Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2012

μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε

Ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος ἔρχεταί τις παρὰ τοῦ ἀρχισυναγώγου λέγων αὐτῷ ὅτι τέθνηκεν ἡ θυγάτηρ σου· μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον. 50 ὁ δὲ  Ἰησοῦς ἀκούσας ἀπεκρίθη αὐτῷ λέγων· μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται. 51 ἐλθὼν δὲ εἰς τὴν οἰκίαν οὐκ ἀφῆκεν εἰσελθεῖν οὐδένα εἰ μὴ Πέτρον καὶ  Ἰωάννην καὶ  Ἰάκωβον καὶ τὸν πατέρα τῆς παιδὸς καὶ τὴν μητέρα. 52 ἔκλαιον δὲ πάντες καὶ ἐκόπτοντο αὐτήν. ὁ δὲ εἶπε· μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν ἀλλὰ καθεύδει. 53 καὶ κατεγέλων αὐτοῦ, εἰδότες ὅτι ἀπέθανεν.
Είχαμε πει την προηγούμενη Κυριακή, πως ο Θεός ούτε εκβιάζεται ούτε και εκβιάζει τους ανθρώπους να πιστέψουν κάνοντας ένα θαύμα, όπως αυτό που ζητούσε ο πλούσιος, την ανάσταση δηλαδή του Λαζάρου για να πείσει τους ασεβείς αδελφούς του.
Στην σημερινή ευαγγελική περικοπή βλέπουμε τρεις καταστάσεις πίστεως, θα λέγαμε. Την αιμορροούσα γυναίκα που πιστεύει πως και μόνο η αφή του ρούχου του Χριστού θα τη θεραπεύσει. Η γυναίκα έχει τη βεβαιότητα ότι αρκεί αυτό και μόνο, χωρίς να το ζητήσει από το Χριστό γιατί είναι σίγουρη ότι ο Χριστός γνωρίζει το πρόβλημά της και μπορεί να τη βοηθήσει. Από την άλλη, ο Ιάειρος, πιστεύει ότι ο Χριστός είναι ο μόνος που μπορεί να τον βοηθήσει, γι΄ αυτό και γονατίζει για να του ζητήσει βοήθεια. Ίσως, όμως, βάζει όρια στις δυνάμεις του Χριστού. Όταν το παιδί πεθάνει, ο Χριστός δεν μπορεί να βοηθήσει. Γι΄ αυτό και οι υπηρέτες του έρχονται να του πουν τη θλιβερή είδηση και να μην κουράσει άσκοπα το Διδάσκαλο. Τότε, δέχεται την ενθάρρυνση από το Χριστό να μην φοβάται, αλλά να πιστεύει. Και η τρίτη κατηγορία είναι αυτοί που όχι απλά αμφισβήτησαν το Χριστό, αλλά κορόιδευαν και γελούσαν όταν τους είπε ότι δεν πέθανε , αλλά σε λίγο θα σηκωθεί από ύπνο.
Για τις δύο πρώτες περιπτώσεις, το αποτέλεσμα ήταν θαυμαστό. Η τρίτη προφανώς δεν θα ήξερε τι να πει, αλλά θα μετέτρεψε τον θρήνο και το αβάσταχτο πένθος σε ξέφρενο πανηγύρι και ξεφάντωμα. Γι΄ αυτούς όλα απ΄ εδώ  ξεκινούν και εδώ τελειώνουν, αφού δεν πιστεύουν και δεν προσδοκούν κάτι άλλο.     
Για την αιμορροούσα γυναίκα, η πίστη ξεπερνάει την αποδοχή ότι ένα πρόσωπο, μία ιδέα, μία πραγματικότητα είναι αληθινή. Έτσι, υπερβαίνει το στοιχείο της διάνοιας ή τη χρήση ορισμένων κανόνων, τυπικών, διατάξεων με βάση τα οποία ο πιστεύων αισθάνεται ότι την τηρεί και την αποδεικνύει, γι΄ αυτό και ακουμπά το Χριστό, (κάτι που απαγορευόταν γι΄ αυτήν από το νόμο). Για την Εκκλησία η πίστη συνεπάγεται την σχέση προσώπων. Πιστεύω σημαίνει γνωρίζω ποιος είναι αυτός στον οποίο απευθύνομαι, θέλω να έχω σχέση μαζί του, τον ζητώ να υπάρχει στην καθημερινότητα της ύπαρξής μου, μπορώ να μιλήσω μ’ αυτόν και γι’ αυτόν, όπως όχι απλώς κάποιος πιστεύει, αλλά όπως αυτός που αγαπά. Στην περίπτωση του Θεού, η πίστη μας δεν μπορεί να είναι μία θρησκευτική αποδοχή ή εμπιστοσύνη, αλλά η αφετηρία της κοινωνίας με το υπαρκτό πρόσωπο του Θεανθρώπου, το Οποίο αποδεικνύει την παρουσία Του στη ζωή μας πρώτα μέσα από το Σώμα και το Αίμα Του, το οποίο καλούμαστε να κοινωνούμε, αλλά και μέσα από την περιγραφή του τρόπου με τον οποίον ο Χριστός φανερώνεται στη ζωή μας, δηλαδή μέσα από την κοινωνία με τον συνάνθρωπο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου