Η
ΠΡΩΤΗ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ
Η Α' Οικουμενική
Σύνοδος συνεκλήθη από τον αυτοκράτορα Μ.
Κωνσταντίνο στη Νίκαια της Βιθυνίας το
έτος 325 μ.Χ.. Κύρια αιτία της συγκλήσεως ήταν η αντιμετώπιση της αιρέσεως του
Αρείου, η οποία προκαλούσε αναταραχή σε ολόκληρη την Εκκλησία.
Οι εργασίες της
Συνόδου άρχισαν προκαταρκτικά στις 20 Μαΐου και επισήμως στις 14 Ιουνίου με την
παρουσία του Μ. Κωνσταντίνου και τελείωσαν στις 25 Αύγουστου του έτος 325.
Υπάρχουν διάφορες
απόψεις για τον αριθμό των συμμετασχόντων επισκόπων στη Σύνοδο. Σύμφωνα με την
επικρατούσα παράδοση συμμετείχαν 318 Πατέρες, αλλά κατ΄ άλλους ιστορικούς οι
συμμετέχοντες ήσαν περίπου 300.
Μεταξύ των Πατέρων
διακρίνονται ο Αλεξανδρείας Αλέξανδρος μαζί με τον διάκονό του και κατόπιν
Αλεξανδρείας Μ. Αθανάσιον. Οι δύο αυτοί ήσαν κύριοι κατήγοροι του Αρείου. Ακόμη
διεκρίνοντο ο πρεσβύτερος και κατόπιν πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Αλέξανδρος,
εκπροσωπώντας τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μητροφάνη, ο Αντιοχείας
Ευστάθιος, ο Ιεροσολύμων Μακάριος, οι αντιπρόσωποι του Πάπα της Ρώμης
Σιλβέστρου επίσκοπος Κορδούης Όσιος και οι πρεσβύτεροι Βίτων και Βικέντιος,
επίσης ο Εφέσου Μέμνων, ο Τριμυθούντος Σπυρίδων, ο Μύρων Νικόλαος, ο Αγκύρας
Μάρκελλος, ο Νισίβης Ιάκωβος, ο Καρχηδόνος Καικιλιανός, ο όσιος Παφνούτιος και
πολλοί άλλοι.
Από την άλλην
πλευρά συνήγοροι και υπέρμαχοι του Αρείου ήταν ο Νικομήδειας Ευσέβιος, ο
Καισαρείας Παλαιστίνης Ευσέβιος, ο Νίκαιας Θέογνις, ο Χαλκηδόνος Μάρις, ο
Ηρακλείας Θεόδωρος, ο Πτολεμαΐδος Σεκούνδος, ο Μαρμαρικής Θεωνάς, ο Εφέσου
Μηνόφαντος, ο Τύρου Παύλος και άλλοι, συνολικά 17 επίσκοποι, μεταξύ των οποίων
ήταν και φιλόσοφοι και ρήτορες μαζί με τον σοφιστή Αστέριο.
Όπως είπαμε και
στην αρχή, κύρια αιτία και κύριος σκοπός της Συνόδου ήταν η καταδίκη του
Αρειανισμού αφ΄ενός και αφ΄ετέρου η θετική διατύπωση
της ορθοδόξου δογματικής διδασκαλίας περί του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού, του δευτέρου προσώπου
της Αγίας Τριάδος. Την θεότητα του Χριστού είχε αρνηθεί από το έτος 318 μ.Χ. ο Άρειος που ήταν πρεσβύτερος στην Αλεξάνδρεια και ήταν μαθητής
του Λουκιανού. Ο Λουκιανός φαίνεται ότι έγινε διάδοχος του Παύλου Σαμοσατέως στην
αιρετική διδασκαλία, αλλά παραποιώντας την άλλη αιρετική διδασκαλία του Δυναμικού Μοναρχιανισμού ανεγνώρισε τον
Υιόν και Λόγον του Θεού ως δεύτερον πρόσωπον. Τον θεωρούσε όμως ότι δεν είναι
«αγέννητος», άρα είναι «κτίσμα», δημιουργηθέν από τον Θεό προ πάντων των αιώνων
και με την ελεύθερη βούλησή Του. Έτσι, ο
Χριστός, ενώ δεν ήταν «αγέννητος» εθεωρείτο από τον Λουκιανόν όμοιος με τον
Πατέρα και μάλιστα «πλήρης Θεός».
Ο Άρειος προχώρησε
πιο πέρα από τον διδάσκαλό του και έκαμε πιο συστηματική την αιρετική του
διδασκαλία σχετικά με το δεύτερον Πρόσωπον της Αγίας Τριάδος. Αυτός ηρνείτο
τελείως την θεότητα του Θεού Λόγου, του δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδος,
και δίδασκε ότι ο Υιός του Θεού δεν είναι Θεός συναΐδιος, άναρχος και αληθινός
Θεός, αλλά είναι κτίσμα, το οποίο δημιουργήθηκε «εν χρόνω» από τον Πατέρα «εξ
ουκ όντων», είναι ξένος προς την ουσία του Πατρός και ως προς την φύση είναι
τρεπτός και αλλοιωτός. Είναι το πρώτον «κτίσμα», δια του οποίου ο Πατήρ
δημιούργησε τον κόσμο, διότι ίσως δεν θα μπορούσε ως απόλυτο Πνεύμα να
επικοινωνήσει απ΄ευθείας με την ύλη του κόσμου. Ο Άρειος
ακολουθώντας πλατωνικές και νεοπλατωνικές ιδέες καθώς και θεωρίες του Ιουδαίου
Φίλωνος και του Ωριγένη θεώρησε τον Υιό του Θεού ως ένα ενδιάμεσο όργανο του
Θεού για τη δημιουργία του κόσμου, όπως ακριβώς ο Πλάτων είχε εφεύρει τον
ενδιάμεσο κόσμο των ιδεών.
