Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2014

«οἱ δέ βαστάζοντες ἔστησαν»

Με τη νεκρική πομπή που συνόδευε έναν νέο άνθρωπο συναντάται ο Χριστός στην πόλη Ναΐν. Και από την πένθιμη αυτή πορεία, ξεχωρίζει το πρόσωπο της μητέρας του παιδιού που κλαίει για τη σκληρότητα του θανάτου, την απώλεια του υιού της, την μοναξιά στην οποία βυθίζεται! Αυτή τη μάνα βλέπει και ο Χριστός και την σπλαχνίζεται. Σπλαχνίζεται και όλη την ανθρωπότητα που πορεύεται προς το θάνατο, την ανθρωπότητα που είναι δημιουργημένη κατ΄ εικόνα και ομοίωσή Του, αθάνατη. Έτσι, αποφασίζει να δείξει τη θεϊκή ευσπλαχνία στον άνθρωπο και δύναμη πάνω και στο θάνατο. Θα προχωρήσει, θα ακουμπήσει τη σορό και εκείνη τη στιγμή, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο ευαγγελιστής, «οἱ δέ βαστάζοντες ἔστησαν» (Λουκ. 7, 14). Σταμάτησαν να προχωρούν αυτοί που κρατούσαν το νεκροκρέβατο, μόλις είδαν το Χριστό να ακουμπά το νεκρό σώμα του μοναχογιού της χήρας.
Σταμάτησαν την πορεία προς την ταφή. Με την παρουσία του Χριστού, ακόμη και ο πιο σκληρός και ο πιο αδιάφορος άνθρωπος, μπορεί για μία στιγμή να σταματήσει να πορεύεται προς το θάνατο και το τέλος. Και είναι ο θάνατος όχι μόνο βιολογικός. Είναι η κάθε μορφή κακού και αμαρτίας που μας χωρίζει από την αγάπη του Θεού και μας κάνει να απομακρυνόμαστε από το συνάνθρωπο. Η παρουσία του Χριστού ρίχνει λίγο φως στα έγκατα της ύπαρξής μας. Μας κάνει να στεκόμαστε με προβληματισμό απέναντι στο ζήτημα του θανάτου. Μας κάνει να βλέπουμε από την μία πλευρά το Χριστό που είναι η Ζωή και η Ανάστασις και από την άλλη τους εαυτούς μας, οι οποίοι πορευόμαστε, όσο κι αν προσπαθούμε, ολοταχώς με τα φορτία του θανάτου φορτωμένα στις πλάτες της ύπαρξής μας. Βιοτικές μέριμνες, άγχη και αγωνίες, αδυναμία να αγαπήσουμε και να συγχωρήσουμε, αδυναμία να προσευχηθούμε, αδυναμία να αποδεχτούμε ότι ο θάνατος δεν είναι το τέρμα της ζωής μας.
Την ίδια στιγμή, τα δικαιώματά μας για ζωή, για χαρά και ευτυχία, για τις ηδονές του βίου τούτου, μας σπρώχνουν να προχωρήσουμε προς το μνήμα. Μας γεννούν την ψευδαίσθηση ότι έχουμε χρόνο. Ότι ο θάνατος είναι για τους άλλους και ότι εμείς με κάποιον τρόπο θα τον αποφύγουμε. Ή, έστω κι αν δεν τον αποφύγουμε, δεν ήρθε η ώρα μας. Έτσι, παρασυρόμαστε και πορευόμαστε κι εμείς με τους πολλούς, υποταγμένοι στο θάνατο. Ο Χριστός όμως, απλώνοντας το χέρι στη σορό, μας ζητά να περιμένουμε. Να έχουμε την μνήμη του θανάτου μεν, αλλά, την ίδια στιγμή, να στρέψουμε το βλέμμα μας σ’ Εκείνον με την ελπίδα ότι για όλους ο θάνατος νικήθηκε, αρκεί να είμαστε μαζί Του, δίπλα Του, αρκεί να μπορούμε τόσο όσο ζούμε, αλλά και όταν φεύγουμε απ’ αυτόν τον κόσμο να απλώσουμε το χέρι μας και να το βάλουμε στο δικό Του, για να μας παραδώσει στους συγγενείς μας εν πνεύματι, που είναι οι άγιοι της Εκκλησίας μας.
Ο Χριστός κάνει τους μεταφέροντας τη σορό να σταματήσουν. Μαζί μ’ αυτούς καλεί τον καθέναν από εμάς να σταματήσει την πορεία του προς το θάνατο που η ζωή μακριά απ’ Αυτόν φέρει, να σταματήσουμε να νικιόμαστε από την αμαρτία, να σταματήσουμε να ζούμε σα να μην υπάρχει ψυχή, να σταματήσουμε να κατατρωγόμαστε από την αγωνία και το άγχος για το αύριο, και να μην αποκάμουμε από τον πνευματικό θάνατο, ο οποίος μας απειλεί αιώνια. Μας καλεί να σταματήσουμε σε προσωπικό επίπεδο μια ζωή που δεν έχει ως κύριο γνώμονα και μέτρο την αγάπη προς τον πλησίον, αλλά την φροντίδα μόνο για το εγώ και τη σάρκα μας. Και να ζούμε με το ήθος της προσευχής και της άσκησης, που μας γεννά την ελπίδα της κοινωνίας μαζί Του, εντός της Εκκλησίας και της πνευματικής της ζωής.