Σάββατο 13 Ιουνίου 2015

«ου γαρ οι ακροαταί του νόμου δίκαιοι παρά Θεώ, αλλά οι ποιηταί»


Ο Θεός δεν δικαιώνει αυτούς που ακούνε απλώς τον νόμο του, είτε αυτός είναι εκ φύσεως, είτε εκ συνειδήσεως είτε εκ διδαχής και εντάξεώς τους στην Εκκλησία, αλλά εκείνους που γίνονται ποιητές του, τον εφαρμόζουν έμπρακτα.
Πώς εφαρμόζεται ο φυσικός νόμος; Με την επίγνωση της ισότητας όλων των ανθρώπων έναντι του Θεού και της ζωής. Όταν ο καθένας μας καταλαβαίνει πως δεν είναι ανώτερος από τους άλλους, αλλά μετέχει στην κοινή ανθρώπινη φύση, στα υποστατικά της ιδιώματα, είναι κτιστός και φθαρτός, γεννιέται, μεγαλώνει και πεθαίνει, αναπτύσσει τις δυνατότητες και τα χαρίσματά του, όμως δεν είναι κάτι περισσότερο από τους άλλους μέσα στην διαφορετικότητά του. Άρα, αυτός που ακολουθεί το φυσικό νόμο σέβεται τον συνάνθρωπό του. Δεν συμπεριφέρεται με έπαρση και αλαζονεία έναντί του, αλλά συνυπάρχει. Και την ίδια στιγμή επιδιώκει να γνωρίσει τον πλησίον του και να τον κατανοήσει, για να μπορέσει να δημιουργήσει μαζί του μία υγιή κοινωνία.
Πώς εφαρμόζεται ο νόμος της συνειδήσεως; Όταν ο άνθρωπος αγωνίζεται να κατανικήσει την αμαρτία και το κακό, ό,τι δηλαδή τον χωρίζει από τον πλησίον του, που είναι η ιδιοτέλεια και το συμφέρον, ό,τι τον καθιστά ανήμπορο να συγχωρήσει τον άλλον, ό,τι είναι δείγμα αδικίας έναντί του, δηλαδή εκμετάλλευσής του προς ίδιον όφελος. Και την ίδια στιγμή, η συνείδηση οδηγεί τον άνθρωπο να μην παρανομεί, όχι από φόβο για τιμωρία ή ενοχή, αλλά από επιλογή ελευθερίας, γιατί γνωρίζει ότι μόνο όταν ο καθένας επιλέγει να σέβεται τους κανόνες και τις αξίες μπορούν αυτές να εφαρμοστούν αληθινά.
Υπάρχει και ο νόμος της διδαχής κατά Θεόν. Αυτός έχει να κάνει με την καινή εντολή της αγάπης, η οποία συνδυάζει τους δύο άλλους νόμους. Αυτός που πιστεύει στο Θεό και διδάσκεται το θέλημά Του, κατανοεί ότι καλείται να αγαπήσει όχι απλώς έναν συνάνθρωπο με τον οποίο είναι ίσος έναντι της φύσης και της ζωής, αλλά έναν συνάνθρωπο που είναι πρόσωπο, εικόνα Θεού, για τον Οποίο ο Χριστός σταυρώθηκε και αναστήθηκε. Και την ίδια στιγμή δεν παρανομεί όχι μόνο επειδή φοβάται το Θεό, αλλά και γιατί νιώθει ότι δεν έχει δικαίωμα να βλάψει, να πειράξει, να κάνει κακό στον άλλο, αλλά μάλλον το αγαθό, να ακολουθήσει δηλαδή τον δρόμο του Χριστού, τον δρόμο της θυσίας, της προσφοράς, της συγχώρεσης, της ταπείνωσης και της ζωής με γνώμονα και τον πλησίον. Αυτός που ακολουθεί τον νόμο της διδαχής κατά Θεόν υπάρχει γιατί αγαπά.
Το περί δικαίου αίσθημα λοιπόν οδηγεί στην κρίση των άλλων. Το κατά Θεόν δίκαιο, χωρίς να αρνείται την κρίση, την αφήνει στο Θεό και την ίδια στιγμή προτείνει την βίωση της διδαχής της αγάπης. Εκεί όπου δεν χρειάζονται οι νόμοι της φύσης και της συνείδησης, καθώς η αγάπη καλύπτει τα πάντα. Εκεί όπου ο χριστιανός δεν φοβάται τον κρατικό νόμο και την κοινωνική αποδοκιμασία, διότι ακολουθεί τον νόμο του Θεού που απορρίπτει κάθε παρανομία ως ένδειξη απουσίας αγάπης. Και προσδοκά την τελική κρίση του Θεού όχι για να αισθανθεί δικαιωμένος έναντι του κόσμου και των άλλων ανθρώπων, αλλά για να ζήσει την τελείωση της αγάπης που δεν θα γνωρίζει φθορά και ματαιότητα, ούτε θα απειλείται από την κακία και την αμαρτία.
Ζούμε σε μία εποχή εύκολης κατάκρισης των άλλων και σύγχυσης σχετικά με το τι επιτρέπεται. «Όλα επιτρέπονται» χωρίς Θεό. Ας ξαναγίνουμε ακροατές του νόμου Του και την ίδια στιγμή ποιητές του, με γνώμονα την αγάπη. Για να επέλθει αλλαγή νοοτροπίας στη ζωή μας και στη ζωή όσων σχετιζόμαστε.