Οι κακοδοξίες του
Αρείου είχαν διατυπωθεί σε Σύμβολο, το οποίο υπέβαλε στη Σύνοδο ο Ευσέβιος
Νικομήδειας. Όταν όμως ανεγνώσθη, οι Πατέρες εξηγέρθησαν και απεφάσισαν να
αντιτάξουν ιδικό τους Σύμβολο, το πρώτο Οικουμενικό Σύμβολο (τα επτά πρώτα άρθρα του «Πιστεύω»).
Εκτός από την
καταδίκη του Αρείου, η Α' Οικουμενική Σύνοδος έθεσε τέρμα σε τρία άλλα
σχίσματα, το Νοβατιανό, το Σαμοσατιανό
και το Μελιτιανόν. Απ΄ αυτά το πρώτο των Νοβατιανών
προήλθε από τους Νοβατιανούς ή Καθαρούς, οι οποίοι αρνούνταν στην Εκκλησία το
δικαίωμα να συγχωρεί τα βαριά αμαρτήματα και να δέχεται αυτούς που αμάρτησαν
βαριά και μετά μετανόησαν, π.χ. δεν κοινωνούσαν
τους διγάμους και αυτούς που στους διωγμούς αρνήθηκαν την πίστη τους. Γι΄αυτό η
Σύνοδος εξέδωσε τον 8ο Κανόνα,
ο οποίος καθόριζε τον τρόπο της επιστροφής και παραδοχής αυτών στην Εκκλησία.
Το Σαμοσατιανό
σχίσμα δημιουργήθηκε από τους οπαδούς του δυναμικού μοναρχιανού Παύλου του
Σαμοσατέως, που δέχονταν τον Θεό ως «εν
πρόσωπον», τον Υιό ως «δύναμη» απρόσωπη, καθώς και το Πνεύμα. Την κακοδοξία
αυτή την κατεδίκασε η Σύνοδος με τον 19ο κανόνα.
Το Μελιτιανό σχίσμα
προήλθε από το ότι ο Λυκοπόλεως Μελίτιος δεχόταν με μεγαλύτερη από ό,τι η
Εκκλησία αυστηρότητα τους πεπτωκότας στον διωγμό του Διοκλητιανού κι ακόμη έκαμε αντικανονικές χειροτονίες πολυάριθμων επισκόπων και
κληρικών.
Ακόμη, η Σύνοδος
έθεσε τέρμα στις έριδες περί του εορτασμού του Πάσχα και όρισε να εορτάζεται
αυτό την πρώτη Κυριακή μετά την πρώτη Πανσέληνο της εαρινής ισημερίας και να
είναι μετά από το Εβραϊκό Πάσχα.
Η Σύνοδος απέκρουσε
ακόμη πρόταση για την υποχρεωτική αγαμία των κληρικών όλων των βαθμίδων, με
πρωτοστάτη τον όσιο Παφνούτιο.
Η ορθόδοξη Εκκλησία
όρισε να εορτάζεται η Α' Οικουμενική Σύνοδος των 318 θεοφόρων πατέρων του 325
μ.Χ. την Κυριακή μετά την εορτή της Αναλήψεως του Χριστού. Φέτος συμπληρώνονται 1700 χρόνια από την
σύγκλιση της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου.
Λίγα
λόγια για το θέμα του μήνα
Πώς εορτάζεται το Πάσχα μαζί από τους
Ορθοδόξους που ακολουθούν το Παλαιό ημερολόγιο και αυτούς που ακολουθούν το Νέο
ημερολόγιο;
Η
σύγχρονη ανακάλυψη ότι η περιφορά της γης γύρω από τον Ήλιο δεν είναι ακριβώς
365,25 ημέρες, έφερε την πρόταση τροποποίησης του ημερολογίου, δηλαδή να
αλλάξουμε την αρχή μετρήσεως του χρόνου και να πάμε 13 ημέρες πιο μπροστά. Για
να υπάρχει μια κοινή συνεννόηση μεταξύ των πολιτών, τα κράτη ακολούθησαν το νέο
ημερολόγιο. Αυτό για την Εκκλησία δεν
είναι ζήτημα ουσίας κι έτσι κάποιες τοπικές Εκκλησίες ακολούθησαν την αλλαγή
που έκανε το κράτος, ενώ κάποιες άλλες όχι, με αποτέλεσμα κάποιες να εορτάζουν
τις εορτές με σταθερή ημερομηνία (μνήμες αγίων και Χριστούγεννα) με διαφορά 13
ημερών.
Ο
κοινός εορτασμός του Πάσχα για όλους τους Ορθοδόξους είναι δογματικό ζήτημα,
όπως τον όρισε η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος και
γι΄ αυτό οι Ορθόδοξοι του νέου ημερολογίου ακολουθούν τους υπολογισμούς του
Παλαιού.
Οι
Ρωμαιοκαθολικοί υπολογίζουν το Πάσχα με τη νέα ημερομηνία της Εαρινής Ισημερίας
και γι΄ αυτό τις περισσότερες φορές έχουν Πάσχα πριν από τους Ορθοδόξους.