Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2020

Η ΕΟΡΤΗ ΤΗΣ ΥΠΑΠΑΝΤΗΣ

Ο εορτολογικός κύκλος των Χριστουγέννων ολοκληρώνεται με μια εορτή σαράντα ημέρες αργότερα: είναι θεωρητικά η ημέρα του καθαρισμού της μητέρας ενός νεογέννητου, σύμφωνα με το Μωσαϊκό Νόμο (Λευ. 12, 2-4). Και λέμε θεωρητικά γιατί για την Υπεραγία Θεοτόκο δεν υπήρχε τέτοια ανάγκη, δεδομένου ότι η σύλληψη ήταν άσπορος και ο τοκετός άφθορος και ανώδυνος. Ταυτόχρονα δε ικανοποιείται και δεύτερη υπαγόρευση του Νόμου, σύμφωνα με την οποία κάθε πρωτότοκο αγόρι, ανήκοντας δικαιωματικά στο Θεό (Εξ. 13,15), έπρεπε να προσφερθεί στο Ναό και να εξαγοραστεί με τη προσφορά ενός ετήσιου αμνού ή δύο τριγωνιών ή δύο περιστεριών για τις φτωχές οικογένειες. Κι εδώ βέβαια φαίνεται το εξής παράδοξο: ο ίδιος ο Θεός, ο «πρωτότοκος Λόγος, Πατρός ανάρχου Υιός» να προσφέρεται στο Ναό και να έχει ανάγκη ανταλλαγής με την προσφορά των πτωχών! Απλά, θέλοντας ο Κύριος να ικανοποιήσει κάθε εντολή του Νόμου και να μη δώσει δικαιώματα για να κατηγορηθεί ως παραβάτης των ορισθέντων από τον Θεό, καταδέχεται τόσο την περιτομή την όγδοη ημέρα όσο και τον καθαρισμό την τεσσαρακοστή, υποτασσόμενος στον Νόμο, δίνοντας ταυτόχρονα και σε μας παράδειγμα υπακοής στο θείο νόμο.
Στην εκκλησία μας η εορτή αυτή, της τεσσαρακοστής ημέρας, είναι γνωστή με ένα όνομα που δεν παραπέμπει στα σχετιζόμενα με το Μωσαϊκό Νόμο στοιχεία, αλλά στο γεγονός της συνάντησης του νεογέννητου Χριστού με τον γέροντα Συμεών, στην υποδοχή του θείου βρέφους από τον Συμεών και την πρόσληψή Του στην αγκαλιά του, αλλά και στις προφητείες που ικανοποιήθηκαν και σε όσες διατυπώθηκαν από τον Συμεών και την γερόντισσα Άννα: είναι η εορτή της Υπαπαντής, που εορτάζεται στις 2 Φεβρουαρίου.
Άνθρωπος δίκαιος και ευλαβής ο Συμεών, ιερέας του Αληθινού Θεού, περίμενε την ικανοποίηση της θείας υποσχέσεως για τον ερχομό του Μεσσία. Πιστός και ενάρετος ζητούσε από το Θεό, την ικανοποίηση ενός πόθου: να αξιωθεί να συναντήσει τον Λυτρωτή του Κόσμου! Και έλαβε από το Θεό την διαβεβαίωση ότι αυτή η βαθειά του και άγια επιθυμία θα πραγματοποιηθεί, «μὴ ἰδεῖν θάνατον πρὶν ἢ ἴδῃ τὸν Χριστὸν Κυρίου.» (Λουκ. β, 26)! Τι κι αν πλέον λόγω γήρατος έχει αποσυρθεί από την ενεργό δράση, η ζωή του περιστρεφόταν γύρω από τη λατρεία του Θεού, τη μελέτη και την προσευχή. Γι΄ αυτό και την ημέρα του σαραντισμού του Χριστού λαμβάνει εσωτερική πληροφορία από το Άγιο Πνεύμα να μεταβεί στο Ναό.
Δεν ήταν πλέον δύσκολο να διακρίνει ποιος είναι ο μεγάλος αναμενόμενος! Βλέπει τη μητέρα που στέκεται με τις παρθένους, αναγνωρίζει τη λάμψη του βρέφους και ταυτόχρονα αισθάνεται να πλημυρίζει το είναι του από τη Χάρη του Θεού, από την παρουσία του Αγίου Πνεύματος, να πληρώνεται η ύπαρξή του, να κοινωνεί του Θείου. Και σ΄ αυτή την πνευματική τελειότητα αναφωνεί το «Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν σου, δέσποτα, κατὰ τὸ ῥῆμά σου ἐν εἰρήνῃ» (Λκ. β΄, 29). Δεν ζητά τον θάνατο γιατί πραγματοποιήθηκε η προφητεία να συναντήσει τον Μεσσία, αλλά γιατί βιώνει το Θεό στην αιωνιότητα. Θέλει, δηλαδή, να μείνει σ΄ αυτή την κατάσταση αιώνια και ζητά να φύγει εκείνη τη στιγμή από την παρούσα ζωή, η υλικότητα της οποίας θα τον επανέφερε σύντομα στα γήινα. Δεν φοβάται το θάνατο γιατί συνάντησε τη Ζωή. Παραδίδει την ψυχή του στα «χέρια» αυτού που κρατά σωματικά στα δικά του χέρια, σ΄ Αυτόν που λύτρωσε την ανθρωπότητα από κάθε κακό, πάθος, αμαρτία, θάνατο.
Και ενώ ο Συμεών ομολογεί την ικανοποίηση της υποσχέσεως που είχε λάβει ο ίδιος από το Θεό, προφητεύει για το σαρανταήμερο βρέφος: «Ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου, ὃ ἠτοίμασας κατὰ πρόσωπον πάντων τῶν λαῶν, φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν καὶ δόξαν λαοῦ σου Ἰσραὴλ» (Λουκ. β´ 30-32). Βλέπει δηλαδή ποιος πραγματικά είναι ο Χριστός. Ο Μέγας Βασίλειος λέει χαρακτηριστικά: «Ἄννα εὐηγγελίζετο, Συμεών ἐνηγκαλίζετο ἐν μικρῶ βρέφει τόν μέγαν Θεόν προσκυνοῦντες, οὗ τοῦ ὀρωμένου καταφρονοῦντες, ἀλλά τῆς Θεότητος αὐτοῦ τήν μεγαλοσύνην δοξολογοῦντες». Βλέπει δηλαδή, ότι το μικρό βρέφος που κρατά στην αγκαλιά του είναι «ὁ ἐν δρακί περιέχων τά σύμπαντα», ο Δημιουργός των πάντων, ο Μόνος Θεός.
Ακολούθως προφητεύει για τον τρόπο που ο κόσμος θα αντιμετωπίσει τον Χριστό: «Ἰδοὺ οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν ἐν τῷ Ἰσραὴλ καὶ εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον» (Λουκ. β´ 34), αλλά και για το τέλος που επιφυλάσσει ο εβραϊκός λαός στον Υιό της Παρθένου: «καὶ σοῦ δὲ αὐτῆς τὴν ψυχὴν διελεύσεται ρομφαία, ὅπως ἂν ἀποκαλυφθῶσιν ἐκ πολλῶν καρδιῶν διαλογισμοὶ» (Λουκ. β´ 35). Και ρομφαία που διαπέρασε την Παναγία απετέλεσε ο Σταυρικός θάνατος του γλυκύτατου τέκνου της που συνδυάστηκε αλλά και μέχρι σήμερα συνδυάζεται με λογισμούς ανθρώπων για το ποιος ήταν ο Χριστός: ιδεολόγος επαναστάτης, μεγάλος δάσκαλος, θεάνθρωπος; Και ταυτόχρονα με λογισμούς για το πρόσωπο της ίδιας της Μητέρας Του, έτσι όπως αμφισβητήθηκε και αμφισβητείται από τις διάφορες αιρέσεις.
