αρκετές αναφορές στην Καινή Διαθήκη, με χαρακτηριστικότερες την απορία των Ιουδαίων πώς γνώριζε να ερμηνεύει την Γραφή, μολονότι δεν είχε σπουδάσει και δεν είχε γίνει νομοδιδάσκαλος, για την άρνηση των συμπατριωτών Του στην Ναζαρέτ να δεχθούν το κήρυγμά Του, διότι δεν ανέχονταν «από τον υιό του Ιωσήφ», όπως πίστευαν ότι ήταν, να τους διδάσκει, για το προσωνύμιο «Ναζωραίος», το οποίο Τον συνόδευσε μέχρι το σταυρικό θάνατο. Αυτά τα στοιχεία μαρτυρούν πως ο γενεαλογικός κατάλογος τον οποίο παραθέτει ο Ματθαίος, γράφοντας ένα Ευαγγέλιο που απευθυνόταν στους χριστιανούς εξ Ιουδαίων, δείχνει ότι για την Εκκλησία ο Χριστός ήταν κατά πάντα άνθρωπος.
Στο απόσπασμα, το οποίο διαβάζουμε την Κυριακή προ Χριστού Γεννήσεως, ο ευαγγελιστής θα κάνει μία διάκριση. Χωρίς να αρνείται την ένταξη του Χριστού στην ιουδαϊκή κοινότητα, θα επισημάνει ότι η σύλληψη και η γέννησή Του δεν ήταν όμοια με αυτές των υπολοίπων ανθρώπων. Μιλά για έναν Θεό που λαμβάνει σάρκα και οστά, όχι με τον τρόπο που ξεκινά η ύπαρξη κάθε ανθρώπου, δηλαδή με την ένωση του άνδρα και της γυναίκας, αλλά στο πρόσωπο του Χριστού έχουμε έναν συνδυασμό του φυσικού με το θεϊκό (Ματθ. 1, 18).
Είναι μυστήριο η ενανθρώπηση. Είναι υπέρ την φύσιν γεγονός η Σάρκωση. Όμως δεν είναι και εκτός της φύσεως. Αλλιώς θα επρόκειτο για μία μεταμόρφωση του Θεού σε άνθρωπο, η οποία όμως δεν θα άφηνε περιθώρια στην ανθρώπινη ελευθερία να λειτουργήσει. Αν ο Θεός δε γινόταν άνθρωπος με την συνέργεια και του ανθρώπου, τότε κανείς μας δεν θα μπορούσε να γίνει θεός, αφού τα πάντα θα εξαρτώνταν μόνο από τον Θεό. Τότε θα είχαμε μόνο έναν απόλυτο προορισμό ή την μοίρα που θα επέλεγε ο Θεός σε ό,τι αφορά στην σωτηρία μας, στην κοινωνία μας δηλαδή με το Θεό και τη θέωση. Αφού ο άνθρωπος δεν διαδραματίζει κανένα ρόλο στην ενανθρώπηση του Θεού, τότε δεν έχει κανένα ρόλο ούτε στην υπόθεση της δικής του σωτηρίας. Όσους θέλει ο Θεός, αυτοί και θα σώζονται.
Υπάρχει κι ένα τρίτο σημείο, στο οποίο αξίζει να σταθούμε. Είναι το γεγονός της εκπλήρωσης των προφητειών της Παλαιάς Διαθήκης στο πρόσωπο του Χριστού. Ο ευαγγελιστής παραθέτει τον λόγο του προφήτη Ησαΐα ότι «ἰδού ἡ παρθένος ἐν γαστρί ἕξει καί τέξεται υἱόν καί καλέσουσι τό ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ» (Ματθ. 1, 23), για να δείξει στους ανθρώπους ότι ο Χριστός δεν είναι απλώς μία συνέχεια γενεαλογική των κατά σάρκα προγόνων Του. Έρχεται για να εκπληρώσει μία αποστολή: να υλοποιήσει την επαγγελία του Θεού για την αποστολή του Μεσσία στον κόσμο. Την ίδια στιγμή τερματίζει ουσιαστικά το δέντρο, γιατί και ο Ίδιος και το έργο Του ανήκουν σε όλους τους ανθρώπους. Δεν είναι η φυσική συγγένεια που θα Τον καταξιώσει, άξιο τέκνο δηλαδή μιας σπουδαίας γενιάς. Είναι το νέο δέντρο που θα ξεκινήσει από τον Ίδιο, δηλαδή η Εκκλησία, στο οποίο πλέον συγγενείς του Χριστού, φίλοι και παιδιά Του μπορούν να γίνουν όσοι αποδέχονται αυτή την διπλή αποστολή, όπως εκφράζεται με τα ονόματά Του: «Ιησούς» σημαίνει ότι «ο Θεός σώζει το λαό Του» δι’ Αυτού και «Εμμανουήλ» σημαίνει ότι «ο Θεός είναι μαζί μας». Όποιος αποδεχτεί ότι ο Θεός προνοεί, αγαπά και βρίσκεται συνεχώς μαζί με τον καθένα, ανήκει στον σεσωσμένο λαό, που δεν περιορίζεται μόνο στους Ιουδαίους, αλλά περιλαμβάνει σύμπασα την ανθρωπότητα, αρκεί να αναγνωρίσουν στο πρόσωπο του Χριστού τον Σωτήρα, αρκεί να επιστρέψουν κοντά Του, μετανοώντας για τις αμαρτίες και αρκεί να ζήσουν τη ζωή της αγάπης μέσα στην Εκκλησία.
Με την καταγραφή του γενεαλογικού δέντρου του Χριστού η Εκκλησία μας καλεί να εορτάσουμε τα Χριστούγεννα νιώθοντας χαρά, διότι για μας γεννήθηκε ο Σωτήρας, όχι όμως χωρίς εμάς. Να συνειδητοποιήσουμε το δώρο της ελευθερίας που μας δόθηκε και να αποδεχτούμε την πρόσκληση του Θεού, κατά τον λόγο του Μεγάλου Αθανασίου: «Ο Θεός ενηνθρώπησε, ίνα ημείς θεοποιηθώμεν». Και να αναζητήσουμε την πορεία μας προς τη θέωση παλεύοντας με την ελευθερία μας, μέσα στη ζωή της Εκκλησίας. Ας μην χάσουμε την ευκαιρία!

Πηγή: π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός