Ο λόγος του Παύλου όμως δεν είναι αναμάσημα απόψεων άλλων ή καρπός αυτοδικαίωσης. Είναι αυθεντικό βίωμα εμπειρίας Θεού. Κοινωνίας με τον ίδιο τον Χριστό και την ίδια στιγμή απόσταγμα πορείας αγάπης, ιεραποστολής, μαρτυρίου, θυσίας, κυοφορίας ανθρώπων εις Χριστόν. Δεν μιλά για μία εμπειρία άλλων, αλλά για μία κατάσταση που ζει ο ίδιος. Γι’ αυτό και είναι λόγος αυθεντικός. Την ίδια στιγμή είναι λόγος δικαιωμένος από την Εκκλησία. Δεν εξέφρασε μία προσωπική μαρτυρία, προσωπική διαβεβαίωση, αλλά έθεσε όχι μόνο την άποψή του αλλά τον ίδιο τον εαυτό του στην κρίση της Εκκλησίας. Και ήδη η Εκκλησία από την εποχή του τον είχε καταστήσει αυθεντία. Τον είχε αποδεχτεί και ως πρόσωπο, ως Παύλο τον Ταρσέα, και ως θεσμό, ως τον ιδρυτή κατά τόπους Εκκλησιών, αποδίδοντάς του ένα κύρος μοναδικό. Και ο λόγος του παραμένει εν ισχύι, όντας αποτυπωμένος στην Αγία Γραφή, διότι στους αιώνες παραμένει αυθεντικός. Και ο χρόνος μάς διαβεβαιώνει για την αλήθεια του. Άντεξε. Και θα αντέχει.
Είναι αυθεντικός λοιπόν ο λόγος του Παύλου διότι είναι μία πρόκληση αλλαγής. Μία πρόκληση εξόδου από το εγώ μας. Πρόκληση υπέρβασης του εαυτού μας, των φόβων μας, των αγωνιών μας, των όσων μας ταλαιπωρούν.
Η σημερινή Κυριακή είναι αφιερωμένη στους πατέρες της 4ης Οικουμενικής Συνόδου, που κατεδίκασε τους αιρετικούς μονοφυσίτες.
Οι ανά τους αιώνες αιρετικοί δεν είχαν ούτε θα έχουν αυτά τα τρία κριτήρια. Την εμπειρία σε προσωπικό επίπεδο του Χριστού. Την ταπείνωση να θέτουν την αλήθεια τους στην κρίση της Εκκλησίας με σεμνότητα συνήθως, αλλά και τη δέουσα μαχητικότητα, η οποία όμως δεν αποσκοπεί στην εξουθένωση και τη διάλυση των άλλων, αλλά στον φωτισμό τους. Οι αιρετικοί συστήνουν δικές τους εκκλησίες, για να δημιουργήσουν μία νέα παράδοση, προσελκύοντας όλους εκείνους που γοητεύονται από την αίσθηση της μαχητικότητας, της προσωπικής ερμηνείας, της παρηγοριάς που ξεγελά, του αταπείνωτου φρονήματος, μίας εγωιστικής βεβαιότητας ότι έχουμε δίκιο.
Γι’ αυτό και επιλέγουμε να είμαστε εντός της Εκκλησίας. Για να κρατιόμαστε στην αυθεντικότητα. Αρκεί να έχουμε σεμνότητα ψυχής, ώστε ακόμη και οι απόψεις μας ή η χρήση απόψεων άλλων που γεύτηκαν την εμπειρία του Χριστού, να μην μας αναγορεύουν σε αυτο-αυθεντίες, αλλά με σεβασμό προς το σώμα του Χριστού να εκφραζόμαστε χωρίς φόβο μεν, χωρίς όμως να γινόμαστε και τιμητές των πάντων που διαφωνούν με μας.