Σάββατο 17 Μαρτίου 2018

ω γενεά άπιστος

Μετά την μεταμόρφωσή Του ο Χριστός κατεβαίνει από το όρος Θαβώρ. Εκεί εμφανίζεται σ’ Αυτόν ένας πατέρας, ο γιος του οποίου ήταν υποδουλωμένος σε δαιμονικό πνεύμα. Ο πατέρας δεν απευθύνθηκε στον Χριστό, αλλά στους μαθητές Του. Θεώρησε ότι το χάρισμα του να βγάζει κάποιος δαιμόνια από τους άλλους ήταν μία αυτονόητη δωρεά του δασκάλου στους μαθητές. Ότι το θαύμα είναι μία εύκολη υπόθεση. Ότι δεν χρειάζεται η πίστη στον Χριστό, ο αγώνας του ανθρώπου να πλησιάσει τον Θεό, να συναισθανθεί την αμαρτωλότητά του, να ταπεινωθεί, να μετανοήσει, να ζητήσει, να υπομείνει, να περιμένει. Όλα μπορούν να διορθωθούν, αρκεί να υπάρχει μία παρέα θαυματοποιών στο όνομα του Θεού, διά των οποίων κάθε δυσκολία υπερβαίνεται. Και βέβαια οι μαθητές δεν μπόρεσαν να θεραπεύσουν το παιδί. Ο πατέρας πηγαίνει στον Χριστό, κατανοώντας ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Ομολογεί την αποτυχία του λογισμού του και την αποτυχία των μαθητών. Και τότε ο Χριστός αναφωνεί: «ω γενεά άπιστος, έως πότε προς υμάς έσομαι; έως πότε ανέξομαι υμών;» (Μάρκ. 9, 19) «Άπιστη γενιά! Ως πότε θα είμαι μαζί σας; Πόσον καιρό ακόμη θα σας ανέχομαι;». Ο πατέρας θα βρει την πίστη του, αφού συνειδητοποιήσει την ολιγοπιστία του, και ο Χριστός θα διώξει το δαιμόνιο, απαντώντας και στους μαθητές Του ότι το δαιμονικό γένος χρειάζεται «προσευχή και νηστεία» για να βγει από τη ύπαρξη, για να απαλλαγεί ο άνθρωπος από τον τρόπο του δαίμονα που τον υποδουλώνει και ψυχικά και σωματικά.
ω γενεά άπιστος Και σήμερα, κάποιοι, πορευόμαστε αδιάφοροι, σαν να μην υπάρχει ο Θεός. Είμαστε τόσο αδιάφοροι ζώντας με τον τρόπο του εαυτού μας. Έχουμε μεταθέσει την σχέση με τον Θεό στο μεταφυσικό πεδίο και επειδή βλέπουμε ότι έχουμε χρόνο μπροστά μας δεν αισθανόμαστε την ανάγκη ούτε να γνωρίσουμε ούτε να αγαπήσουμε ούτε να ακολουθήσουμε τον Θεό. Άλλοι είμαστε ολιγόπιστοι. Μένουμε στο συμφέρον μας. Όταν χρειαστούμε το Θεό, τότε σπεύδουμε να Τον επικαλεστούμε, αλλά όχι με την καρδιά μας. Δεν είμαστε έτοιμοι να αποδεχθούμε το θέλημά Του για μας, αλλά ζητούμε να Το διαμορφώσουμε κατά την δική μας κρίση. Γι’ αυτό και εύκολα απογοητευόμαστε και μελαγχολούμε έναντί Του. Άλλοι πάλι είμαστε άπιστοι. Ζητούμε σημεία για να πιστέψουμε, όχι για να αλλάξουμε την ζωή μας, αλλά για να βάλουμε στην λογική μας την ιδέα του Θεού ως μία από τις αλήθειες της ζωής. Και επειδή τα θαύματα δεν έρχονται στην προοπτική των αισθήσεων, αλλά στην προοπτική της ανοιχτής καρδιάς, η οποία ζητά αυθεντικά τον Θεό και παραδίδεται στην αγάπη Του, παραμένουμε «γενεά άπιστος».
Και προκαλούμε τον Θεό. Εξισώνουμε τον εαυτό μας μ’ Αυτόν. Διατρανώνουμε το δικαίωμά μας να είναι Εκείνος υποχρεωμένος έναντί μας. Τον κρίνουμε. Απαιτούμε. Και τελικά Τον αρνούμαστε. Παραδίδουμε τον εαυτό μας στο «γένος των δαιμόνων», οι οποίοι ακριβώς με τον ίδιο τρόπο φέρθηκαν και φέρονται έναντι του Θεού. Της ισοθεΐας. Της απαίτησης. Του εγωισμού. Της άρνησης. Και όπως οι δαίμονες παλεύουν να επιβληθούν με τον τρόπο τους σε όλους τους ανθρώπους, έτσι κι εμείς, θέτοντας τον Θεό υπό αμφισβήτηση ή ζητώντας από Αυτόν να εκπληρώσει το θέλημά μας, χωρίς εμπιστοσύνη, μεταφέρουμε τον τρόπο μας στους άλλους και γινόμαστε δημόσια πηγή απιστίας, ολιγοπιστίας, αδιαφορίας.
έως πότε ανέξομαι υμών; Ο Θεός δεν αποδέχεται την ανθρώπινη πρόκληση, για να αποδείξει ότι υπάρχει. Δεν είναι ένα παιχνίδι εξουσίας η σχέση Θεού και ανθρώπου, όπου ο Ισχυρός θέλει να αποδείξει στον αδύναμο ότι δεν μπορεί να Τον νικήσει. Ο Θεός θα σεβαστεί την ελευθερία μας και θα φύγει από κοντά μας. Θα μας εγκαταλείψει. Δεν θα μας ανεχτεί, όχι γιατί πρέπει να μας τιμωρήσει ώστε να επικρατήσει η δικαιοσύνη για τα κρίματά μας, αλλά γιατί εμείς αρνούμαστε την αγάπη Του με την απιστία μας. Δηλώνουμε ότι δεν χρειαζόμαστε την ανοχή Του, την αγάπη Του, την παρουσία Του στην ζωή μας. Ότι μπορούμε μόνοι μας.
Ο φιλάθρωπος Κύρος, όμως, δίνει και την λύση στο πρόβλημά μας. Την προσευχή και τη νηστεία. Διότι η προσευχή και η νηστεία που χρειάζονται για την εκδίωξη των δαιμόνων δεν είναι τίποτε άλλο παρά δήλωση προς τον Θεό ότι Τον αναγνωρίζουμε ως τον Κύριο της ζωής μας και ότι Τον εμπιστευόμαστε, αλλά και η δική μας κίνηση πίστης, να νηστέψουμε από ό,τι μας χωρίζει από την αγάπη Του, αμαρτία σώματος και ψυχής. Η στέρηση των δικαιωμάτων μας να καταναλώνουμε τα πάντα είναι μία εκούσια παράδοση της ελευθερίας μας στον Θεό και το θέλημά Του, κίνηση ταπείνωσης, την οποία οι δαίμονες απεχθάνονται. Ας αναφωνήσουμε λοιπόν κι εμείς στην ζωή της Εκκλησίας, μαζί με τον πατέρα του δαιμονιζόμενου παιδιού, το «πιστεύω, Κύριε, βοήθει μου τη απιστία»!