Πιστός είναι αυτός ο οποίος εμπιστεύεται το θέλημα του Θεού. Είναι αυτός ο οποίος δεν δεσμεύει την καρδιά στα δικά του, προσπαθεί στην ζωή του, θέτει στόχους αλλά αφήνει τον Θεό να φανερώσει την πρόνοιά Του. Σημαίνει ότι δεν απελπίζεται. Έτσι αναστέλλει την φθορά που έγκειται στην επιθυμία απολύτου ελέγχου της ζωής μας, στην εξουσία της, στην ρύθμιση και των λεπτομερειών της ή στην ικανοποίηση κάθε επιθυμίας, με άγνοια ή παραθεώρηση των νόμων και των εντολών του Θεού. Ο πιστός αξιοποιεί όλα του τα χαρίσματα, κοπιάζει, αλλά δεν περιμένει να γίνει η ζωή κατά το θέλημά του. Αφήνεται στον Θεό και την αγάπη Του.
Διάκονος είναι αυτός ο οποίος δεν ζητά να τον υπηρετήσουν, αλλά αυτός που σπεύδει να προσφέρει, να αγαπήσει, να δώσει. Διάκονος είναι ο ταπεινός. Είναι ο πρόθυμος να μοιραστεί ό,τι έχει και ό,τι του έχει δοθεί. Διάκονος είναι αυτός που δεν διακρίνει και δεν επιλέγει ποιους θα διακονήσει, αλλά είναι διαθέσιμος σε όλους. Όχι τόσο σ’ αυτούς που συμφέρει, αλλά κυρίως σ’ αυτούς που δεν έχει όφελος, κάποτε και στους εχθρούς του. Η προθυμία για διακονία είναι η κατ’ εξοχήν έκφραση της αγάπης και της ταπείνωσης, όπως επίσης και της συγχωρητικότητας. Ο διάκονος αναλώνεται, στο μέτρο του εφικτού και της αντοχής του, κάποτε και στην περίσσεια του, χωρίς να περιμένει αναγνώριση. Γι’ αυτό και είναι πρόθυμος να γίνει θέατρο και στους αγγέλους και στους ανθρώπους, διότι η διακονία του δεν αποσκοπεί στην δόξα των ανθρώπων αλλά στην δόξα του Θεού.
Επιθανάτιος είναι αυτός που έχει μέσα του ένα αίσθημα ανάλωσης, ότι τίποτε δεν του ανήκει, ούτε η ίδια η ζωή, αυτός που αναγνωρίζει ότι δεν μπορεί να ευχαριστήσει τον κόσμο, καθώς δεν ανήκει στον κόσμο, αλλά κλήθηκε να μεταμορφώσει τον κόσμο μέσα από την παρουσία του Θεού εντός του. Και η μεταμόρφωση έρχεται μέσα από την υπέρβαση του αξιακού συστήματος του κόσμου, όταν αυτό έρχεται σε ρήξη με τις αξίες του Θεού. Ο κόσμος θέλει εξουσία. Θέλει δόξα. Ο επιθανάτιος εργάζεται την διακονία και την ταπείνωση. Ο κόσμος θέλει ικανοποίηση επιθυμιών. Θέλει τον μηδενισμό. Θέλει την αυτοθέωση και την εξ αυτής δικαιολόγηση κάθε αμαρτίας. Ο Επιθανάτιος ζει με ασκητικότητα, υπομονή, κόπο, προσφορά, θέτει τα χαρίσματα στην διακονία του πλησίον χωρίς να απαιτεί ανταμοιβή. Ο κόσμος επιθυμεί τον θάνατο ανύπαρκτο, ο επιθανάτιος προσδοκά αιώνια ζωή.
Στην ζωή της Εκκλησίας είναι ωραίο να είναι κάποιος «έσχατος». Έχει μία μυστική, μεταμορφωτική χαρά ότι ο Θεός τον αγαπά, ότι μπορεί να προσφέρει αγάπη, ότι ακόμη κι αν είναι επιθανάτιος, η αγάπη θα μείνει. Και το βλέπει στα πρόσωπα όλων εκείνων που πιστεύουν, αλλά κάποτε και στα πρόσωπα εκείνων που δεν θέλουν να αποδεχτούν ότι η φθορά δεν νικιέται με την εξουσία, αλλά με την αγάπη. «Έσχατος» είναι ο κάθε άγιος. «Έσχατος» είναι και ο τελευταίος ανώνυμος κάτοικος του Παραδείσου. «Έσχατοι» μπορούμε να γίνουμε κι εμείς αν εμπιστευτούμε τον Πρώτο «Έσχατο». Τον Θεό που έγινε άνθρωπος για να μας οδηγήσει στην θέωση.