Αυτή η αμφισβήτηση του Χριστού πρωτίστως, το σημείο αντιλεγόμενο, και της Παναγίας κατ΄ επέκτασιν, βάζει και μας μπροστά στο κύριο ερώτημα της εορτής: εμείς οι σημερινοί Χριστιανοί ποια Υπαπαντή γιορτάζουμε;, ή καλύτερα ποια Υπαπαντή περιμένουμε να γιορτάσουμε; Μας ενδιαφέρει η συνάντηση με το Θεό; Φροντίζουμε γι΄ αυτήν; Πως θα την πετύχουμε;
Ο γέροντας Συμεών είχε ως σημείο αναφοράς της ζωής του το Θεό. Όλα γι΄ αυτόν περιστρέφονταν γύρω από το Θεό. Ζούσε ευχαριστιακά. Έτσι κι εμείς θα πρέπει να μην εξοστρακίζουμε το Θεό από την καθημερινότητά μας. Θα ξεκινάμε και θα κλείνουμε την ημέρα μας με προσευχή και ευχαριστία για τα δώρα που μας προσφέρει: από την ίδια τη ζωή, τις αρετές, τα τάλαντα που μας προίκισε, τους ανθρώπους που μας πρόσφερε γύρω μας, μέχρι και τα υλικά αγαθά. Και όλα αυτά θα τα αντιπροσφέρουμε σε Αυτόν μέσα από το μοίρασμά τους στο σώμα της Εκκλησίας.
Ο Συμεών ήταν προσδεχόμενος τις επαγγελίες του Θεού. Ήταν σίγουρος πως ο Θεός θα πραγματοποιήσει τις υποσχέσεις του και περίμενε να τις βιώσει. Είχε πίστη ακλόνητη και βεβαία. Τέτοια πίστη στις επαγγελίες του Θεού, όπως αυτές αποτυπώνονται στο Ευαγγέλιο, τη ζωή και την παράδοση της Εκκλησίας καλούμαστε κι εμείς να καλλιεργήσουμε. Όπως τη βίωσαν όλοι οι Άγιοι της Εκκλησίας μας πριν από εμάς, αλλά και οι σύγχρονοί μας Άγιοι.
Ο Συμεών έγινε Θεοδόχος, γιατί αξιώθηκε να κρατήσει στην αγκαλιά του τον Θεάνθρωπο. Εμείς μπορούμε να κοινωνούμε το Χριστό στα μυστήρια της Εκκλησίας και να αγιάζει την σύμπασα ύπαρξή μας, καθιστώντας την Σώμα και Αίμα Του. Η συνάντηση του Συμεών με το Χριστό έγινε στο τέλος της ζωής του και κράτησε ελάχιστα λεπτά. Για χρόνια πολλά ο Συμεών έζησε με την αναμονή αυτής της συνάντησης, παιδαγωγούμενος μέσα από τα γεγονότα της καθημερινότητας του. Εμείς έχουμε την ευλογία και τη δυνατότητα της τακτικής κοινωνίας με το Θεό, μέσα στην Εκκλησία, παιδαγωγούμενοι, αίροντας τον Σταυρό του ο καθένας, αρκεί να μην λείψει η δίψα αυτής της κοινωνίας μαζί Του.
Για πολλούς ο Θεός είναι ανύπαρκτος, άρα δεν αναμένουν να Τον συναντήσουν. Κάποιοι ίσως έχουν το φόβο της συνάντησης μαζί Του όταν φύγουν από την παρούσα ζωή. Ας μην λησμονούμε όμως ότι η συνάντηση με τον Χριστό θα είναι αναπόφευκτη για κάθε άνθρωπο, όταν Αυτός έρθει ως Δίκαιος Κριτής. Τότε, όμως δεν θα υπάρχει η δυνατότητα να Τον υπαντήσουμε εμείς. Τότε ή θα μας είναι ο άγνωστος Κριτής ή ο οικείος και φίλος που συναντήσαμε πολλές φορές στην παρούσα ζωή!