Οι άνθρωποι φλυαρούμε. Κρίνουμε και κατακρίνουμε, με κριτήριο το «εγώ» μας, την υπεροχή μας, την ευφυΐα και τα χαρίσματά μας ή αυτά που θεωρούμε ότι μας καθιστούν ξεχωριστούς. Έχουμε ένα αίσθημα αφ’ υψηλού θεώρησης του κόσμου, όταν κέντρο είναι μόνο ο εαυτός μας. «Εμείς ξέρουμε». «Εμείς έχουμε δίκιο». «Οι άλλοι είναι λιγότερο ικανοί από εμάς, δεν μπορούν να σκεφτούνε με τον δικό μας τρόπο που είναι ο σωστός». Έτσι ακόμη και οι όποιες αναζητήσεις μας δεν έχουν ως κριτήριο την αλήθεια και την αγάπη, αλλά να δείξουμε στους άλλους ποιοι είμαστε. Αυτός ο δρόμος έχει ως αποτέλεσμα να φτάνουμε στην μωρία. Διότι εύκολα παρασυρόμαστε από τον ατομοκεντρισμό μας, εύκολα κάνουμε λάθη, διότι η αλήθεια πάντοτε βρίσκεται μέσα από την σχέση μας με τους άλλους, με τις γνώσεις, με τις ιδέες, με την πίστη, η αλήθεια προϋποθέτει έξοδο, δηλαδή λόγο και αντίλογο, με πνεύμα ταπείνωσης και όχι την βεβαιότητα ότι το απόλυτα ορθό βρίσκεται σε μας. Μπορεί κάποτε τα συμπεράσματα στα οποία φτάνουμε να μην είναι ανόητα. Αν όμως δεν συνοδεύονται από μία συνολική στάση ζωής, η οποία να νοηματοδοτεί το ήθος και το βίωμά μας, αλλά και να μας κάνει να γνωρίζουμε ποιος είναι ο τελικός σκοπός μας, ακόμη και η σωστή κρίση, ακόμη και η επιτυχία θα έχουν πρόσκαιρα αποτελέσματα. Ίσως μας γεμίσουν αυταπάτες για το ποιοι είμαστε, για το τι μας χρωστούν ο Θεός, οι άλλοι, η ζωή και μέσα από την φανερή ή κεκρυμμένη έπαρση ζήσουμε το μάταιο και ανωφελές ως δήθεν ουσιώδες.
Ο απόστολος Παύλος, απευθυνόμενος στον μαθητή του Τίτο, επίσκοπο Κρήτης, τον συμβουλεύει: «Μωράς δε ζητήσεις και γενεαλογίας και έρεις και μάχας νομικάς περιίστασο. Εισί γαρ ανωφελείς και μάταιοι» (Τίτ. 3, 10). «Να αποφεύγεις τις ανόητες αναζητήσεις σε γενεαλογικούς καταλόγους, τις φιλονικίες και τις διαμάχες γύρω από τις διατάξεις του ιουδαϊκού νόμου, γιατί όλα αυτά είναι ανώφελα και μάταια». Ο απόστολος περιγράφει την νοοτροπία των καιρών, κατά την οποία οι θρησκευτικοί άνθρωποι έκαναν συζητήσεις και αναζητήσεις για τα πια επουσιώδη στοιχεία της θρησκευτικής τους πίστης, με σκοπό μέσα από αυτές να παραστήσουν τους ξεχωριστούς και τους ανώτερους στη γνώση. Όντας επιτηδευμένοι να δείξουν στους άλλους τον δήθεν εαυτό τους ως τον σπουδαίο και αληθινό. Έτσι η μωρία φάνταζε σοφία.
Στην αυθεντική εκκλησιαστική ζωή η μωρία των αναζητήσεων ξεπερνιέται με την ταπείνωση της αγάπης και του σταυρού. Δεν είναι κακό να ψάχνουμε νόημα, να έχουμε άποψη, να μην επαναπαυόμαστε στα όσα γνωρίζουμε. Αν όμως αυτή η αναζήτηση δεν έχει ως κριτήριο την αλήθεια, τον διάλογο που σημαίνει την ακρόαση της γνώμης του άλλου με σεβασμό, την αγάπη που γίνεται έμπρακτη άρση του σταυρού και της αγωνίας του άλλου και όχι επιθυμία αυτοδικαίωσης διά της νοημοσύνης, του αξιώματος, της δοκησισοφίας, τότε καθίσταται μωρία. Ακόμη κι αν η αδυναμία της φλυαρίας υπάρχει στην καρδιά και τον χαρακτήρα μας, ας μην λησμονούμε το τι ζητά ο Θεός από εμάς: την επίγνωση της σωτηρίας μας που περνά μέσα από την Βασιλεία Του, τον τρόπο δηλαδή και τα πρόσωπα της Εκκλησίας.
Οι μωρές ζητήσεις είναι έπεα πτερόεντα. Χάνονται και δεν ωφελούν. Μπορεί να είναι ανθρώπινη ανάγκη κάποτε. Αν όμως γίνονται ο κανόνας, όπως στους καιρούς του Διαδικτύου, της ματαιοδοξίας και της ματαιότητας του πολιτισμού μας, τότε μας αποπροσανατολίζουν από την αυθεντική πνευματική ζωή, που έχει να κάνει με την αλήθεια, την αγάπη, το ουσιώδες, το πρόσωπο δηλαδή του Χριστού και τα πρόσωπα των ανθρώπων. Μόνο που κι εκεί η όποια αναζήτηση είναι ανάγκη να εισάγεται στην προοπτική της επαλήθευσης εν τη σχέσει. Εν τη παραδόσει. Όχι με κριτήριο το εγώ, αλλά το τι κομίζει η Εκκλησία ανά τους αιώνες. Και εκεί καλείται και η Εκκλησία να στρέψει τον λόγο της, για να δώσει καρπό εκατονταπλασίονα!