Σάββατο 8 Αυγούστου 2020

Πώς θα γίνω Άγιος;

Η ιστορία είναι η προσωπική ιστορία του πατρός Virgil Georgiou (Βιργιλίου Γκεωργίου), ιερέως Μολδαβικής καταγωγής.

Γράφει στο ημερολόγιό του ότι 15 ετών παραπονέθηκε στον πατέρα του ιερέα γιατί έχει το όνομα Βιργίλιος, χωρίς να υπάρχει προστάτης Άγιός του. Ο πατέρας τού εξήγησε ότι ο Βιργίλιος ήταν σπουδαίος ποιητής, και εάν ήθελε, μπορούσε να γίνει ο ίδιος Άγιος, ώστε οι επόμενες γενιές να έχουν Άγιο Βιργίλιο.

Εκείνος με χαρά πάει στο δωμάτιό του, έχοντας στόχο ζωής την Αγιότητα. Το βράδυ όμως δεν μπορεί να κοιμηθεί από την αγωνία να μάθει πώς γίνεται κάποιος Άγιος. Ξυπνά τον πατέρα του και τον ρωτά. Εκείνος μάλλον βιαστικά του απαντά:

- "Να αγαπάς τους εχθρούς σου".

Φεύγει πάλι για το κρεβάτι του αλλά μετά από λίγο τον επισκέπτεται ο πατέρας του γιατί ακούει αναφιλητά.

- Τί έχεις παιδί μου;

- Πατέρα δεν έχω εχθρό... άρα δεν μπορώ να γίνω Άγιος...

Και ο πατέρας απαντά:

- Είσαι ακόμα μικρός...κάποιος εχθρός θα εμφανιστεί στη ζωή σου...

Τα φέρνει έτσι όντως η ζωή και στα 60 του χρόνια ανακαλύπτει ποιος είναι ο δολοφόνος του πατέρα του. Και τότε το θυμήθηκε... Να η ευκαιρία... Να τον συγχωρέσει για να βαδίσει τα πρώτα σκαλιά της αγιότητας!

Εάν όλα τα παραπάνω μοιάζουν ως παραμύθι, δεν είναι. Μάλλον σαν παραμύθι μοιάζει η δική μας προοπτική να βρούμε τη δύναμη να συγχωρούμε φίλους και εχθρούς...

--------------------------------------------------------------------------------------------

Ο μεγάλος Γερμανός συγγραφέας Έρχαρτ Κέστνερ έκανε την εξής εξομολόγηση:

«Στα 1952 πήγα για πρώτη φορά μετά το πόλεμο, στην Αθήνα. Η γερμανική πρεσβεία, όταν άκουσε πως είχα πρόθεση να πάω στη Κρήτη, μου συνέστησε, επειδή ήταν πολύ νωρίς ακόμα και οι πληγές από τη γερμανική κατοχή ανεπούλωτες, να λέω πως είμαι Ελβετός. Αλλά εγώ τους ήξερα τους Κρήτες. Από την πρώτη στιγμή είπα πως ήμουν Γερμανός και όχι μόνο δεν κακόπαθα, αλλά έζησα παντού όπου πέρασα τη θρυλική κρητική φιλοξενία.

Ένα σούρουπο, καθώς ο ήλιος βασίλευε, πλησίασα το γερμανικό νεκροταφείο, έρημο με μόνο σύντροφο τις τελευταίες ηλιαχτίδες. Έκανα όμως λάθος. Υπήρχε εκεί και μια ζωντανή ψυχή, ήταν μια μαυροφορεμένη γυναίκα. Με μεγάλη μου έκπληξη την είδα ν' ανάβει κεριά στους τάφους των Γερμανών νεκρών του πολέμου και να πηγαίνει μεθοδικά από μνήμα σε μνήμα. Την πλησίασα και τη ρώτησα. Είστε από εδώ; Μάλιστα. Και τότε γιατί το κάνετε αυτό; Οι άνθρωποι αυτοί σκότωσαν τους Κρητικούς». Και γράφει ο Κέστνερ. «Η απάντηση μόνο στην Ελλάδα θα μπορούσε να δοθεί». Απαντά η γυναίκα. «Παιδί μου, από τη προφορά σου φαίνεσαι ξένος και δεν θα γνωρίζεις τι συνέβη εδώ στα ΄41 με ΄44. Ο άντρας μου σκοτώθηκε στη μάχη της Κρήτης κι έμεινα με το μονάκριβο γιο μου. Μου τον πήραν οι Γερμανοί όμηρο στα 1943 και πέθανε σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως στο Σαξενχάουζεν. Δεν ξέρω πού είναι θαμμένο το παιδί μου. Ξέρω όμως πως όλα τούτα ήταν τα παιδιά μιας κάποιας μάνας, σαν κι εμένα. Και ανάβω στη μνήμη τους, επειδή οι μάνες τους δεν μπορούν να 'ρθουν εδώ κάτω. Σίγουρα μια άλλη μάνα θα ανάβει το καντήλι στη μνήμη του γιου μου».  

Δεν υπάρχουν σχόλια: