Υπάρχει μία ευαγγελική περικοπή στην οποία ο εγωκεντρισμός αποτυπώνεται και λεκτικά και πρακτικά. Είναι αυτή του άφρονος πλουσίου. Αφροσύνη δεν είναι ο πλούτος καθεαυτός, αλλά η διαχείρισή του, ιδίως όταν ζει την ευλογία να ευφορήσει η γη του. Εκεί, ο πλούσιος δεν συζητά με κανέναν, παρά μόνο με τον εαυτό του Και ο λόγος του δεν είναι κάτι άλλο παρά μία συσσώρευση της φράσης “δικό μου”: “τούς καρπούς μου”, “τας αποθήκας μου”, “τα γεννήματά μου”, “τα αγαθά μου”, “τη ψυχή μου”. Ο πλούσιος είναι ο απόλυτα ακοινώνητος. Είναι ο απόλυτα κτητικός. Και δεν έχει να κάνει αυτό μόνο με την αλλοτρίωση που τα υλικά αγαθά προκαλούν. Είναι ότι έχει ταυτίσει το νόημα της ζωής με τον εαυτό του. Το εγώ του έχει την μοναδική αξία για τον κόσμο. Δεν υπάρχει κάποιος να μοιραστεί μαζί του τις σκέψεις του. Τα αγαθά του. Τα σχέδιά του. Ούτε και την χαρά του για την αφθονία της ύλης. Έστω και κάποιος «φίλος» που θα φάει μαζί του. Τα πάντα είναι κλεισμένα στην γκρίζα ζώνη του εγώ, η οποία θα μαυριστεί από τον θάνατο. Και σ᾽ αυτόν όμως θα είναι μόνος του. Διότι ούτε τον Θεό θα έχει διάθεση να παρακαλέσει για κάτι, όπως δεν αισθάνθηκε την ανάγκη να Τον δοξολογήσει για όσα του έδωσε.
Ο εγωκεντρισμός θολώνει το μυαλό και την καρδιά. Κάνει τον άνθρωπο να πιστέψει ότι τα πάντα του ανήκουν. Νοιάζεται για την ψυχή του, όχι για να την σώσει, δηλαδή να την μοιραστεί, να την θυσιάσει, αλλά για να της δείξει ότι μόνο γι᾽ αυτήν ζει, για να την καθιστά θεό του. Όχι όμως θεό που αγαπά έστω και λίγο, έστω και κάποιον, αλλά θεό που δεν βλέπει πέρα από τον εαυτό του.
Ο πλούσιος δεν θα μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό του στην Εκκλησία. Ούτε καν θρησκευτικός άνθρωπος δεν θα μπορούσε να ήταν. Διότι ο άνθρωπος της θρησκείας, έστω και από φόβο, έστω και από ιδιοτέλεια, αισθάνεται το καθήκον να δώσει κάτι από αυτά που έχει. Ο άνθρωπος που θέλει να ζήσει εκκλησιαστικά, κάνει το μεγάλο βήμα: να γίνει παιδί του Θεού, να έχει την αγάπη ως κίνητρο της ζωής του, το ευχαριστώ στον Θεό για ό,τι του έχει δώσει, το οποίο εκφράζεται με την πίστη ότι είναι διαχειριστής και όχι κτητικός ιδιοκτήτης. Ο εκκλησιαστικός άνθρωπος δεν μιλά για το “δικό του”, αλλά ζει την έγνοια του “μαζί”. Ανοίγεται. Προχωρά σε κοινωνία σχέσεων. Βλέπει στον κάθε διπλανό του την εικόνα του Θεού. Μοιράζεται. Υποχωρεί. Παραιτείται από την προτεραιότητα του εαυτού του. Χαίρεται να είναι με τους άλλους. Θέλει να έχει περιεχόμενο, για να το μοιραστεί. Δεν μετρά με την υλική ανταπόδωση αυτό που δίνει. Γνωρίζει ότι η χαρά της κοινωνίας είναι ο Παράδεισος.
Αν συνειδητοποιήσουμε ότι σ᾽ αυτήν την ζωή το μόνο που μας ανήκει είναι ο θάνατος και αν θέλουμε την γιατρειά του, το φάρμακο είναι η έξοδος από το εγώ μας. Ο δρόμος αυτός δεν είναι εύκολος, είναι αγώνας.