Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου 2013

«Έξελθε απ’ εμού, ότι ανήρ αμαρτωλός ειμί Κύριε»

«Ανήρ αμαρτωλός ειμί». Πόσοι από εμάς θα αναφωνούσαμε αυτή τη φράση στη θέση του Πέτρου; Γευόμαστε την αφθονία των ευεργεσιών του Θεού στη ζωή μας και η σκέψη μας είναι ότι αυτά τα αγαθά τα δικαιούμαστε, γιατί εργαζόμαστε, γιατί έχουμε χαρίσματα, γιατί είμαστε ικανοί, γιατί οι άλλοι μας οφείλουν, γιατί ο κόσμος περιστρέφεται γύρω από εμάς. Ζούμε σε έναν πολιτισμό, άλλωστε, δικαιωμάτων, όπου ο καθένας μας θεωρεί ότι ο άλλος του οφείλει, ότι ο κόσμος και η κοινωνία οφείλουν να μας δώσουν αυτό που δικαιούμαστε. Και όχι μόνο αυτό. Μη έχοντας αυτογνωσία και μη κάνοντας αυτοκριτική, μεγεθύνουμε τις δυνατότητές μας και ζητούμε να είμαστε το κέντρο του κόσμου. Ακόμη και απέναντι στις ευεργεσίες του Θεού, δεν είμαστε έτοιμοι να δοξάσουμε και να ευχαριστήσουμε. Πόσο μάλλον να αναφωνήσουμε ότι είμαστε άνθρωποι αδύναμοι και αμαρτωλοί. «Ανήρ αμαρτωλός ειμί». Ο Πέτρος μπροστά στη δύναμη του Θεού συναισθάνεται το μέγεθος της αναξιότητάς του. Γνωρίζει αν είναι ικανός ψαράς. Γνωρίζει πότε τα ψάρια προσελκύονται και πότε όχι. Μπροστά στο Χριστό όμως συνειδητοποιεί το θαύμα της παρουσίας του Θεού στη ζωή του και εκεί όλες οι ικανότητες και οι γνώσεις του γίνονται σύντριμμα. Το μόνο που αισθάνεται είναι η αμαρτωλότητά του. Η ρυπαρότητα της ψυχής του. Το ότι δεν είναι τίποτα μπροστά στο Χριστό. Την οντολογική και πνευματική του ανυπαρξία. Πόσες φορές εμείς επιζητούμε το θαύμα; Και μάλιστα απαιτητικά από το Θεό; Χωρίς ταπείνωση, χωρίς συναίσθηση της θέσης μας μπροστά στο μεγαλείο του Θεού, της μικρότητάς μας. «Ανήρ αμαρτωλός ειμί». Ο Πέτρος συναισθάνεται την συγκατάβαση του Θεού, το άδειασμα που κάνει ο Θεός να έρθει στο κοντά του, δίπλα του, στο πλοίο του και ζητά από το Χριστό όχι να φύγει από τη ζωή του, αλλά να μη μένει κοντά του, γιατί εκείνος δεν μπορεί να αντέξει τη δύναμη της θεότητας. Πόσες φορές στη ζωή μας προσερχόμαστε να κοινωνήσουμε των αχράντων μυστηρίων, να λάβουμε το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, χωρίς να συναισθανόμαστε ότι είμαστε άνθρωποι αμαρτωλοί. Ότι η παρουσία του Χριστού ξεσκεπάζει το μέγεθος της πνευματικής μας ασθένειας. Και προσερχόμαστε με θράσος και έλλειψη επίγνωσης χωρίς ούτε καν να συμφιλιωθούμε με το διπλανό μας. Και όχι μόνο. Πόσες φορές ερχόμαστε απέναντι στην Εκκλησία και απαιτούμε από Αυτήν, χωρίς να συναισθανόμαστε ότι στην Εκκλησία οφείλουμε πρωτίστως να δώσουμε την αμαρτωλότητά μας, να αναγνωρίσουμε τις ελλείψεις μας και να καταθέσουμε με εμπιστοσύνη όχι την ελπίδα για πλούτο και για αναπλήρωση των υλικών μας αγαθών, αλλά την δίψα για μετάνοια και ταπεινότητα. Οι άνθρωποι παραμένουμε προσκολλημένοι στις βιοτικές μας μέριμνες, στους ιχθύες που πρέπει να αλιεύσουμε για να ζήσουμε. Η παρουσία του Χριστού στο πλοιάριο του καθενός, στη ζωή του, στην πορεία του, στα έργα του αποτελεί μία πρόσκληση ευχαριστίας, μετανοίας και ταπεινότητας, αλλά και αφορμή αγάπης και μοιράσματος. Αυτή είναι και η ουσία της ζωής της Εκκλησίας. Η απόδειξη της χαράς και της ευγνωμοσύνης για τα όσα ο Χριστός μας δίδει, κατά την καρδίαν μας, αλλά και κατά το τι αληθινά μας συμφέρει. Μέσα στην πραγματικότητα της κρίσης, όπου τα πάντα περιστρέφονται γύρω από τους αλιεύματα της επιβίωσης, ας παλέψουμε να δούμε τον κόσμο διαφορετικά, μέσα από αυτό το πρίσμα της συναίσθησης της αμαρτωλότητάς μας και ας πορευτούμε αναγνωρίζοντας την προτεραιότητα του Χριστού στη ζωή μας, για να νικήσουμε τον μεγαλύτερο πειρασμό: της αυτάρκειας και του ατομισμού. Και ταύτα πάντα τα υλικά προστεθήσεται ημίν, κατά τις αληθινές μας ανάγκες.