Παρ΄όλα αυτά, θα θέλαμε οι άλλοι να συμφωνούν μαζί μας. Όταν έχουμε δε την δυνατότητα, επιβάλουμε εξουσιαστικά την άποψή μας. Ταυτόχρονα θεωρούμε και δίκαιο την εφαρμογή των θέσεών μας και επειδή η δικαιοσύνη πρέπει να επιβάλλεται στις κοινωνίες, το δίκαιό μας είναι προς το συμφέρον όλων.
Και εδώ μπαίνει και ο Θεός. Χρειαζόμαστε έναν Θεό αυθεντία, ο Οποίος να συμφωνεί μαζί μας. Και επειδή εμείς τότε γινόμαστε εκφραστές του θελήματός Του, επομένως δεν είναι απλώς θέμα εξουσίας δικής μας ή δικαίωσής μας να συμφωνήσουν όλοι μαζί μας, αλλά θέμα υπακοής στην ανώτατη αυθεντία του κόσμου. Αυτοθεωνόμαστε έτσι και δεν μπορούμε να δεχτούμε τους άλλους, ιδίως εντός της εκκλησιαστικής κοινότητας, να έχουν διαφορετική αντίληψη. Μία πρέπει να είναι η αλήθεια και όχι πολλές. Έτσι δημιουργούνται τα σχίσματα, όταν υπάρχει η διαφωνία, όταν τονίζεται η ετερότητα.
Ο απόστολος Παύλος, απευθυνόμενος στους Κορινθίους, τους λέει το εξής: «παρακαλώ υμάς, αδελφοί, διά του ονόματος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ίνα το αυτό λέγητε πάντες και μη η εν υμίν σχίσματα, ήτε δε κατηρτισμένοι εν τω αυτώ νοΐ και εν τη αυτή γνώμη» (Α’ Κορ. 1, 10). « Σας ζητώ, αδερφοί, στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, να είστε όλοι σύμφωνοι μεταξύ σας και να μην υπάρχουν ανάμεσά σας διαιρέσεις, αλλά να είστε ενωμένοι με μία σκέψη και ένα φρόνημα». Είναι άραγε ουτοπικός αυτός ο λόγος ή κάτι άλλο θέλει να μας πει;
Ο απόστολος κατανοεί ότι δεν είναι δυνατόν οι άνθρωποι αφ’ εαυτού των να έχουν την ίδια γνώμη και να είναι σύμφωνοι μεταξύ τους, όσο πρυτανεύει η προοπτική της εξουσίας και της δικαίωσης. Για τον Παύλο όμως άλλες είναι οι συνισταμένες που ρυθμίζουν την ζωή: ο Χριστός και η αγάπη. Όσο κέντρο της πορείας μας είναι ο εαυτός μας, είναι αδύνατον να βρούμε τρόπο να συμφωνήσουμε με τους άλλους. Ή θα τους εξουσιάσουμε ή θα προσπαθήσουμε να κερδίσουμε με βάση τους νόμους. Όταν όμως η αναφορά της ζωής μας είναι στον Χριστό, όταν Εκείνος είναι το πρόσωπο το οποίο μας συνδέει, τότε θα βρούμε την κοινή γλώσσα, αυτή της αγάπης, η οποία θα μας βοηθήσει όχι να καταπνίξουμε την ετερότητά μας, αλλά να την κάνουμε να συναντηθεί με την ετερότητα του άλλου και να συμπορευτούμε αγαπητικά. Αν ο νους και η καρδιά μας είναι νους και καρδιά Χριστού, αν δηλαδή είμαστε ενεργά μέλη στην Εκκλησία η οποία δεν ζητά να εξουσιάσει ή να δικαιωθεί, αλλά να αγαπήσει, εννοείται εν αληθεία, τότε έχουμε βρει τον δρόμο ώστε οι διαφορετικότητές μας να συναντηθούν και να μιλήσουμε αυτήν την κοινή γλώσσα της αγάπης. Δεν θα με πειράζει τότε η γνώμη και η στάση ζωής του άλλου, αν βλέπω και εκείνον και την ζωή εν αγάπη. Το Ευαγγέλιο είναι ο οδοδείκτης. Αυτό σημαίνει πως ούτε θα δικαιώσω την αμαρτία μου ή την αμαρτία του άλλου, αλλά δεν θα αφήσω το κακό ή το ψεύτικο να διαστρέψει το νόημα της ζωής μου. Το εγώ από κυριαρχικό και δικαιωτικό θα γίνει αγαπητικό. Δοτικό και συγχωρητικό. Και τότε μία θα είναι η σκέψη και η στάση ζωής. Πώς μέσα από την διαφορετικότητά μου θα αγαπήσω, θα συμπληρώσω αυτό που λείπει από τον άλλον και πόσο ανοιχτός θα είμαι να συμπληρωθώ από την διαφορετικότητα εκείνου. Συνάντηση χαρισμάτων τότε γίνεται η ζωή μας και αυτός είναι ο δρόμος της Εκκλησίας.