Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2020

Τα παιδιά του Θεού!

Οι άνθρωποι έχουμε έντονο μέσα μας το αίσθημα της κτητικότητας. Μετράμε τι μας ανήκει και όχι μόνο ως προς τα υλικά. Μετράμε δικαιώματα. Την θέση που έχουμε στην ζωή, την εκτίμηση, το ενδιαφέρον των άλλων. Τα θέλουμε όλα δικά μας. Δεν συμβιβαζόμαστε εύκολα με κάτι λιγότερο από το “τα πάντα”. Συχνά ασφυκτιούμε μέσα σε περιβάλλοντα στα οποία αισθανόμαστε ότι η αξία μας δεν αναγνωρίζεται. Ότι αυτό που μας ανήκει, δεν μας δίδεται, είτε στο σπίτι, στην εργασία, στο φιλικό μας περιβάλλον, στην κοινωνία μας γενικότερα. Γι᾽ αυτό και συχνά αισθανόμαστε τον πειρασμό είτε να τα μαζέψουμε όλα και να φύγουμε από το περιβάλλον στο οποίο ζούμε είτε με μισή καρδιά να παραμένουμε, διότι δεν τολμούμε.
Ανάλογη κάποτε είναι και η σχέση μας με τον Θεό. Αισθανόμαστε σ᾽ αυτήν την σχέση ότι ο Θεός ζητά τα πάντα. Έτσι, μας στερεί τη δυνατότητα να χαρούμε την ζωή. Να αξιοποιήσουμε το μυαλό μας. Να κάνουμε το σώμα μας να χαρεί. Να μετάσχουμε στα αγαθά του πολιτισμού. Να έχουμε ως γνώμονά μας τις επιθυμίες μας. Να μην φοβόμαστε τον έλεγχό Του. Γι΄ αυτό, συνειδητά ή ασυνείδητα, μαζεύουμε τα πάντα από όσα δικαιούμαστε, και φεύγουμε μακριά Του. Δεν κατανοούμε ότι θέλουμε να ζούμε εγωκεντρικά, να έχουμε μια αυτάρκεια που νομίζουμε ότι θα διαρκεί για πάντα. Κι έτσι χάνουμε την πραγματική χαρά της ζωής, που είναι η αγάπη, η αγάπη του Θεού που νοηματοδοτεί τα πάντα. Και στο τέλος βλέπουμε τα πάντα να φθείρονται, η ζωή τελειώνει και η μοναξιά μας να μην χορταίνει με ξυλοκέρατα.
Υπάρχει όμως πάντοτε και μια άλλη κατηγορία ανθρώπων. Είναι εκείνοι που ενώ δεν φεύγουν από τον Θεό, εντούτοις δεν μπορούν να χαρούν την ζωή που ζούνε κοντά Του. Φοβούνται να δοκιμάσουν την χαρά της κοινωνικότητας, της αγάπης, του μοιράσματος. Έχουν μέσα τους ένα διαρκές “πρέπει”, ένα διαρκές “μη¨. Φοβούνται έναν Θεό, ο Οποίος στην πραγματικότητα είναι Θεός συγκατάβασης, αγάπης, ελπίδας και όχι άτεγκτης δικαιοσύνης. Τον θέλουν δίκαιο, για να ανταμείβει συνεχώς τους κόπους τους. Τον θέλουν δίκαιο, για να καταδικάζει τους άλλους, τους αμαρτωλούς, τους άσωτους, και να δικαιώνει τους ίδιους. Τον θέλουν δίκαιο, για να τους επιτρέπει αυτό που δικαιούνται, ενώ δεν τους το έχει απαγορεύσει ποτέ. Τα έχουν όλα δικά τους, αλλά φοβούνται να τα χαρούν!
Και οι δύο κατηγορίες ανθρώπων τα έχουν όλα εκ του Θεού. Το κυριότερο: την σωτηρία να είναι παιδιά Του. Την δωρεά της υιοθεσίας κατά χάριν. Στην μία λείπει η ταπείνωση να μείνουν κοντά Του και να χαρούνε την πληρότητα της αγάπης. Η περιπέτεια της ζωής όμως αφήνει περιθώρια για επιστροφή. Ακόμη κι αν έχουν χάσει τα πάντα, ο Θεός-Πατέρας τους τα ξαναδίνει, όχι για την μετάνοια μόνο, αλλά για την ταπείνωση που δείχνουν να Τον εμπιστευθούν καρδιακά, κυρίως στα πάντα των λαθών τους. Στην άλλη η ταπείνωση της παραμονής είναι ψεύτικη, διότι την αισθάνονται ως καταναγκασμό. Και γι᾽ αυτό κατακρίνουν. Έτσι, ενώ έχουν τα πάντα, δεν αγαπούνε τον Δωρεοδότη, αλλά Τον θεωρούν ως μέσο για να διατηρήσουν τα προνόμια, χωρίς να μπορούν να ξεφύγουν από ένα αίσθημα μιζέριας, διότι είναι αναγκασμένοι να είναι παιδιά Του. Κι έτσι είναι ικανοί να απαιτούν την πρωτοκαθεδρία κοντά Του, χωρίς τελικά να Τον αγαπούν αληθινά. Απλώς, υπολογίζουν την μέλλουσα ζωή και το όνομά τους.
Η παραβολή του Ασώτου Υιού είναι μία διαρκής υπενθύμιση σε όλους μας να αφηνόμαστε στην αγάπη, την ταπείνωση, την μετάνοια, να μπορούμε να χαρούμε την σχέση μας με τον Θεό ως παιδιά Του, να μην αυτοδικαιωνόμαστε, αλλά να πλαταίνει η καρδιά μας και να χωρά όλο τον κόσμο, ιδίως τους ασώτους, και να μην διαλέγουμε θρησκευτικά τον Θεό ως δικαστή και τηρητή του νόμου, αλλά ως Πατέρα που αγαπά, συγχωρεί και περιμένει δίπλα Του τους πάντες.