Ο απόστολος Παύλος, γράφοντας στους Ρωμαίους, εκφράζει μέσα από μία φράση, το πώς η πίστη βλέπει την καρδιά του ανθρώπου και πώς αυτό μεταφέρεται στον λόγο: «καρδία γαρ πιστεύεται εις δικαιοσύνην, στόματι δε ομολογείται εις σωτηρίαν» (Ρωμ. 10, 10). «Όποιος πιστεύει με την καρδιά του οδηγείται στη δικαίωση, κι όποιος ομολογεί με το στόμα οδηγείται στη σωτηρία».
Όποιος πιστεύει με την καρδιά, σημαίνει αγάπη που γίνεται πληρωτική της ύπαρξης. Σημαίνει ροπή του ανθρώπου να μοιράζεται τη ζωή και την ελπίδα με τον συνάνθρωπο. Να μη προτάσσει το προσωπικό συμφέρον. Το πνεύμα της εξουσίας. Την ιδιοτέλεια. Της ικανοποίησης των ατομικών επιθυμιών εις βάρος των άλλων. Καρδιά σημαίνει χαρά που προέρχεται από την αρετή. Από τον αγώνα για υπερνίκηση των παθών. Από το σβήσιμο της λύπης μέσα από την ελπίδα προς τον Θεό και την πρόνοιά Του. Καρδιά σημαίνει μεταμόρφωση του σύνολου ανθρώπου σε πρόσωπο, αγαπώσα ύπαρξη.
Η καρδιά συνδυάζεται με την δικαίωση του ανθρώπου. Συνήθως ο κόσμος βλέπει τη δικαίωση ως την επικράτηση των επιλογών, των θέσεων, των ιδεών, ως την προσωπική δόξα και τον θρίαμβο της προσωπικότητάς μας, ως την αποδοχή από τους άλλους, ως την εκπλήρωση των στόχων. Ως την απόδειξη ότι έχουμε δίκιο. Όμως η αληθινή δικαίωση έχει να κάνει με το άνοιγμα και την οικείωση της αιωνιότητας. Το να εκπληρώνει ο άνθρωπος το θέλημα του Θεού. Κι αυτό δεν είναι θέμα μόνο διανοητικό. Ιδεολογικό. Είναι κυρίως θέμα καρδιακό. Δεν αρκεί να πιστεύουμε με το μυαλό και το στόμα, αλλά η καρδιά μας να εμπιστεύεται τον Θεό και την αγάπη Του.
«Γιατί δεν έχουν καρδιά;». Το ερώτημα μάλλον πρέπει να διατυπωθεί αλλιώς. «Σε Ποιον και σε τι πιστεύει η καρδιά τους;». Η απουσία του αληθινού Θεού, της Εσταυρωμένης Αγάπης οδηγεί στην επίδειξη δύναμης, εξουσίας, οίησης. Η απάντηση δεν είναι να διώξουμε περαιτέρω τον Θεό από τις ζωές μας, αλλά να Τον καλέσουμε να τις μεταμορφώσει.