Απέναντι σ’ αυτήν την κατηγορία των ανθρώπων, υπάρχουν και κάποιοι άλλοι, οι οποίοι λειτουργούν με σεμνότητα. Με μέτρο. Όχι μόνο δεν αυτοπροβάλλονται, αλλά προχωρούν σχεδόν κρυφά και αποφεύγουν να προκαλέσουν να ελκύσουν το ενδιαφέρον των άλλων για συγκεκριμένους λόγους. Περνούν χωρίς θόρυβο. Ει δυνατόν να μην τους αντιληφθεί κανείς. Είναι όσοι γράφουν ιστορία μέσα από την ταπεινή διακονία. Όσοι ζούνε και πορεύονται στον χρόνο όντας γνωστοί από λίγους που μπορούν να τους εκτιμήσουν, κυρίως όμως από τον Θεό. Αυτοί που δεν κραυγάζουν, δεν θέλουν να γίνουν διάσημοι, αλλά θα μείνουν στις καρδιές όσων τους συναντούν όντας οι γείτονες της διπλανής πόρτας, αυτοί που είναι διαθέσιμοι οτιδήποτε κι αν συμβεί, αυτοί που ξέρουν να αγαπήσουν, να συμπαρασταθούν.
Δύο ανθρώπινους τύπους, έναν επιφανή και έναν ταπεινό, συνάντησε ο Χριστός, όταν, μετά τη θεραπεία του δαιμονισμένου των Γαδαρηνών, επιστρέφει στην Καπερναούμ. Από την μία τον αρχισυνάγωγο Ιάειρο, γνωστό και σπουδαίο στην περιοχή, το δωδεκάχρονο κορίτσι του οποίου ήταν ετοιμοθάνατο. Από την άλλη μία αιμορροούσα γυναίκα, η οποία επί δώδεκα έτη ήταν καταδικασμένη στην ασθένειά της. Ξόδεψε όλη της την περιουσία στους γιατρούς, αλλά δεν κατάφερε τίποτε. Ο Ιάειρος πηγαίνει και παρακαλεί δημόσια τον Χριστό να έρθει στο σπίτι του και να γιατρέψει την άρρωστη θυγατέρα του. Η αιμορροούσα, αισθανόμενη ντροπή για τη ασθένειά της, αλλά και με μεγάλη ταπείνωση «προσελθούσα οπίσω ήψατο του κρασπέδου του ιματίου αυτού και παραχρήμα έστη η ρύσις του αίματος αυτής» (Λουκ. 8, 44). «Πήγε πίσω από τον Ιησού, άγγιξε την άκρη του ρούχου Του κι αμέσως η αιμορραγία της σταμάτησε». Κανείς δεν την είδε, στριμωγμένη κι αυτή μέσα στο πλήθος που περιτριγύριζε τον Ιησού. Μόνο ο Χριστός κατάλαβε ότι έφυγε από Αυτόν δύναμη θεραπευτική. Και όταν απαίτησε να φανερωθεί «ποιος Τον άγγιξε», τότε «τρέμουσα» (Λουκ. 8,47) η γυναίκα έπεσε στα πόδια Του και ομολόγησε ενώπιον όλων την αρρώστια και την ίαση. Για να ακούσει το «θάρσει, θύγατερ. Η πίστις σου σέσωκέ σε. Πορεύου εις ειρήνην» (Λουκ. 8,48). Στη συνέχεια ο Χριστός θα αναστήσει και την νεκρή κόρη του Ιάειρου, δείχνοντας ότι ο Θεός ακούει και βλέπει όσους αγαπούν και πιστεύουν, ανεξαρτήτως αν κάνουν θόρυβο ή μένουν κρυμμένοι.
Ας μείνουμε στην αιμορροούσα γυναίκα. Τρία είναι τα χαρακτηριστικά της παρουσίας της. Πρώτα το ότι προσπάθησε να αντιμετωπίσει την ασθένειά της με τα ανθρώπινα μέσα. Την επιστήμη. Τη γνώση. Δεν έμεινε απαθής στο πρόβλημά της. Μοιρολατρική. Παραιτημένη. Το δεύτερο είναι ότι πίστευε στον Θεό. Πίστευε ότι στα αδύνατα των ανθρώπων υπάρχει η δύναμη του Θεού και αυτή την πίστη την εξέφρασε στο πρόσωπο του Χριστού. Το τρίτο είναι η ταπεινή προσέγγιση. Δεν αισθάνθηκε ικανή να βγει δημόσια να ζητήσει το θαύμα. Άξια να παρακαλέσει ή να απαιτήσει. Μόνο αγγίζει κρυφά το ιμάτιο του Χριστού, δείχνοντας ότι δεν ήθελε τον θόρυβο, αλλά γνώμονάς της η ελπίδα ότι ο Θεός δε θα την απορρίψει για την αμαρτωλότητά της, καθότι εκείνα τα χρόνια η αρρώστια θεωρούνταν ως η τιμωρία από τον Θεό για τις αμαρτίες των ανθρώπων. Και αναγνωρίζοντας τη δική της αναξιότητα, αγγίζει. Και σώζεται.
Δε θέλει θόρυβο η πίστη. Η σχέση με τον Χριστό. Δε θέλει καμία δημοσιότητα. Συναίσθηση της αναξιότητάς μας θέλει. Ελπίδα και τόλμη να αγγίξουμε, όχι όμως γιατί δικαιούμαστε, αλλά γιατί Εκείνος μας αγαπά.