Σάββατο 4 Ιουλίου 2020

ουδέ εν τω Ισραήλ τοσαύτην πίστιν εύρον

Στη ζωή μας συχνά συναντούμε ανθρώπους που μας εκπλήσσουν. Που επιδεικνύουν συμπεριφορά και ήθος εντελώς διαφορετικό από αυτό που περιμένουμε. Άνθρωποι που συγχωρούν, ενώ περιμένουμε να μας απορρίψουν ή να μας τιμωρήσουν. Άνθρωποι που μας προσέχουν, ενώ περιμένουμε να μας προσπεράσουν αδιάφορα. Άνθρωποι που βγάζουν μία πίστη αναπάντεχη, όχι μόνο στον Θεό, αλλά και στον εαυτό τους και στον συνάνθρωπο.
Για έναν τέτοιον άνθρωπο θαύμασε και απόρησε ο Χριστός. Επρόκειτο για έναν Ρωμαίο εκατόνταρχο, ο οποίος πήγε να παρακαλέσει τον Κύριο να θεραπεύσει έναν παράλυτο δούλο που είχε και ο οποίος ήταν κατάκοιτος υποφέροντας. Στον λόγο του Χριστού ότι θα πάει στο σπίτι για να τον θεραπεύσει εκ του σύνεγγυς, ο εκατόνταρχος του επισημαίνει ότι δεν ήταν άξιος να Τον δεχτεί στο σπίτι του και Τον παρακαλεί με έναν λόγο Του να θεραπεύσει τον δούλο του. Τότε ο Χριστός θαυμάζει την στάση του και λέει στους μαθητές και σε όσους ήταν παρόντες στο περιστατικό: «Αμήν λέγω υμίν, ουδέ εν τω Ισραήλ τοσαύτην πίστιν εύρον» (Ματθ. 8, 10). «Σας βεβαιώνω πως τόση πίστη ούτε ανάμεσα στους Ισραηλίτες δε βρήκα». Αν από όσους ανήκαν στον περιούσιο λαό του Θεού, τους Ισραηλίτες, θα ήταν αναμενόμενη μια τέτοια πίστη, σε έναν ειδωλολάτρη και μάλιστα ισχυρό κοινωνικά και πολιτικά, κάτι τέτοιο φαντάζει εντελώς αναπάντεχο.
Για ποιους λόγους όμως ο εκατόνταρχος δείχνει τέτοια συμπεριφορά;
Καταλαβαίνει ότι η εξουσία του είναι τίποτε μπροστά στην ματαιότητα και τη φθορά της ζωής, την αρρώστια και τον θάνατο. Αυτό που δεν συνειδητοποιούμε οι περισσότεροι άνθρωποι είναι πως ανεξαρτήτως των μέσων που έχουμε στη διάθεσή μας, της τεχνολογίας, του πολιτισμού, των χρημάτων, των αγαθών, της θέσης μας, έρχεται η στιγμή που αναδεικνύεται ενώπιόν μας όλη η ματαιότητα της ζωής. Κι αυτή είναι η ώρα της αδυναμίας, της φθοράς, του θανάτου. Εκεί καταλαβαίνουμε ότι είμαστε ανήμποροι. Αν όμως αυτό το συνειδητοποιούσαμε χωρίς να χρειάζεται να φτάσουμε στην σκληρότητα της οδύνης, αλλά να είχαμε καταλάβει ότι κάθε εξουσία από μόνη της δεν είναι αρκετή για να αντιμετωπίσει τα υπαρξιακά ερωτήματα, να δώσει απάντηση στο μεγαλύτερο εμπόδιο της ζωής που είναι το ίδιο το τέλος της και να μας βοηθήσει να το υπερπηδήσουμε, τότε θα είχαμε νικήσει όποια αλαζονεία έχουμε είτε για τη θέση μας, είτε για τα χαρίσματά μας είτε για όσα αποκτήσαμε με τον κόπο μας ή μας δόθηκαν.
Ο εκατόνταρχος ακόμη είναι άνθρωπος αγάπης. Νοιάζεται για όλους όσους έχει στη δούλεψή του, επομένως και για έναν δούλο, τον οποίο τον βλέπει σαν παιδί του. Η αγάπη τον κάνει να βλέπει την μοναδικότητα της αξίας του καθενός ανθρώπου. Δεν βλέπει τους άλλους ως αντικείμενα, ως αυτούς που θα τους χρησιμοποιήσει και θα τους πετάξει. Τους βλέπει ως πρόσωπα. Και πονά εξίσου για τον στρατιώτη που είναι υπό τις διαταγές του, για τους συγγενείς του, αλλά και για τον τελευταίο δούλο του. Δεν είναι εξουσιαστής επομένως, αλλά πατέρας. Και νιώθει ότι και ο Χριστός αυτό είναι για τους ανθρώπους. Πατέρας και φίλος. Άρα θα ενεργήσει το καλό για τον ασθενή.
Τέλος, ο εκατόνταρχος δε θέλει το θαύμα για να δοξαστεί διά μέσου του Χριστού ο ίδιος. Συνήθως οι άνθρωποι όταν μας συμβαίνει κάτι ξεχωριστό στη ζωή μας, το προβάλλουμε, το αναδεικνύουμε, ακόμη κι αν δεν είναι δικό μας κατόρθωμα. Είδατε πόσο αξίζουμε που ο Θεός μας δίνει αυτό ή εκείνο; Είδατε πόσο ξεχωριστοί είμαστε που ο Θεός καταδέχεται να εισέλθει στον οίκο της ψυχής μας; Ο εκατόνταρχος δε ζητά κάτι τέτοιο. Νιώθει πως είναι αδύνατον για τον εαυτό του να χωρέσει τον Θεό στην οικία του, δεν θέλει το θαύμα για να επιδειχθεί ο ίδιος, αλλά αρκείται στην χάρη και το έλεος του Θεού.
Αυτός είναι ο δρόμος της αυθεντικής πίστης. Η διάκριση ανάμεσα στο τι αξίζει πραγματικά και τι είναι μάταιο, η αγάπη που γίνεται έγνοια πατρότητας για τον άλλο, αλλά και η ταπεινοφροσύνη, η αίσθηση ότι δεν κάνουμε κάτι για να αποδείξουμε ποιοι είμαστε ή τι αξίζουμε ή τι μας χρωστά ο Θεός, αλλά γιατί έχουμε επίγνωση των ορίων μας και δε μας χρειάζεται η δόξα των ανθρώπων.