Οι προσκεκλημένοι του δείπνου, αρνούνται την παρουσία τους σ’ αυτό, χωρίς να έχουν αρνηθεί αρχικά την πρόσκληση. Η οργή του οικοδεσπότη ήταν μεγάλη και απέκλεισε από το δείπνο όλους εκείνους τους αρχικά εκλεκτούς, ενώ στη θέση τους έδωσε εντολή και εισήλθαν άνθρωποι που δεν είχε αρχικά καλέσει. Οι μετέπειτα καλεσμένοι αποδέχτηκαν την πρόσκληση, άλλοι με τη θέλησή τους, άλλοι με εξαναγκασμό. Ο οικοδεσπότης τελικά θέλησε ο οίκος του να γεμίσει από συνδαιτυμόνες και όχι απλώς να παραθέσει ένα τραπέζι προς τιμήν κάποιων.
Γιατί η οργή του οικοδεσπότη;
Αισθάνθηκε την περιφρόνηση των καλεσμένων στις καθόλου πειστικές δικαιολογίες που χρησιμοποίησαν για να μην παραστούν;
Αισθάνθηκε την αγνωμοσύνη τους, για το ότι δεν εκτίμησαν ούτε την πρόσκληση ούτε τον κόπο που κατέβαλε να τους φιλοξενήσει ούτε τα έξοδα του δείπνου;
Αισθάνθηκε ότι δεν ήταν τελικά φίλοι του όσοι υπολόγιζε ότι ήταν;
Διαπίστωσε ότι δεν αρκούν οι καλές προθέσεις και η αγάπη για να ανταποκριθεί ο άλλος;
Ένας άνθρωπος που θέλει να χαρεί με τους φίλους του ένα τραπέζι, όσο και να θυμώσει για την απρέπειά τους, το πιο πιθανόν ήταν να ξεστρώσει το τραπέζι και να αποκόψει οριστικά τους πρώην καλεσμένους από τη σχέση μαζί του. Η τιμωρία τους για την άρνηση ήταν η διαγραφή τους από την καρδιά του. Όμως η απόφαση του οικοδεσπότη να πραγματοποιήσει το δείπνο ανεξαρτήτως του ποιοι θα ήταν οι συνδαιτυμόνες, δείχνει ότι τελικά η οργή του δεν τον έκανε να αρνηθεί την απόφασή του να ανοιχτεί, να τιμήσει και να μοιραστεί.
Οι άνθρωποι, όταν αισθανόμαστε την περιφρόνηση των άλλων σε οποιοδήποτε έργο κάνουμε γι’ αυτούς, συνήθως κλεινόμαστε, απογοητευόμαστε, οργιζόμαστε και δεν προχωρούμε στο σκοπό μας. Φταίνε οι άλλοι για την αχαριστία και την αγνωμοσύνη τους και δεν αξίζει να κάνουμε τίποτε από αυτά που αληθινά θα επιθυμούσαμε.
Η οργή του οικοδεσπότη πηγάζει από το γεγονός ότι το σπίτι του θα παραμείνει άδειο. Ότι ενώ έχει αγάπη και την δείχνει, αυτοί στους οποίους απευθύνεται δεν αντέχουν την αγάπη, δεν θέλουν την συνάντηση και την κοινότητα, αλλά προτιμούν τον εγωκεντρισμό τους, τα μικρότερα ή μεγαλύτερα της καθημερινότητάς τους. Και καθώς αποτυγχάνουν να αγαπήσουν, κάνουν τον οικοδεσπότη περισσότερο να επιθυμεί την πλήρωση του οίκου. Και εκείνος θα βρει τα πρόσωπα που θα συμφάγουν. Εκείνοι όμως θα στερηθούν με δική τους απόφαση την αγάπη του οικοδεσπότη.
Αν μεταφέρουμε αναλογικά την παραβολή στην εποχή μας, θα διαπιστώσουμε ότι στο τραπέζι του οικοδεσπότη Θεού είναι καλεσμένοι πολλοί. Μάλιστα όσοι έχουν διαπιστώσει την αγάπη του Θεού και ίσως και να τον θεωρούν οικείο τους. Όταν έρχεται όμως η ώρα για να εγκαταλείψουν κάθε ιδιοκτησία σε αγαθά, ιδέες και λογισμούς, κάθε εργασία για το ζην και το ευ ζην και κάθε ηδονή και μέριμνα, περιφρονούν την αγάπη του Θεού και την αρνούνται. Και τότε ο Θεός οργίζεται, αλλά δεν κλείνεται. Ανοίγει ακόμη περισσότερο το τραπέζι της Εκκλησίας στους αμαρτωλούς, στους αδύναμους, σε όσους τελικά κανείς δεν αγάπησε και ίσως κανέναν δεν αγάπησαν και τους καλεί, ενίοτε και τους αναγκάζει με την αγάπη του να εισέλθουν στη Βασιλεία Του.
Καθώς πλησιάζουμε στην πανήγυρη των εορτών που είναι τα Χριστούγεννα, ας αναρωτηθούμε πόσο εκτιμούμε την αγάπη του Θεού και ανταποκρινόμαστε στην πρόσκλησή Του να συμφάγουμε κοινωνώντας στο τραπέζι της Θείας Ευχαριστίας και επιλέγοντας να τιμήσουμε την φιλία Του, την οποία απέδειξε με την ενανθρώπισή Του για μας. Δεν είναι θεωρητικό το ερώτημα ούτε αδιάφορη η απάντησή του. Γιατί ο Θεός δεν θα πάψει να ανοίγεται στους ανθρώπους, ενώ αν η απάντησή μας ομοιάσει με του ιδιοκτήτη, του εργαζόμενου και του φιλήδονου ανθρώπου, τότε η απόρριψη της αγάπης του Θεού θα μας οδηγήσει σε μία ζωή που τα αγαθά, η εργασία και η ηδονή θα είναι ο αυτοσκοπός, αλλά η αιωνιότητα δεν θα τα περιλαμβάνει. Και μαζί μ’ αυτά ούτε κι εμάς.