Σάββατο 19 Ιανουαρίου 2019

«Ποιος και γιατί»

Ο Χριστός πορευόταν ανάμεσα στην περιοχή της Σαμάρειας και της Γαλιλαίας και συνάντησε δέκα λεπρούς. Αυτοί δεν τολμούσαν να Τον πλησιάσουν. «Έστησαν πόρρωθεν» (Λουκ. 17, 12). Στάθηκαν από μακριά. Μόνος τρόπος για να απευθυνθούν σ’ Αυτόν ήταν να φωνάξουν. «Ήραν φωνήν» (Λουκ. 17,13). Μόνος λόγος μπορούσε να είναι το «ελέησον ημάς». Ο Χριστός θα τους προτρέψει να πάνε στους ιερείς του Μωσαϊκού Νόμου, οι οποίοι, εκτός των άλλων, έλεγχαν την σωματική υγεία των λεπρών ανθρώπων και μπορούσαν να διαβεβαιώσουν για την δυνατότητα επανένταξης στην κοινότητα, εφόσον είχαν γιατρευτεί. Με την φωνή Του απαντά στη δική τους φωνή. Μακριά Του μένουν. Μακριά Του τους στέλνει. Έλεος ζητούνε και Εκείνος τους ελεεί, καθώς, κατά τη διάρκεια της πορείας τους προς τους ιερείς, γίνονται καλά. Ο Χριστός εκπλήρωσε το αίτημά τους. Οι ίδιοι έχουν να συμμετάσχουν στην χαρά του θαύματος με δύο τρόπους. Ο ένας είναι να αφήσουν να βεβαιωθεί η ίαση. Ο άλλος είναι να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους σ’ Αυτόν που τους γιάτρεψε. Οι εννέα θα μείνουν στον πρώτο. Βλέπουν ότι γιατρεύτηκαν. Ξεχνούν όμως Ποιος τους γιάτρεψε. Υφίστανται το θαύμα στο σώμα τους. Το αντιλαμβάνονται και το βιώνουν με τις αισθήσεις τους. Δεν προχωρούν όμως να το φιλτράρουν με τη δύναμη της λογικής τους, για να δούνε Ποιος το έκανε και γιατί το έκανε. Μόνο ένας, αλλοεθνής, μισητός στους Ιουδαίους λόγω της καταγωγής του, Σαμαρείτης, «ιδών ότι ιάθη, υπέστρεψε μετά φωνής μεγάλης δοξάζων τον Θεόν, και έπεσεν επί πρόσωπον παρά τους πόδας αυτού ευχαριστών αυτώ» (Λουκ. 17, 15-17). Όταν είδε ότι θεραπεύθηκε, γύρισε δοξάζοντας με δυνατή φωνή τον Θεό, έπεσε με το πρόσωπο στα πόδια του Ιησού και Τον ευχαριστούσε. Πάλι με δυνατή φωνή μιλά στον Θεό. Μόνο που αυτή τη φορά δεν στέκεται μακριά Του. Δε ζητά πλέον το έλεος, αλλά ευχαριστεί από την καρδιά του προσκυνώντας τον Λυτρωτή Του. Αποδίδοντας την ευχαριστία, λαμβάνει από τον Χριστό την ευλογία της σωτηρίας. «Η πίστις σου σέσωκέ σε» (Λουκ. 17, 19).
Στη σχέση μας με τον Θεό σήμερα επικρατεί ο ορθολογισμός. Πολλοί δεν δέχονται την ύπαρξή Του ή αδιαφορούν γι’ Αυτόν. Ο Χριστός εξακολουθεί να περιοδεύει στις πόλεις και τη ζωή των ανθρώπων διά της Εκκλησίας, του λόγου και της εμπειρίας της. Οι άνθρωποι όμως δεν Τον βλέπουμε επειδή δε θέλουμε να Τον δούμε. Δεν βλέπουμε ότι είναι παρών στο μυστήριο της Ευχαριστίας και στην εκκλησιαστική ζωή. Είναι παρών στο πρόσωπο του συνανθρώπου μας. Είναι παρών όταν έχουμε αποφασίσει να ζητήσουμε το έλεός Του για να αποτινάξουμε την πνευματική λέπρα που παραμορφώνει το πρόσωπό μας. Την κακία. Την εμπάθεια. Τους λογισμούς που μας ταλαιπωρούν, που μας κάνουν εχθρούς του πλησίον μας. Αλλά και όταν η ζωή μας πηγαίνει όπως θα θέλαμε, δεν βλέπουμε το χέρι και τον λόγο Του πίσω από την πορεία αυτή. Μπορεί να βλέπουμε ότι γιατρευόμαστε ή ότι αντέχουμε στις δυσκολίες μας, αλλά δεν επιστρέφουμε με την καρδιά μας σ’ Αυτόν. Παραμένουμε μακριά Του. Μπορεί να φωνάζουμε, αλλά δεν είμαστε έτοιμοι εν ταπεινώσει να Τον προσκυνήσουμε και να Τον αποδεχθούμε ως τον Θεό μας. Μένουμε στην πρόσκαιρη εμπειρία των αισθήσεων, χωρίς να προσθέτουμε σ’ αυτές την λογική επεξεργασία του «Ποιος και γιατί».
Έχοντας περάσει πλέον οι εορτές των Χριστουγέννων και των Θεοφανείων, καλούμαστε να δούμε και μεις σήμερα πως αντιμετωπίζουμε τις εορτές και τη ζωή της Εκκλησίας. Μήπως μένουμε στην εμπειρία των αισθήσεων, χαιρόμαστε τη γιορτή, την παράδοση, την ομορφιά να μη είμαστε μόνοι μας, το να ακούμε τη φωνή και τον λόγο του Θεού, όμως δεν αφήνουμε τον νου μας να προσθέσει το «Ποιος και γιατί»; Ευχαριστία και πίστη ζητά ο Χριστός, αντί του ελέους Του. Ας Τον ζήσουμε!