Σάββατο 3 Αυγούστου 2019

Το καλάθι...


Ζούσε κάποτε, σ’ ένα χωριό μία χήρα πολύ φτωχιά με τον μοναχογιό της. Για να μεγαλώσει το παιδί της ξενοδούλευε, κι όταν ήρθε ο καιρός για να το σπουδάσει, πήγε κι έπεσε στα γόνατα μπροστά στην Παναγία κι έλεγε: «Παναγία μου, αξίωσέ με, εμένα την αμαρτωλή, να σπουδάσω τον μοναχογιό μου». Έτσι, με χίλιες στερήσεις και προσευχές κατάφερε η φτωχή χήρα να σπουδάσει τον γιο της γιατρό.
Κάποια μέρα, με το δίπλωμα στην τσάντα ξεκίνησε ο γιατρός να επισκεφτεί τη μάνα του, που είχε πια γεράσει, για να την ευχαριστήσει. Η μάνα τον υποδέχτηκε με πολλή χαρά και με βαθιά ευγνωμοσύνη στην Παναγία, που την αξίωσε να πραγματοποιήσει το όνειρο της ζωής της. Την άλλη μέρα, Κυριακή, πηγαίνει και ξυπνάει τον γιο της και του λέει: «Σήκω, γιε μου, να πάμε να ευχαριστήσουμε την Παναγία για την προκοπή σου.» Ο γιατρός, όμως, της αρνήθηκε να πάει στην εκκλησία, γιατί δεν πίστευε, όπως της είπε, και αυτά τα θεωρούσε ξεπερασμένα.
Η μάνα φαρμακώθηκε, δεν είπε τίποτε, μόνο πήγε μονάχη της κι έκλαψε μπροστά στην εικόνα της Μεγαλόχαρης με ευχαριστία αλλά και πόνο. Όταν γύρισε στο σπίτι, ο γιος της, ο γιατρός, τη ρώτησε: «Ε! Μάνα, τι κατάλαβες απ’ τα λόγια της εκκλησίας, εσύ, αγράμματη γυναίκα;».
Η χήρα δεν απάντησε, μόνο έπιασε ένα καλάθι από την αποθήκη και του λέει: «Γιε μου, το πρωί δεν με άκουσες να ΄ρθεις μαζί μου στην εκκλησία. Συγχωρεμένος να είσαι. Τώρα, όμως, θέλω να μου κάνεις μία άλλη χάρη και μη μου την αρνηθείς. Θέλω να πάρεις το καλάθι και να πας στο ποτάμι να μου φέρεις νερό». «Μα με το καλάθι να σου φέρω νερό, μάνα; Τόσο τα χεις χαμένα;», λέει εκείνος. «Πήγαινε εσύ για το χατίρι μου», του απαντάει εκείνη, «κι ό,τι θέλει ας γίνει».
Παραξενεμένος ο γιατρός, πηγαίνει στο ποτάμι, βουτάει μέσα το καλάθι, το βγάζει και γυρίζει στο σπίτι με το καλάθι άδειο. «Να, μάνα, το καλάθι σου, όπως μου το ‘δωσες. Σου την έκανα την χάρη. Βλέπεις εσύ να έχει νερό μέσα;», λέει ο γιατρός. «Ευχαριστώ, γιε μου, που μ’ άκουσες. Βλέπεις, όμως, εσύ το καλάθι, όπως σου το 'δωσα;», απαντάει η μάνα. «Ε ναι, μόνο που είναι βρεγμένο», αποκρίνεται ο γιος. «Βλέπεις, λοιπόν, γιε μου, ότι δεν είναι το ίδιο, όπως σου το 'δωσα; Το πήρες στεγνό, κατάξερο και μου το 'φερες μουσκεμένο. Έτσι κι εγώ πηγαίνω η αγράμματη στην εκκλησία. Δεν φέρνω τη σοφία της, αλλά είμαι δροσισμένη απ’ τη χάρη Της και αυτό με συντηρεί τόσα χρόνια και κατάφερα με τη χάρη Της να σε σπουδάσω».
Τότε κατάλαβε ο γιατρός, ότι ο Θεός «εμώρανε την σοφίαν του κόσμου τούτου… και τα μωρά του κόσμου εξελέξατο…» κι έβαλε μετάνοια στη μάνα του και πήγαν ύστερα μαζί στην εκκλησία κι ευχαρίστησαν την Παναγία.
(Μακαριστού Οικονόμου π. Ευέλθωντος Χαραλάμπους)