Η δοκιμασία της στειρότητας για το ζευγάρι των Θεοπατόρων είχε τρεις διαστάσεις. Η πρώτη είχε να κάνει με την αδυναμία τους να εκπληρώσουν έναν από τους σκοπούς της ανθρώπινης φύσης, που είναι η γέννα παιδιών. Η αναπαραγωγή είναι φυσική λειτουργία. Η αδυναμία τεκνοποίησης κάνει τον άνθρωπο να λυπάται επειδή υστερεί. Και η υστέρηση γεννά μελαγχολία, λύπη, θρήνο. Αυτό για το οποίο είμαστε προορισμένοι, δηλαδή η παράταση της ζωής, μία μορφή αθανασίας για μας, δεν εκπληρώνεται.
Η δεύτερη διάσταση είναι θρησκευτική και κατά συνέπεια κοινωνική. « Τα δώρα του Ιωακείμ αποστρέφονται» μας λέει ένα από τα στιχηρά των Αποστίχων του Εσπερινού της εορτής. Στην αφήγηση διαβάζουμε ότι ο πλούσιος Ιωακείμ προσέφερε τα δώρα που ο νόμος όριζε για τον Θεό και τότε ένας Ιουδαίος του λέει: « Δεν επιτρέπεται να προσφέρεις τα δώρα σου, διότι δεν έδωσες απογόνους στον Ισραήλ». Οι άλλοι βλέπουν την ατεκνία και απορρίπτουν συνολικά τον άτεκνο. Δεν χωρά στην θρησκευτική κοινότητα. Δεν χωρά στην κοινωνική και εθνική ομάδα, ακριβώς διότι υστερεί. Χωρίς να εξετάζουν αν φταίει ή όχι, τον θεωρούν καταραμένο από τον Θεό και απορρίπτοντας τα δώρα του, απορρίπτουν τον ίδιο.
Η τρίτη διάσταση έχει να κάνει με την σχέση του ανθρώπου με τον Θεό. Σαράντα μέρες μας λέει η αφήγηση ότι ο Ιωακείμ ανεβαίνει στο όρος Χοζεβά και προσεύχεται λυπημένος, διότι αισθάνεται ότι δεν τον έχουν απορρίψει μόνο οι άνθρωποι, αλλά και ο ίδιος ο Θεός. Χωρίς Θεό η ζωή του δεν έχει νόημα.
Σήμερα, στον μοντέρνο κόσμο μας, κάποιοι θα λέγαμε ότι ο Θεός δεν τιμωρεί τον άνθρωπο και επομένως η αντίληψη περί στειρότητας είναι απορριπτέα. Θα προσπαθούσαμε να εξηγήσουμε ιατρικά το φαινόμενο. Άλλοι πάλι θα λέγαμε ότι αυτό είναι το θέλημα του Θεού. Άλλοι πάλι θα τα βάζαμε με τον Θεό, χωρίς να κάνουμε τίποτα για να Τον πλησιάσουμε. Άλλωστε ζούμε στην εποχή που δικαιούμαστε τα πάντα και από τον Θεό και από τους ανθρώπους. Δύσκολα όμως θα μπαίναμε στην θέση του Ιωακείμ και της Άννας και ίσως ακόμη πιο δύσκολα θα κάναμε ό,τι έκαναν εκείνοι.
Γιατί στην δοκιμασία της στειρότητας, της ατεκνίας, πέρα από τα ανθρώπινα συναισθήματα, τόσο ο άντρας όσο και η γυναίκα δεν έπαψαν να πιστεύουν. Να τηρούν τις εντολές του Θεού. Να προσφέρουν τα δώρα. Να προσεύχονται. Να αφήνονται στο έλεός Του. Και να μην νικιούνται από την οργή για έναν κόσμο σκληρό, άδικο και εύκολο στην κριτική.
Τελικά τα δώρα του Ιωακείμ τα λαμβάνει ο Θεός! Αυτό το «γενηθήτω το θέλημά Σου» είναι το μεγαλύτερο δώρο που έδωσε ο Ιωακείμ στον Θεό. Το δώρο της εμπιστοσύνης. Το δώρο της επιμονής. Το δώρο της συνέπειας στις εντολές του Θεού. Και βέβαια, το δώρο της ενότητας και της αγάπης με την σύζυγό του, η οποία για εκείνους τους καιρούς θεωρούνταν ως η αποκλειστική υπαίτιος για την στειρότητα. Και ο Θεός απαντά.
Ποια είναι άραγε τα δικά μας δώρα;